Όταν αντικρίζεις τη φωτογραφία του αγάλματος της Αφροδίτηςπου τράβηξε ο Σωκράτης Μαυρομμάτης, βλέπεις το μάρμαρο να εκπέμπει τέτοιον ερωτισμό, που αναρωτιέσαι πώς προσπέρασες το άγαλμα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, χωρίς να το αντιληφθείς. Αλλά αυτό ακριβώς καταφέρνει ο διεθνώς αναγνωρισμένος φωτογράφος της Ακρόπολης: Να μας κάνει να προσέξουμε λεπτομέρειες κι αλήθειες σε ό,τι φωτογραφίζει και θαυμάζουμε σε λευκώματα, καταλόγους και εκθέσεις. Όπως τα «Αποσπάσματα», οι «Δυσδιάκριτες πραγματικότητες στην εφαρμοσμένη αρχαιολογική φωτογραφία», η έκθεση που λειτουργεί στο Ίδρυμα Παναγιώτη και Εφης Μιχελή (Β. Σοφίας 79) και είναι αφιερωμένη στη μνήμη του δασκάλου του, του Χαράλαμπου Μπούρα.
Ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες από μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, λήψεις μοναδικές από τα αναστηλωτικά έργα στον Ιερό Βράχο που τραβήχτηκαν για να τεκμηριώσουν εργασίες αναστήλωσης στα μνημεία της Ακρόπολης. Φωτογραφίες που αναδεικνύουν την αρχαιολογική αλήθεια.
«Η φωτογραφία», λέει ο Σωκράτης Μαυρομμάτης στην «Κ», «είναι ένα τεκμήριο ισχυρότερο από κάθε άλλο μέσον, έχει ένα κομμάτι αλήθειας όσο παραποιημένη και αν είναι. Επί 150 χρόνια τουλάχιστον αποτελούσε αδιάψευστο μάρτυρα του τι συμβαίνει. Με την ψηφιακή τεχνολογία, το photoshop κ.ά., αυτό άρχισε να κλονίζεται. Εχουμε τις αμφιβολίες μας για κάποιες φωτογραφίες». Οσο για την εφαρμοσμένη αρχαιολογική φωτογραφία που υπηρετεί εδώ και δεκαετίες, είναι, όπως λέει, «η φωτογραφία που γίνεται κατά παραγγελία για να καλύψει κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες. Ο αρχαιολόγος ζητάει να τεκμηριώσεις ένα αντικείμενο. Καταγράφει την κατάσταση των αντικειμένων, των μνημείων και των χώρων».
Ακίνητα μοντέλα
– Θέλατε από μικρός να γίνετε φωτογράφος;
– Οι πρώτες φωτογραφίες που τράβηξα ήταν το 1964, στα 15 μου, σε αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας. Μόλις είχα αποκτήσει μια φωτογραφική μηχανή και τα μνημεία ήταν ακίνητα μοντέλα. Τέσσερα χρόνια αργότερα δημοσιεύθηκε η πρώτη μου φωτογραφία από το Ολυμπιείο με τουρίστες. Στη συνέχεια εργάστηκα σε διάφορα μεγάλα στούντιο της εποχής, όπως στον Ν. Κοντό και στον Ν. Μαυρογέννη, κάνοντας διαφημιστική, εμπορική και αρχαιολογική φωτογραφία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η φωτογραφία ήταν ένα πολύ μοντέρνο μέσον έκφρασης. Στην Ελλάδα έφταναν πολλά περιοδικά του είδους που τα «λιώναμε» διαβάζοντάς τα.
– Πώς γίνατε επίσημος φωτογράφος στα αναστηλωτικά έργα που ξεκίνησαν στην Ακρόπολη;
– Στα μεγάλα στούντιο που εργάστηκα τα πρώτα χρόνια καταπιάστηκα και με την αρχαιολογική φωτογραφία. Δούλεψα με τον Μανώλη Κορρέ, ο οποίος το 1978 έκανε τη μελέτη για την αναστήλωση του Παρθενώνα και από το 1979 ήμουν επικεφαλής φωτογράφος στην Yπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης του υπουργείου Πολιτισμού. Από παιδί με μάγευαν οι αρχαιολογικοί περίπατοι. Τα μνημεία είναι εκεί, στέκουν και περιμένουν. Ταίριαζε στον χαρακτήρα μου αυτή η σχέση, διότι γενικά κοιτάζω τα πράγματα από πολλές πλευρές.
