Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής
στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας
αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου Κωνσταντίου·
εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων)·
«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,
εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός.
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,
στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,
στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,
στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς
κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω —
και θάχω θέλησι, δυναμωμένος
ως θάμαι με θεωρία και μελέτη —
στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό».
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου το 337, η εξουσία διαμοιράστηκε στους τρεις γιους του, τον πρωτότοκο Κωνσταντίνο Β΄, που πέθανε τρία χρόνια μετά, το 340, τον Κωνστάντιο Β΄, που έλαβε το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια εκτός της Ιλλυρίας, και τον Κώνσταντα, τον μικρότερο, που έλαβε το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας: Ιταλία, Αφρική, Ισπανία, Βρετανία, Γαλατία και Ιλλυρία.
Ο Κωνστάντιος πέθανε το 361, ενώ ο Κώνστας το 350, το ποίημα επομένως τοποθετείται ιστορικά μεταξύ 340 και 350, κατά τη διάρκεια της συμβασιλείας του Κωνστάντιου και του Κώνσταντα. Ο Καβάφης δίνει την καλύτερη δυνατή περιγραφή της εποχής, με μια και μόνο φράση, που αντιπροσωπεύει με τον ακριβέστερο τρόπο την δραματική αυτή μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο του φωτός και της φιλοσοφίας στην μακραίωνη περίοδο του πνευματικού σκότους, από τους λευκούς χαρούμενους χιτώνες των φιλοσόφων στα μαύρα λιγδιασμένα ράσα των φανατικών χριστιανών. Η φράση αυτή είναι: «εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων».
Πράγματι ο 4ος και ο 5ος αιώνας είναι δυο αιώνες, όπου δεν υπάρχει διανοούμενος, ακόμη και χριστιανός, που να μην μετέχει της ελληνικής παιδείας. Ας θυμηθούμε τους αποκληθέντες Τρεις Ιεράρχες, τον Βασίλειο τον Καππαδόκη (που ονομάστηκε Μέγας), τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Ιωάννη Αντιοχείας (τον λεγόμενο Χρυσόστομο). Και οι τρεις ήταν εμβριθείς γνώστες της ελληνικής φιλοσοφίας, οι δυο πρώτοι με σπουδές στην Αθήνα, συμμαθητές του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανού και ο τρίτος στην Αντιόχεια.
Ο Χριστιανισμός εγκαθίσταται ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας ήδη από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα, η εύνοια του οποίου είχε ήδη γίνει φανερή με την προεδρία του στην Α'και σημαντικότερη Οικουμενική Σύνοδο, αυτήν της Νικαίας. Μετά από τον Κωνσταντίνο σπαράζεται η αυτοκρατορία από έριδες μεταξύ των διαφόρων χριστιανικών ομάδων, κυρίως Νικαιικών και Αρειανών, με τελική επικράτηση, όπως γνωρίζουμε, των Νικαιικών, οι οποίοι, αφού έσβησαν όλες τις υπόλοιπες ομάδες με διαλεκτικές αλλά και σφαγιαστικές ομάδες, αυτοαποκλήθηκαν Χριστιανοί. Οι υπόλοιποι καταγράφηκαν στην ιστορία ως αιρετικοί, μια ρετσινιά που ήταν συνέπεια απλά και μόνο ιστορικών συγκυριών και συσχετισμών δυνάμεων.
Πολλοί θεωρούν ότι ο Κωνσταντίνος έβαλε μεμιάς την ταφόπλακα στον αρχαίο πολιτισμό, ο οποίος διήνυε τα τελευταία στάδια εσωτερικής παρακμής, αναδεικνύοντας το νέο ρεύμα με την ισχυρή κοινωνική δυναμική, δηλαδή τον Χριστιανισμό. Ουδέν αναληθέστερον. Ο 4ος, ο 5ος και ο 6ος αιώνας γίνεται ένα θέατρο πολιτιστικών συγκρούσεων τρομακτικής ισχύος. Η ελληνική φιλοσοφία κατά την περίοδο αυτή όχι μόνο δεν παρακμάζει, αλλά βρίσκεται σε μια συνεχή ανοδική πορεία. Η ύστερη φάση της Πλατωνικής Ακαδημίας, οι λεγόμενοι Νεοπλατωνικοί, με προσωπικότητες, όπως ο Πλωτίνος, ο Πλούταρχος ο Αθηναίος, η Υπατία, ο Πρόκλος και ο Δαμάσκιος αποτελούν την κορύφωση της αναζήτησης της αλήθειας.
