Τα αδέλφια* μας είναι οι φυσικοί μας σύμμαχοι. Οι πρώτοι μας φίλοι, στους οποίους λέμε όσα δεν λέμε στους γονείς μας. Είναι οι πρώτοι μας αντίπαλοι στον αγώνα για επικράτηση μέσα στο περιβάλλον μας, αλλά και εκείνοι στους οποίους αισθανόμαστε πως μπορούμε να στραφούμε για βοήθεια σε όλη μας τη ζωή. Τα αδέλφια μας είναι τα πρόσωπα που παραμένουν πάντα στη ζωή μας, είτε ως οι καλύτεροι μας φίλοι, είτε ως πληγή μιας αναντικατάστατης απώλειας, αν η σχέση δεν επιζήσει. Δεν μπορούμε να τους εξαφανίσουμε, όπως κάνουμε με πρώην φίλους και συντρόφους.
Αυτή η μοναδική σχέση αποτελεί συχνά κυρίαρχο θέμα στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία και μυθολογία. Γνωρίστε, λοιπόν, αδέλφια μιας άλλης εποχής, με αρχές και αξίες που μοιάζουν ή δεν μοιάζουν με τις δικές μας, με τα ίδια όμως συναισθήματα που διανθίζουν και σήμερα τις αδελφικές σχέσεις.
Από τα διασημότερα αδέλφια της ελληνικής αρχαιότητας είναι τα παιδιά της βασιλικής οικογένειας του Άργους των μυκηναϊκών χρόνων. Οι γιοι του βασιλιά Ατρέα, Αγαμέμνων και Μενέλαος, αλλά και τα παιδιά του Αγαμέμνονα: Η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα, η Χρυσόθεμις και ο μικρός αδελφός τους Ορέστης. Ο πατέρας τους, ήταν ο επικεφαλής του στρατού στην εκστρατεία της Τροίας. Όλοι σχεδόν οι βασιλείς του ελλαδικού χώρου εκστράτευσαν τότε εναντίον της Τροίας για να πάρουν πίσω την ωραία Ελένη (την γυναίκα του Μενέλαου), την οποία είχε απαγάγει ο πρίγκιπας της Τροίας, Πάρις.
Αγαμέμνων και Μενέλαος
Ενώ τα πλοία είναι έτοιμα στην Αυλίδα, η άπνοια εμπόδιζε τον απόπλου. Η θεά Άρτεμις τιμωρούσε τον Αγαμέμνονα για ένα ελάφι που της είχε σκοτώσει στην περιοχή αυτή, και τώρα του ζητούσε να θυσιάσει την κόρη του, Ιφιγένεια. Ο βασιλιάς στέλνει μήνυμα στο σπίτι του να έρθουν η γυναίκα του με την κόρη του στην Αυλίδα, με την πρόφαση πως επρόκειτο η Ιφιγένεια να παντρευτεί τον Αχιλλέα. Λίγο αργότερα, μετάνιωσε και έστειλε δεύτερη επιστολή, με την οποία ακύρωνε την πρώτη. Ο Μενέλαος όμως έπιασε τον αγγελιοφόρο, διάβασε την επιστολή με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας ζωηρός καυγάς ανάμεσα στα αδέλφια. Ο ένας βιάζεται να εκδικηθεί τους Τρώες και να πάρει πίσω τη γυναίκα του, και ο άλλος θέλει να σώσει τη ζωή του παιδιού του. Αφού όμως η δεύτερη επιστολή δεν έφτασε ποτέ, η Κλυταιμνήστρα με την Ιφιγένεια καταφθάνουν στην Αυλίδα, και ο Αγαμέμνων δεν έχει πλέον άλλη επιλογή. Δεν μπορεί να κάνει πίσω και να φανεί αδύναμος και αναξιόπιστος στο στράτευμα. Καθώς έρχεται η Ιφιγένεια και του μιλά, εκείνος βυθίζεται στην θλίψη. Ο Μενέλαος τότε μετανιώνει πικρά για τα λόγια που είπε στον αδελφό του.
Μενέλαος: «Όταν είδα τα δάκρυα να τρέχουν απ’ τα μάτια σου, σε συμπόνεσα κι έκλαψα μαζί σου, κι όσα πριν σου είπα τα παίρνω πίσω. Δεν είμαι πια σκληρός μαζί σου, στη θέση σου έρχομαι και σε συμβουλεύω, ούτε το παιδί σου να σκοτώσεις ούτε το δικό μου συμφέρον να βάλεις πρώτο. Δεν είναι δίκαιο εσύ να στενάζεις κι εγώ να περνώ καλά, οι δικοί σου να πεθαίνουν κι οι δικοί μου να βλέπουν το φως. Τι άραγε ζητώ; Δεν μπορώ να κάνω άλλον καλό γάμο, αν επιθυμήσω να νυμφευθώ; Αλλά, να χάσω τον αδελφό μου –κάτι που δεν πρέπει να κάνω- προτιμώντας την Ελένη, το κακό αντί για το αγαθό;
… Τι σχέση έχει η νεαρή σου κόρη με την Ελένη; Ας διαλυθεί ο στρατός και ας φύγει από την Αυλίδα. Εσύ πάψε να βρέχεις με δάκρυα τα μάτια σου, αδελφέ, και να κάνεις και εμένα να κλαίω.»
Ο Ορέστης και οι αδελφές του
Η Ιφιγένεια, αν και όλοι πίστευαν το αντίθετο, τελικά δεν θυσιάστηκε. Στη θέση της έβαλε η Άρτεμις ένα ελάφι, κι εκείνη την πήρε κρυφά να υπηρετεί στον ναό της στην αφιλόξενη Ταυρίδα. Εκεί κάποτε φτάνει ο Ορέστης με τον φίλο του τον Πυλάδη με σκοπό να αρπάξουν το ξόανο της θεάς από τον ναό, ακολουθώντας την προσταγή του Μαντείου των Δελφών. Ανάμεσα στα καθήκοντα της Ιφιγένειας ήταν να θυσιάζει στη θεά όποιον ξένο έφτανε στη χώρα, αλλά ευτυχώς αναγνώρισε εγκαίρως τον αδελφό της κι πέφτει με λαχτάρα στην αγκαλιά του:
Ιφιγένεια«Πολυαγαπημένε, τίποτ’ άλλο δεν λέω, γιατί πολυαγαπημένος είσαι. Στα χέρια μου σε κρατώ, μακριά απ’ το Άργος, την πατρίδα μας, αγαπημένε.»
Ορέστης«Κι εγώ εσένα, που για πεθαμένη σ’ έχουν. Και μαζί με τα δάκρυα και τον θρήνο η χαρά βρέχει τα βλέφαρά σου, μαζί και τα δικά μου.»
Τα αδέλφια δραπετεύουν και επιστρέφουν στην πατρίδα τους.
Όταν ο πόλεμος της Τροίας έληξε, ο Αγαμέμνων επιστρέφει νικητής στο Άργος. Μόλις έφτασε, όμως, δολοφονήθηκε από τη σύζυγό του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Η Κλυταιμνήστρα δεν του συγχώρησε ποτέ την θυσία της Ιφιγένειας, ενώ ο Αίγισθος είχε σφετεριστεί τον θρόνο και δεν σκόπευε να τον επιστρέψει. Χρόνια αργότερα, επιστρέφει και ο Ορέστης και βρίσκει την αδελφή του στον τάφο του πατέρα τους. Η Ηλέκτρα περιγράφει την βαθιά αγάπη προς τον αδελφό της:
Ηλέκτρα: «Αγαπημένη λαχτάρα του πατρικού σπιτιού, ελπίδα της γενιάς μας, που πρόσμενα με δάκρυα… Όμορφα μάτια, αγάπη μοιρασμένη στα τέσσερα για μένα, γιατί ανάγκη είναι να σε αποκαλώ πατέρα·και επάνω σου πέφτει κι η στοργή που ήτανε της μάνας – που δίκαια μισώ – μα και της αδελφής που δίχως έλεος θυσιάστηκε. Κι εσύ ο πιστός αδελφός μου, εκείνος που με σεβάστηκε είσαι.»
Στην εκδοχή του Σοφοκλή, αρχικά η Ηλέκτρα συναντά έναν ξένο, ο οποίος της δίνει μία τεφροδόχο με τις στάχτες του αδελφού της. Κρατώντας το δοχείο στα χέρια της, αναλύεται σε έναν απελπισμένο θρήνο:
Ηλέκτρα: «Ω, μνήμα εκείνου που απ’ όλους τους ανθρώπους περισσότερο αγαπά η ψυχή μου, του Ορέστη ότι απέμεινε! Πόσο διαφορετικό απ’ ό,τι σ’ έστειλα, αγόρι μου, στην ξενιτιά πίσω σε πήρα. Γιατί τώρα, χωρίς να υπάρχεις στα χέρια μου σε κρατώ, ενώ μεσ’ στην λαμπρότητα σε ξεπροβόδισα όταν απ’ το σπίτι έφευγες. Μακάρι να είχα εγώ πεθάνει, πριν να σε αρπάξω και σώσω τη ζωή σου με τα δυό μου χέρια στέλνοντάς σε στην ξενιτιά, για ήσουν από τότε θαμμένος στον κοινό πατρικό μας τάφο. Τώρα, όμως, μακριά απ’ το σπίτι, φυγάς σε άλλη γη, άσχημα χάθηκες,χώρια απ’ την αδελφή σου…
Ω, αγαπημένε αδελφέ, στ’ αλήθεια πώς με κατέστρεψες! Δέξου με λοιπόν στον τάφο τούτο τον δικό σου, στο τίποτα εμένα πού είμαι τίποτα, ώστε κάτω εκεί μαζί σου να μένω στο εξής, αφού και στον πάνω κόσμο που ήσουν, την ίδια με σένα είχα τύχη.»
Σύντομα όμως μαθαίνει πως ο ξένος εκείνος ήταν ο ίδιος ο Ορέστης που ήθελε να επιβεβαιώσει την πίστη της αδελφής του, καθώς ετοίμαζε εκδίκηση για τους φονιάδες του πατέρα του και σφετεριστές του θρόνου.
Κάστωρ και Πολυδεύκης
Πρότυπο της αδελφικής αγάπης αποτελούσαν οι γνωστοί Διόσκουροι, οι θεοποιημένοι ήρωες. Όταν ο Κάστωρ έπεσε σε μία μάχη και χαροπάλευε, ο Πολυδεύκης με τα δάκρυα να τρέχουν καυτά στο πρόσωπό του, ούρλιαξε προς τον Δία: «Ω, γιε του Κρόνου, ποια λύτρωση υπάρχει απ’ τις πίκρες; Κάνε μαζί με τον αδελφό μου να πεθάνω, μεγάλε βασιλιά, σε ικετεύω! Χάνεται η δόξα του ανθρώπου όταν χαθούν οι φίλοι του, και λίγοι είναι έμπιστοι την ώρα της συμφοράς να μοιραστούν τη λύπη». Ο Δίας δέχτηκε την ικεσία του με την προϋπόθεση πως, αν ήθελε να μοιραστεί τα πάντα με τον αδελφό του, θα έπρεπε να μοιραστεί και το δικαίωμά του στην αθανασία. Κι επειδή ο ίδιος ήταν γιος του Δία και μπορούσε να γίνει αθάνατος, αλλά ο Κάστωρ όχι, το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν να ζουν εναλλάξ μία μέρα στον Όλυμπο και μία στον Άδη. Ο Πολυδεύκης δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και μοιράστηκε με τον αδελφό του την ίδια τύχη στη ζωή και στον θάνατο.
Η Σαπφώ και οι αδελφοί της
Πρόσφατα ήρθε στο φως ένα ποίημα που έγραψε η Σαπφώ για τους αδελφούς της. Ο Χάραξος βρισκόταν σε μακρινό ταξίδι και ο Λάριχος, απ’ όσο μπορούμε να καταλάβουμε, είχε κάνει επιλογές που έφερναν δυστυχία στην οικογένειά του. Η Σαπφώ απευθύνεται σε κάποιον εκφράζοντας την ανησυχία της για την τύχη των αδελφών της.
Γκρίνιαζε εσύ να ‘ρθει ο Χάραξος με το πλοίο του ασφαλής.
Μ’ αυτά νομίζω πως ο Ζευς τα γνωρίζει κι οι άλλοι θεοί. Εσύ μη νοιάζεσαι γι’ αυτά.
Στείλε με μόνο και διάταξε την Ήρα την βασίλισσα να ικετέψω και να την πείσω ν’ αφήσει τον Χάραξο το πλοίο του πίσω με ασφάλεια να φέρει κι όλους μας σώους κι αβλαβής να ξαναβρεί.
Τα άλλα όλα ας τ’ αφήσουμε στους θεούς, γιατί ύστερα από μεγάλη ταραχή, αμέσως έρχεται η γαλήνη.
Και σε όποιους ο βασιλιάς του Ολύμπου θέλει, στέλνει έναν δαίμονα απ’ τους πόνους να τους σώσει κι ευλογημένοι είναι κι ευτυχείς.
Κι εμείς, αν ο Λάριχος την γνώμη του αλλάξει, κι ώριμος άντρας επιτέλους γίνει, από μεγάλη θλίψη θα λυτρωθούμε αμέσως.
Κι ένα τελευταίο…
Ο Ευκλείδης, ο μαθητής του Σωκράτη, όταν άκουσε τον αδελφό του να του λέει «να πεθάνω αν δεν σε τιμωρήσω», του είπε «εγώ να πεθάνω, αν δεν σε πείσω να με αγαπάς»
*Αδελφός/ή, σημαίνει «από την ίδια μήτρα». Σχηματίστηκε από το αθροιστικό α- και το ουσιαστικό δελφύς (μήτρα). Από το «δελφύς» προέρχεται και το δελφίνι, ως το θαλασσινό ον που διαθέτει μήτρα, αλλά και οι Δελφοίεξαιτίας του σχήματός της περιοχής ή επειδή ήταν ο χώρος λατρείας της μητέρας-Γης.
Πηγές:
Ιφιγένεια εν Αυλίδι και Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ευριπίδης
Χοηφόροι, Αισχύλος
Ηλέκτρα, Σοφοκλής
Ωδές Νεμέας, Πίνδαρος
livescience.com
projethomere.com, grethexis, antikleidi