– Οταν κρεμόσασταν από τον γερανό που υψωνόταν πάνω από τον Παρθενώνα για να τον φωτογραφίσετε, δεν φοβόσασταν;
– Παλιότερα ήμασταν περισσότερο εκτεθειμένοι ανεβοκατεβαίνοντας με αυτοσχέδιες σκάλες στο μνημείο. Με τον γερανό δεν αισθάνθηκα ποτέ κίνδυνο, αντέχει οκτώ τόνους. Οταν αιωρείσαι στο κενό, υπάρχει κι ένα άλλο αίσθημα που σε κρατά. Είσαι εκεί όπου δεν μπορεί να είναι κανένας άλλος, πάνω από το ύψος του Παρθενώνα. Αυτό και μόνο παράγει περισσότερη αδρεναλίνη. Η μόνη ανησυχία είναι ο αέρας. Εκεί φυσάει περισσότερο...
– Οταν θαυμάζουν την τέχνη σας, προσγειώνετε τον συνομιλητή σας λέγοντάς του: «Τα μνημεία σού επιβάλλονται». Τι εννοείτε;
– Η ακρίβεια και η ιστορική τους αξία προκαλούν δέος. Οταν πλησιάζω και βλέπω τα ίχνη από τα αρχαία εργαλεία, νιώθω απέραντο σεβασμό.
– Ποιες θεωρείτε κατάλληλες ώρες για τη φωτογράφιση ενός μνημείου;
– Οταν το φως είναι πλάγιο είτε είναι πρωί ή απόγευμα, έχει καλύτερα αποτελέσματα, όταν μιλάμε για τοπία. Ο Παρθενώνας λ.χ. πρέπει να φωτογραφηθεί πολύ νωρίς το πρωί και ορισμένες εποχές του χρόνου ή στη δύση του ήλιου. Αλλα μνημεία χρειάζονται συννεφιά για να μην έχουν σκιές. Το φως είναι εκεί και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το διαλέξεις και να περιμένεις. Από την άνοιξη έως το καλοκαίρι ο κύκλος του ηλίου είναι μεγαλύτερος. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο στον Παρθενώνα φωτίζεται και η βόρεια πλευρά, λίγο το πρωί και αρκετά το απόγευμα, κάτι που δεν συμβαίνει τους υπόλοιπους μήνες. Ο χειμώνας είναι καλύτερη εποχή γιατί δεν έχει τη φοβερή ζέστη του καλοκαιριού και τις έντονες σκιές – εκτός αν τις επιδιώκεις. Αυτό συμβαίνει με τα μνημεία: η εικόνα τους αλλάζει όλο τον χρόνο. Μπορεί να ανοίξει λίγο ο ουρανός, να φωτίσει μόνο με μια ακτίνα την Ακρόπολη και όλο το άλλο τοπίο να είναι μαύρο. Στις εποχές του μεγάλου νέφους της Αθήνας, έβλεπες ένα θολό σύννεφο από τον Παρθενώνα ώς το Ερέχθειο. Οταν πηγαίνω σε ένα μέρος ως τουρίστας, το πρώτο που κάνω είναι να αναζητήσω καρτ ποστάλ τραβηγμένες από τοπικούς φωτογράφους, διότι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τον τόπο τους. Αυτό συμβαίνει και με τα μνημεία: αν ζεις δίπλα τους, μαθαίνεις τα μυστικά τους σε κάθε ώρα της ημέρας.
– Πώς φωτογραφίζετε τα αγάλματα;
– Η προσπάθειά μου είναι η πηγή φωτισμού να είναι πάντα μία και τα σκιερά σημεία να σπάνε με έναν ανακλαστήρα ή με ένα δεύτερο φως που όμως δεν θα δημιουργεί καινούργιες σκιές, αλλά θα φωτίζει τις υπάρχουσες για να μην είναι μαύρες.