Αναμφισβήτητα ήταν οι κληρονόμοι όλων των αρχαίων φιλοσοφικών ρευμάτων που τα είχαν συγκεράσει με τον πιο πετυχημένο εκλεκτικισμό, φέρνοντας για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος σε λειτουργική επικοινωνία τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την τελετουργία και τη φυσική μαγεία. Ήταν μάλιστα αυτοί, οι Νεοπλατωνικοί, που τροφοδοτούσαν με τις ιδέες του Πλατωνισμού και του Πυθαγορισμού το χριστιανικό ρεύμα, που είχε κατακλύσει την Μεσόγειο με μια κατακτητική διάθεση εξάλειψης του υποτιθέμενου παλαιού. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τις αιτίες της τόσο μεγάλης επιτυχίας του χριστιανισμού στα αστικά περιβάλλοντα, μεταξύ όλων των τάξεων, τόσο των αριστοκρατικών όσο και των ασθενών κοινωνικών στρωμάτων, και θα αποτελέσει θέμα κάποια άλλης ανάρτησης, το σίγουρό όμως είναι ότι επρόκειτο για μια επαναστατική ηθική θεωρία χωρίς όμως το παραμικρό ιδεολογικό υπόβαθρο. Έτσι από πολύ νωρίς οι λόγιοι απολογητές του χριστιανισμού και κυρίως ο Ιουστίνος, ο Αθηναγόρας, ο Κλήμης και ο Ωριγένης, πολύ απλά δανείζονταν τις αρχαίες δοξασίες που είχαν πολύ καλά μελετήσει, με προεξάρχοντα τον πλατωνισμό και με κάποια αλλαγή ορολογίας και τα παρέθεταν ως τη θεωρητική βάση του Χριστιανισμού.
Ας επικεντρωθώ όμως στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 5ου αιώνα (περί το 400), όπου η νέα θρησκεία και η στρατηγική της είχαν πλέον γίνει εμφανή. Στην Παφλαγονία ο εθνικός Θεμίστιος με πολυτιμότατα σχόλια στα Αριστοτελικά έργα, ελπίζει σε μια νέα κοινωνία, όπου τα δυο βασικά θρησκεύματα, Ελληνικό και Χριστιανικό, μπορούν να συνυπάρχουν, αποτελώντας επιλογή ανάλογη με την ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου. Η ελπίδα του δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Στη Συρία ο Νεμέσιος είναι ένας τύποις χριστιανός που το έργο του 'Περί της φύσεως του ανθρώπου'θα μπορούσε να συγκαταλεγεί στα αμιγή πλατωνικά έργα, γεμάτο από ιδέες που στη συνέχεια επηρέασαν τους βαθύτερους χριστιανούς πατέρες, μεταξύ των οποίων τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Μιχαήλ Ψελλό.
Η Αλεξάνδρεια ήταν μια κοσμοπολίτικη περιοχή όπου βρίσκονταν σε συνεχή επικοινωνία και τριβή Εθνικοί (που ακολουθούσαν ακόμη το αρχαίο ελληνικό θρήσκευμα), Χριστιανοί και Εβραίοι. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος έμεινε στην ιστορία ως ο πατριάρχης των σφαγών, των διωγμών και του χρήματος. Είναι αυτός που οδήγησε το πλήθος των μαυροφορεμένων μοναχών του, μαζί με άλλους οπαδούς χριστιανούς σε ένα από τους σημαντικούς τότε εθνικούς ναούς, το Σεράπειο, και κυριολεκτικά το γκρέμισαν. Τα αγάλματα των θεών, έγιναν θρύψαλα, κάτω από τις ιαχές των νέων βαρβάρων. Αλλά η επιρροή του δεν περιορίστηκε μόνο στην επισκοπή του. Όταν τον εγκάλεσε το 403 ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τότε πατριάρχης Κων/πόλεως, για απολογία επειδή βοούσε όλη η αυτοκρατορία από τις θηριωδίες του εναντίον των εθνικών ιερών αλλά και τις ομαδικές σφαγές ωριγενιστών, κατάφερε μια απίστευτη ανατροπή.
