Οι Σειληνοίήταν δαίμονες των ρεόντων υδάτων και της ευφορίας της γης, σύντροφοι του Διόνυσου. Αν και συχνά συγχέονται με τους Σάτυρους, ήταν διαφορετικά πλάσματα. Έμοιαζαν αρκετά με Κένταυρους, έχοντας αυτιά, ουρά και οπλές αλόγου και κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία.
Αρχηγός τους ήταν ο Σειληνός, που είχε διαπαιδαγωγήσει το θεό Διόνυσο και που χρησίμευε σαν μάντης στους ανθρώπους, μόνο όμως αφού αυτοί τον μεθούσαν. Οι Σειληνοίσυνήθως διασκέδαζαν το Διόνυσο παίζοντας μουσική και χορεύοντας με τις Μαινάδες, ενώ κατά το μύθο είχαν πολεμήσει μαζί με το Διόνυσο εναντίον των Γιγάντων.
Οι Σειληνοίεμφανίζονται με αφτιά και ουρά αλόγων και πολλές φορές είναι οπλισμένοι. Ωστόσο, η αρχαία πλαστική τούς παρουσίαζε άλλοτε γέρους με πατρική έκφραση να κρατούν στην αγκαλιά τους τον Βάκχο σε νηπιακή ηλικία, και άλλοτε πάλι κοντόχοντρους και μεθυσμένους άντρες, αποκρουστικούς στην όψη, στεφανωμένους με κληματόφυλλα και σταφύλια να κρατούν θύρσο ή ραβδί. Πολλές φορές ήταν ξαπλωμένοι δίπλα σε ασκί και άλλοτε πάνω σε γάιδαρο, που ήταν και το ιερό τους ζώο.
Ο γνωστότερος από τους Σειληνούς ήταν, κατά τη μυθολογία, ο ομώνυμος βασιλιάς της Νίσας στη Λιβύη, ο οποίος ήταν γιος του Ερμή ή του Πάνα και κάποιας Νύμφης (Βλ. λ. Σειληνός). Οι Σειληνοί ήταν χθόνιες θεότητες με αμφίσημο χαρακτήρα. Αφενός εμφανίζονται να έχουν βίαιο και λάγνο χαρακτήρα που τους φέρνει σε προστριβές με τις Νύμφες. Ως τέτοιοι παρουσιάζονται σαν αποτρόπαιοι δαίμονες (όπως η Γοργώ, η Μέδουσα ή οι Ερινύες) αποτρέποντας το κακό που οι ίδιοι συμβολίζουν.
Ωστόσο, οι εξατομικευμένες μορφές Σειληνών όπως ο Σειληνός ή ο Μαρσύας παρουσιάζονται ως ευεργετικοί δαίμονες. Παρουσιάζονταν ως σοφοί δάσκαλοι και μάντεις που είχαν στενή σχέση με τη μουσική. Αυτός ο διττός χαρακτήρας τους προκύπτει από το ότι οι Σειληνοί ήταν χθόνιες θεότητες (όπως ο Πάνας ή οι Κένταυροι) που μεσολαβούν μεταξύ του πάνω και του κάτω Κόσμου. Έτσι σχετίζονται τόσο με τη γονιμότητα όσο και με τον θάνατο.Είναι ακριβώς ο χθόνιος χαρακτήρας τους που τους συνδέει με τον Διόνυσο, επίσης χθόνια θεότητα.
Ο αλογόμορφος χαρακτήρας τους συνδέεται επίσης με τη βακχική μανία, καθώς το άλογο στην αρχαία Ελλάδα ήταν σύμβολο της επιληψίας και της θείας μανίας.
Ο Friedrich Nietzsche στην Γέννηση της Τραγωδίας ( μτφ Νίκου Καζαντζάκη), αναφέρει την ακόλουθη ιστορία, με τίτλο «Tι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό;», και με πρωταγωνιστή τον Σειληνό και τον βασιλιά Μίδα.
Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Νίτσε, λέει πως,ο βασιλιάς Μίδας, κάποτε, κυνήγησε πολλή ώρα στο δασός το γερο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια :
“φυλή άθλια κι εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ο,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ότι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο»