Με τη μυθολογία δεν τα πηγαίνω πολύ καλά. Μου αρέσουν μεν οι δολοπλοκίες, αλλά μπερδεύω τα πρόσωπα – ποιος ήταν ζευγάρι με ποιόν, ποιος αντιμαχόταν ποιον, ποιος τιμωρούσε και για ποιο λόγο. Ο μόνος Θεός που μου φαινόταν ανέκαθεν «γήινος» και προσιτός λόγω του αντικειμένου του ήταν ο Ήφαιστος.
Αυτά σκεφτόμουν όσο πλησίαζα στον «άντρο» του Δημήτρη Κατσίκη, που τα τελευταία πέντε χρόνια αναμετριέται με τη φωτιά και τον μπρούτζο. «Στη δική μου δουλειά χρειάζομαι άπλετο χώρο και… ηλικιωμένους γείτονες, ανεκτικούς στον θόρυβο» λέει ο Δημήτρης Κατσίκης, καθώς με υποδέχεται στα Σπάτα. «Ευτυχώς εδώ διαθέτω και τα δύο». Μπαίνω στο εργαστήριο του και με υποδέχεται μια μεγάλη βιβλιοθήκη, σχέδια και «πατρόν» από παλαιότερες δουλειές του, αλλά και τμήματα από ήδη ολοκληρωμένες πανοπλίες – ξίφη, θώρακες και κράνη. Στον προαύλιο χώρο ο Δημήτρης με ποδιά και ειδικά γυαλιά κάνει τα «φινιρίσματα», την οξυγονοκόλληση αλλά και χρησιμοποιεί τα υπόλοιπα εργαλεία.«Προμηθεύομαι δέρμα και μέταλλο σε μεγάλες ποσότητες, τα οποία επεξεργάζομαι εδώ»
«Ως πρότυπο χρησιμοποιώ τον δικό μου σωματότυπο» λέει καθώς δοκιμάζει έναν από τους θώρακες, «εκτός από λίγες φορές που έχω φτιάξει πανοπλία για κάνα δύο φίλους». Σε κάθε περίπτωση, όποιος «φλερτάρει» με την ιδέα, πρέπει να είναι επαρκώς γυμνασμένος, αφού κάθε πανοπλία ζυγίζει από 20 έως 25 κιλά.
Όλα ξεκίνησαν στο (διάσημο πλέον) πανεπιστήμιο του Ντάισελμπλουμ στην Ολλανδία, Βαγκένιγκεν, όπου ο Δημήτρης, έχοντας αποφοιτήσει από τη Γεωπονική, έκανε μεταπτυχιακό στη βιοτεχνολογία. Αλλά, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του Γερούν,η ζωή είχε άλλα προδιαγράψει για τον Δημήτρη.
«Μου άρεσε πάντα η ιστορία, αλλά στην Ολλανδία είχα για πρώτη φορά την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με έναν απεριόριστο ψηφιοποιημένο πλούτο γνώσεων». Ο Δημήτρης «ξεκοκκαλίζει» κυριολεκτικά τα πάντα. Ξεκινά διαβάζοντας για τα κλασικά χρόνια και συνεχίζει με τα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά. Την ίδια εποχή, ανακαλύπτει ότι τα χέρια του «πιάνουν», φτιάχνει τα πρώτα του γλυπτά: κοχύλια, σαλιγκάρια, φίδια και άλλα φυσιολατρικά μοτίβα σε πωρόλιθο.
Όταν πιάνει το κεφάλαιο «πανοπλία» εντυπωσιάζεται και συλλαμβάνει την πολυεπίπεδη σημασία της: η πανοπλία δεν ήταν απλώς ένα αξεσουάρ πολέμου. «Πανοπλίες ξεκινούν να κατασκευάζουν ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια – δηλαδή εδώ και 3.000 χρόνια» μου διηγείται, «αποτελούσαν ένα μέσο επίδειξης του πλούτου και της δύναμης, μέσω της πανοπλίας ασκούσαν μια ιδιότυπη πολιτική προπαγάνδα». Η κάθε πανοπλία κατασκευαζόταν à la carte, πάνω στο σώμα του κάθε στρατιώτη – όπως τα κουστούμια, έκαναν μάλιστα και πρόβες. «Ανάλογα με την ιεραρχία η πανοπλία ήταν και διαφορετική, εξασφαλίζοντας μικρότερη ή μεγαλύτερη προστασία σε αυτόν που την φορούσε». Εξυπακούεται, βέβαια, ότι οι ευγενείς ήταν εκείνοι που διέθεταν και τις εντυπωσιακές πανοπλίες, όσο προχωρούσαμε στο πόπολο ο εξοπλισμός λιγόστευε. «Οι πολύ φτωχοί ενδεχομένως δεν είχαν καθόλου τη δυνατότητα να αποκτήσουν πανοπλία». Η τεχνοτροπία διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή, αλλά και την εθνικότητα. Άλλες είχαν οι Σύριοι άλλες οι Οθωμανοί, άλλου τύπου είναι οι μυκηναϊκές, που διαθέτουν μέχρι και κέρατα.
«Στην κλασική εποχή η πανοπλία ήταν ένα κινητό άγαλμα, οι οπλίτες ειδικά θύμιζαν κινούμενους κούρους, οι αρματοποιοί ‘αντέγραφαν’ τη μόδα των αγαλμάτων». Σε μια προσπάθεια να αγγίξουν το τέλειο, δεν έλειπαν και οι υπερβολές. Όπως οι χαραγμένοι κοιλιακοί στο μπρούτζο, που δεν αντιστοιχούσαν στο καλυμμένο σώμα.
«Όταν ένιωσα ότι κατείχα το θεωρητικό σκέλος, θέλησα να περάσω και στο πρακτικό» διηγείται, «είμαι παιδί των θετικών επιστημών, είχα μάθει στο πείραμα». Το περιβάλλον, το ημιαγροτικό πατρικό του σπίτι στα Σπάτα με τη μεγάλη αυλή και τα εναπομείναντα εργαλεία του παππού, έμοιαζε ιδανικό. «Αποφάσισα να επαληθεύσω όσα είχα διαβάσει σχετικά με τις πανοπλίες». Ο Δημήτρης αρχίζει να πειραματίζεται το 2009 με βυζαντινές πανοπλίες με αφορμή μια δική του μελέτη για τους στρατιωτικούς Αγίους των Βυζαντινών, όπως ο Αγ. Γεώργιος. Οι πληροφορίες για τη στρατιωτική περιβολή βρίσκονται αποκλειστικά σε βυζαντινές αγιογραφίες- δεν έχει διασωθεί ούτε καν τμήμα κάποιας. Συνεπώς, ο Δημήτρης, αν και «πρωτάρης» τότε, αποτελεί τον μοναδικό τεχνίτη διεθνώς, που ασχολείται με πανοπλίες του 10ου έως 12ου αιώνα μ.Χ.. Και δεν τα πάει καθόλου άσχημα: κατασκευάζει σε ενάμιση χρόνο 16 διαφορετικές βυζαντινές πανοπλίες και μια σασσανιδική (προϊσλαμική περσική).
Τότε έρχεται και η πρώτη διάκριση από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τρεις από τις πανοπλίες του εκτίθενται μόνιμα στο Dumbarton Oaks Museum που ανήκει στο Harvard. Η επιβράβευση από το εξωτερικό έρχεται ουκ ολίγες φορές- τη στιγμή που στην Ελλάδα οι επίσημοι φορείς δείχνουν να μην συγκινούνται. «Εχω λάβει mail ακόμα και από καθηγητή πανεπιστημίου στη Μαλαισία που θέλει να έρθει να οργανώσει εκπαιδευτική εκδρομή εδώ, για να δουν από κοντά οι φοιτητές τη διαδικασία». Τώρα πια ο Ελληνας αρματοποιός διαθέτει εμπειρία: έχει ήδη στο «ενεργητικό» του 25 πανοπλίες από πέντε διακριτές χρονικές περιόδους. Όταν τον ρωτώ, αν θα ήθελα να τις πουλήσει, συννεφιάζει. «Δύσκολα θα τις αποχωριζόμουν, τις κρατώ αποθηκευμένες ως ενθύμιο, ακόμα και την πρώτη μου που μοιάζει με playmobile».
«Σε μεγάλη μερίδα των ξένων επισκεπτών, οι πανοπλίες είναι περισσότερο αναγνωρίσιμες και από τον Παρθενώνα» δηλώνει με πεποίθηση ο 36χρονος. Πολλοί, λοιπόν, φτάνουν στην Αθήνα αναζητώντας να δουν την πανοπλία ενός Αθηναίου οπλίτη και καθώς δεν τον βρίσκουν πουθενά, απογοητεύονται. Μόνον στο μουσείο της Ολυμπίας μπορεί κανείς να δει θραύσματα από πανοπλίες. «Μέσω των video games, των παιχνιδιών στρατηγικής και των τηλεοπτικών σειρών έχει αναπτυχθεί μια κουλτούρα που έχουν αναδείξει ειδικά στις ΗΠΑ την πανοπλία ως το απόλυτο φετίχ» ισχυρίζεται ο Δημήτρης. «Ποιο παιδί δεν θα ήθελε μια πανοπλία σπίτι του;» με ρωτά, αλλά δεν βρίσκω απάντηση.
Στα καλά νέα, πάντως, ενδέχεται το επόμενο διάστημα ένα αθηναϊκό μουσείο να φιλοξενήσει δουλειά του Δημήτρη.
Η ασχολία του προς το παρόν παραμένει χόμπυ, το οποίο όμως του απορροφά πολλή ενέργεια. «Όταν με ρωτούν με τι ασχολούμαι, απαντώ ‘καλλιτέχνης’» μου λέει, ενώ μου δείχνει τα εργαλεία του: αμμώνια, σφυριά, σιδερένια εργαλεία για βαρέλια… «Και αυτά εν πολλοίς τα έχω φτιάξει μόνος μου, συναρμολογώντας κομμάτια, που έχω αγοράσει στο Μοναστηράκι».«Συνάδελφοί» του υπάρχουν στην Αγγλία και την Ιταλία, οι οποίοι βέβαια κατασκευάζουν μεσαιωνικές πανοπλίες της εποχής του Καρλομάγνου και των Σταυροφοριών. Καθώς ο Δημήτρης είναι ο μοναδικός που καταπιάνεται με την κατασκευή πανοπλίων στην Ελλάδα, καλείται να υποστηρίζει το πάθος του σε όλα τα βήματα. «Είμαι αντίθετος στους εύκολους εντυπωσιασμούς, για την κατασκευή μιας καλής πανοπλίας χρειάζονται περίπου 3 μήνες» υπογραμμίζει «στην Ινδία, πχ, έχει γίνει κέντρο μαζικής παραγωγής αμφιβόλου ποιότητας».
«Φυσικά και δεν είμαι αρχαιολόγος. Πίσω από τις πανοπλίες κρύβονταν ανέκαθεν τεχνίτες, από σκοτεινά εργαστήρια τους προήλθαν τα πιο λαμπρά δημιουργήματα…» Στην αρχαιότητα, μάλιστα, τους συναδέλφους του, τους ονόμαζαν «βάναυσους» λόγω του αντικειμένου. Ο 36χρονος δεξιοτέχνης αισθάνεται συχνά το βάρος της ιστορίας και τον φόβο της σύγκρισης στους ώμους του. «Νιώθω ότι δεν το διάλεξα εγώ, αλλά εκείνο με διάλεξε. Σαν να ήλθε μια ανώτερη δύναμη να μου υποδείξει να συνεχίσω αυτή τη μακραίωνη παράδοση…». Όπως παραδέχεται, «από παιδί ήθελα να ασχοληθώ με κάτι ιδιαίτερο, θυμάμαι το εαυτό μου να αναφωνεί γεμάτος ικανοποίηση μπροστά από την οθόνη, κάθε φορά που έβρισκα τα λάθη και τις ανακρίβειες σε ιστορικές ταινίες».
Τον ρωτώ, αν νιώθει «σύγχρονος Ηφαιστος». «Μου λείπει μόνο το κουτσό πόδι και η Αφροδίτη» απαντά γελώντας.
hellastimes.gr