Με δωροδοκίες στους υπόλοιπους επισκόπους στην περιοχή των καταλυμάτων τους, την λεγόμενη Δρυν, τους έστρεψε ενάντια στον Ιωάννη. Με τη σύμφωνη γνώμη της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, που είχε εκνευριστεί με ένα λόγο του Ιωάννη για την ματαιοδοξία των γυναικών, η σύνοδος της Δρυός, όπως ονομάστηκε,αποφάσισε την αποπομπή και εξορία του Ιωάννη. Τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκαν οι διεφθαρμένες πρακτικές του Θεόφιλου, ο Ιωάννης ανακλήθηκε και ο Θεόφιλος επέστρεψε κακήν κακώς στην Αλεξάνδρεια. Τελικά βέβαια ούτε ο Ιωάννης την γλύτωσε, καθώς τα θυελλώδη του κηρύγματα κατά του πλούτου και της ματαιοδοξίας τον οδήγησαν ξανά στην εξορία, όπου δεν πρόλαβε καν να φτάσει, καθώς πέθανε στην μετάβαση.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της ζοφερής μισαλλοδοξίας και της απόλυτης απουσίας πενυματικότητας, οι εθνικές φιλοσοφικές σχολές, με υπομονή, νηφαλιότητα και ορθό λόγο, έκαναν τη διαφορά. Ο Θέων, σημαντικότατος σχολιαστής του Ευκλείδη, του Πτολεμαίου και του Διόφαντου, συγκέντρωνε γύρω του την αφρόκρεμα των φιλομαθών νέων της οικουμένης. Ήταν αυτός που μεγάλωσε από μικρή την κόρη του Υπατία στα πλατωνικά ιδεώδη και την απόλαυση επίλυσης των γεωμετρικών προβλημάτων. Εκείνη στη συνέχεια έγινε το σημείο αναφοράς της εθνικής σκέψης, το σημείο επαφής και αναγνώρισης των αριστοκρατικότερων γόνων, το συμβουλευτικό καταφύγιο Εθνικών, Χριστιανών και Εβραίων. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η αλήθεια καθεαυτή, ανεξάρτητα από θρήσκευμα, το οποίο θεωρούσε απλά και μόνο ως ένα συμβεβηκός, μια σύμπτωση, που αφορούσε τους τύπους επικοινωνίας του ανθρώπου με το θείο. Για εκείνην σημασία είχε η επικοινωνία ως επίτευγμα και όχι τα μεσολαβητικά εργαλεία και πρότεινε ως ασφαλέστερο δρόμο τον ορθό λόγο, όπου θα μπορούσαν όλοι οι άνθρωποι να συγκλίνουν, ανεξαρτήτως των προσωπικών δοξασιών τους.
Χαρακτηριστικό δείγμα του κύκλου των μαθητών της είναι ο Συνέσιος, ο αργότερα χριστιανός επίσκοπος από την οποία μυήθηκε στις πλατωνικές αλήθειες, και την οποία, όπως και οι υπόλοιποι συμμαθητές του, την αντιμετώπιζε και σεβόταν ως την θειότατη διδασκάλισσα, την καθηγήτρια του προς το απόλυτο ωραίο και αγαθό. Με τη βοήθειά της εντρύφησε στην πυθαγορική-πλατωνική ερμηνεία των αριθμών, και κυρίως στη φύση της μονάδας και της τριάδας, που αναδεικνύονται εναργέστατα στους διασωθέντες ύμνους του, που, παρά τον χριστιανικό τους μανδύα, πλημμυρίζουν από το πλατωνικό πνεύμα. Είναι αυτός που, παρά τις διαφωνίες του, δέχτηκε τελικά την επίμονη παράκληση του λαού της Κυρήνης (σήμερα στη Λιβύη) ακόμη και του ίδιου του Θεόφιλου, ώστε να αποδεχθεί να γίνει επίσκοπος Πενταπόλεως, μια θέση από την οποία επηρέαζε την τύχη όλης της περιοχής.
Η Υπατία, αυτή η γνήσια καθηγήτρια της σοφίας, όπως την αποκαλεί ο Συνέσιος στις σωζόμενες επιστολές του προς αυτήν, ήταν πραγματικά το πρόσωπο κατευνασμού των παθών, το κέντρο συμφιλίωσης των αντιμαχομένων μερίδων, ένα στόμα συνεχούς ροής αλήθειας τόσο προς το ευρύ κοινό, όσο και προς τον κλειστό κύκλο των εκλεκτών της. Η διπλωματική της ικανότητα ήταν τέτοια που διατηρούσε στενή επαφή και επικοινωνία, αν και εθνική, και με τους χριστιανούς, όπως αποδεικνύεται τόσο από τις συναντήσεις και συνομιλίες της με τον Θεόφιλο, όσο και από το πλήθος των χριστιανών μαθητών της. Η λεπτή της όμως αυτή τοποθέτηση δεν άντεξε τον φανατισμό των μαύρων ρασοφόρων, που τόσο υποτιμητικά περιγράφει και ο Συνέσιος σε μια από τις επιστολές του.
Το 415, ένα πλήθος από αυτούς, υπό την ανοχή, αν όχι και την κρυφή υποστήριξη, του Κυρίλλου πατριάρχη Αλεξανδρείας (ανιψιού του Θεόφιλου), την κατακρεούργησε με όστρακα, πετώντας τα κομμάτια της στον Νείλο. Αυτός ο διαμελισμός της σηματοδοτεί συμβολικά και το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμουτου φωτός και την αυλαία του πνευματικού σκότους που τον διαδέχτηκε. Θυμίζει τον διαμελισμό του Αιγύπτιου θεού Όσιρι από τις δυνάμεις του κακού του Σεθ. Ενώ όμως ο Όσιρις αναστήθηκε από τη σύζυγό του την Ίσιδα, η φύση της αναζήτησης που είχε εκείνη προτείνει παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα.