Με τον όρο «μαγεία» νοούνται διάφορες μορφές υπερφυσικών ή μαγικών δυνάμεων. Ως μάγος ή μάγισσα ορίζεται καθένας, άντρας ή γυναίκα, που εφαρμόζει πρακτικές μαγείας. "Παρόλο που συνήθως οι μυθολογικοί μάγοιείναι υπερφυσικά πλάσματα! ωστόσο στην πραγματικότητα! πάρα πολλοί άνθρωποι στο παρελθόν είτε είχαν κατηγορηθεί για μαγεία είτε ισχυρίζονταν πως είναι μάγοι. &ρκετοί άνθρωποι ακόμ$ και στις μέρες μας πιστεύουν στη μαγεία και μάλιστα υπάρχουν και κάποιοι που ισχυρίζονται πως την εξασκούν.
Πριν από μερικούς αιώνες στην Ευρώπη, ο φόβος της μαγείας οδήγησε στο κυνήγι μαγισσών και σε εκτελέσεις. Αυτό συνέβη κυρίως στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη βόρεια Ιταλία, στην Ελβετία και στις Κάτω Χώρες—το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. «Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Ευρώπη και στις ευρωπαϊκές αποικίες πέθαναν», και «εκατομμύρια άλλοι υπέμειναν βασανιστήρια, συλλήψεις, ανακρίσεις, μίσος και αισθήματα ενοχής ή φόβου», αναφέρει το βιβλίο Κυνήγια Μαγισσών στο Δυτικό Κόσμο (Witch Hunts in the Western World). * Πώς ξεκίνησε αυτός ο παραλογισμός; Τι τον τροφοδοτούσε;
Η Ιερά Εξέταση και Το Σφυρί των Μαγισσών
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την ιστορία έπαιξε η Ιερά Εξέταση. Δημιουργήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 13ο αιώνα «για να μεταστρέψει τους αποστάτες και να εμποδίσει άλλους να ξεστρατίσουν», όπως εξηγεί το βιβλίο Η Μανία με τις Μάγισσες (Der Hexenwahn). Η Ιερά Εξέταση λειτουργούσε ως αστυνομική δύναμη της εκκλησίας.
Στις 5 Δεκεμβρίου 1484, ο Πάπας Ιννοκέντιος Η΄ εξέδωσε μια παπική βούλα, δηλαδή διάταγμα, που καταδίκαζε την άσκηση μαγείας. Εξουσιοδότησε επίσης δύο ιεροεξεταστές—τον Γιάκομπ Σπρένγκερ και τον Χάινριχ Κρέμερ (γνωστό και με το λατινικό του όνομα, Χενρίκους Ινστιτόρις)—να πατάξουν το πρόβλημα. Αυτοί οι δύο συνέταξαν ένα βιβλίο με τίτλο Μάλεους Μαλεφικάρουμ (Malleus Maleficarum), δηλαδή Το Σφυρί των Μαγισσών. Καθολικοί και Προτεστάντες το αποδέχτηκαν ως αυθεντία περί μαγείας. Το έργο τους περιείχε ευφάνταστες, βασισμένες στη λαϊκή παράδοση, ιστορίες για μάγισσες, παρουσίαζε θεολογικά και νομικά επιχειρήματα κατά της μαγείας, ενώ έδινε και οδηγίες για την αναγνώριση και την εξουδετέρωση των μαγισσών. Το Σφυρί των Μαγισσών έχει χαρακτηριστεί «το πιο μοχθηρό και . . . το πιο επιζήμιο βιβλίο της παγκόσμιας λογοτεχνίας».
Οι κατηγορίες για μαγεία δεν απαιτούσαν αποδείξεις ενοχής. Το βιβλίο Μάγισσες και Δίκες Μαγισσών (Hexen und Hexenprozesse) δηλώνει ότι οι δίκες γίνονταν «με μοναδικό σκοπό να αποσπάσουν μια ομολογία από τον κατηγορούμενο, μέσω πειθούς, πίεσης ή καταναγκασμού». Τα βασανιστήρια ήταν κάτι κοινό.
Ως αποτέλεσμα του βιβλίου Το Σφυρί των Μαγισσών και της παπικής βούλας του Ιννοκέντιου Η΄, εξαπολύθηκαν εκτεταμένα κυνήγια μαγισσών στην Ευρώπη. Αυτά πήραν ώθηση και από ένα νέο επίτευγμα της τεχνολογίας, την τυπογραφία, μέσω της οποίας η υστερία εξαπλώθηκε ακόμα και πέρα από τον Ατλαντικό, στην Αμερική.
Ποιοι Ήταν οι Κατηγορούμενοι;
Πάνω από το 70% των κατηγορουμένων ήταν γυναίκες, ιδίως χήρες, που συνήθως δεν είχαν κανέναν να τις υπερασπιστεί. Μεταξύ των θυμάτων ήταν οι φτωχοί, οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες που θεράπευαν με βότανα—ιδίως αν οι θεραπείες αποτύχαιναν. Βέβαια, κανείς δεν ήταν πραγματικά ασφαλής—πλούσιος ή φτωχός, άντρας ή γυναίκα, ταπεινός ή επιφανής.
Τα άτομα που θεωρούνταν μάγισσες ή μάγοι κατηγορούνταν για κάθε λογής συμφορές. Λεγόταν ότι «προξενούσαν παγετό και έφερναν μάστιγες από σαλιγκάρια και κάμπιες για να καταστρέψουν τους σπόρους και τους καρπούς της γης», λέει το γερμανικό περιοδικό Damals. Αν το χαλάζι κατέστρεφε τη σοδειά,αν μια αγελάδα δεν έβγαζε γάλα, αν ένας άντρας ήταν ανίκανος ή μια γυναίκα στείρα, σίγουρα έφταιγαν οι μάγισσες!
Πώς προσδιόριζαν τις μάγισσες; Μερικές ύποπτες τις έδεναν και τις έριχναν σε «αγιασμένο» κρύο νερό. Αν αυτές βούλιαζαν, θεωρούνταν αθώες και ανασύρονταν. Αν επέπλεαν, θεωρούνταν μάγισσες και εκτελούνταν επί τόπου ή παραδίδονταν για να δικαστούν. Άλλες ύποπτες τις ζύγιζαν, επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι οι μάγισσες είχαν ελάχιστο ή καθόλου βάρος.
Μια άλλη δοκιμασία περιλάμβανε την αναζήτηση για «το σημάδι του Διαβόλου», το οποίο θεωρούνταν «απτή απόδειξη της συμφωνίας της μάγισσας με τον Διάβολο», σύμφωνα με το βιβλίο Κυνήγια Μαγισσών στο Δυτικό Κόσμο. Οι αρμόδιοι έψαχναν για το σημάδι «ξυρίζοντας εντελώς την κατηγορούμενη και εξετάζοντας το σώμα της σπιθαμή προς σπιθαμή»—δημοσίως! Έπειτα έμπηγαν μια βελόνα σε όλα τα στίγματα που έβρισκαν, όπως κληρονομικά σημάδια, εξογκώματα και ουλές. Αν δεν προκαλούνταν πόνος ή αιμορραγία, το στίγμα θεωρούνταν σημάδι του Σατανά.
Καθολικές και Προτεσταντικές κυβερνήσεις προωθούσαν το κυνήγι μαγισσών, και σε μερικές περιοχές οι Προτεστάντες άρχοντες ήταν πιο αμείλικτοι από τους Καθολικούς. Με τον καιρό, όμως, άρχισε να πρυτανεύει η λογική. Το 1631, για παράδειγμα, ο Φρίντριχ Σπέε, Ιησουίτης ιερέας ο οποίος είχε συνοδεύσει στην πυρά πολλά άτομα που καταδικάστηκαν για μαγεία, έγραψε ότι κατά την άποψή του κανένα τους δεν ήταν ένοχο. Προειδοποίησε επίσης ότι, αν το κυνήγι μαγισσών συνεχιζόταν αμείωτο, η χώρα θα άδειαζε! Εν τω μεταξύ, οι γιατροί άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι πράγματα όπως οι επιληπτικές κρίσεις οφείλονταν σε προβλήματα υγείας και όχι σε δαιμονοληψία. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, οι δίκες μειώθηκαν αισθητά, και ως το τέλος του αιώνα είχαν ουσιαστικά σταματήσει.
Τι μας διδάσκει εκείνη η φρικτή εποχή; Ένα σημαντικό μάθημα είναι το εξής: Όταν οι καθ’ ομολογία Χριστιανοί άρχισαν να αντικαθιστούν τις αγνές διδασκαλίες του Ιησού Χριστού με θρησκευτικά ψεύδη και δεισιδαιμονίες, άνοιξαν την πόρτα στον όλεθρο. Προλέγοντας τη μομφή που θα επέφεραν τέτοιοι άπιστοι άνθρωποι στην αληθινή Χριστιανοσύνη, η Αγία Γραφή προειδοποίησε: «Θα λέγονται υβριστικά λόγια για την οδό της αλήθειας».