Δουλειά μου η τεκμηρίωση
– Μπαίνετε στον πειρασμό οι φωτογραφίες να προβάλλουν το δικό σας γούστο;
– Προσπαθώ αυτό να γίνεται πολύ διακριτικά, ώστε να μην αλλοιώνει την εικόνα. Δεν έχω επέμβει ποτέ με φωτισμό είτε με τεχνητό τρόπο να κάνω μια παραμόρφωση ακόμη κι αν αυτή είναι αποδεκτή καλλιτεχνικά. Η δουλειά μου είναι η τεκμηρίωση. Μπορεί να διαλέγω εικόνες, κάδρα, φωτισμούς, αλλά αυτό που φαίνεται στην εικόνα υπάρχει. Μην ξεχνάτε ότι τα αντικείμενα που βλέπουμε στα μουσεία δεν είναι όπως βρέθηκαν στην ανασκαφή. Στο μουσείο έχεις τη δυνατότητα να αφήσεις την εικαστική σου προσέγγιση λίγο πιο ελεύθερη, αλλά έχοντας πάντα ως όριο τη μη αλλοίωση. Είναι πειρασμός να τα φωτογραφίσεις σαν να τους δίνεις πνοή, αλλά αυτή την επιθυμία την έχω καταπολεμήσει από πολύ νέος. Το ίδιο το αντικείμενο δεν σου το επιτρέπει, σου θυμίζει πως είναι έργο κάποιου άλλου.
– Ποιες θεωρείτε δύσκολες περιπτώσεις;
– Ο,τι χρειάζεται περισσότερη ώρα να φωτογραφηθεί. Οπως τα μελανόμορφα και τα ερυθρόμορφα αγγεία, που γυαλίζουν. Επίσης τα μεγάλα αγάλματα όπως ο κούρος της Σάμου ή οι κούροι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου που με τη βάση τους ξεπερνούσαν τα τρία μέτρα. Πρέπει να πας βράδυ και να τους φωτίσεις με τα φώτα ψηλά, να στήσεις αναβατόρια, ολόκληρη επιχείρηση.
– Προτιμάτε την ασπρόμαυρη ή την έγχρωμη λήψη;
– Η έγχρωμη είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, η μαυρόασπρη σου δίνει την εντύπωση πως υπάρχουν κρυμμένα μυστικά που πρέπει να φανταστείς.
– Τι θα συμβουλεύατε τους επισκέπτες, ώστε οι φωτογραφίες τους να ξεφεύγουν από την τουριστική κοινοτοπία;
– Να βλέπουν πρώτα καλά γύρω τους και λίγο πριν φύγουν από τον χώρο να φωτογραφίζουν ό,τι τους έκανε εντύπωση. Διαφορετικά είναι απόντες. Είναι σαν να είδαν τον αρχαιολογικό χώρο μέσα από έναν φακό. Σαν να έχουν πληροφορίες από τρίτο χέρι.
Η συγκίνηση και ο εφιάλτης
– Αυτές τις πέντε δεκαετίες που φωτογραφίζετε μνημεία ποιες ήταν οι πιο συγκινητικές λήψεις; Η αποξήλωση των αρχιτεκτονικών μελών του Παρθενώνα, η μεταφορά του γλυπτών από το μουσείο του Ιερού Βράχου στο νέο μουσείο της Ακρόπολης ή κάτι άλλο;
– Συναισθηματικά δυνατή εμπειρία είναι όταν φωτογραφίζεις κάτι που θα πάψει να ισχύει ως έχει. Τέτοια περίπτωση είναι οι λήψεις πριν από την αναστήλωση. Ξέρεις λ.χ. ότι αύριο θα λυθεί η βορειοανατολική γωνία του Παρθενώνα η οποία είναι αδιασάλευτη εδώ και 2.500 χρόνια. Αυτό το κάνεις αναλυτικά, το καταγράφεις από πολλές γωνίες γιατί γνωρίζεις ότι εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια σου χάνεται κάτι που δεν θα ξαναδείς ποτέ έτσι, και έχεις την υποχρέωση να κρατήσεις τη στιγμή. Λύθηκε το μνημείο, οι επαφές χάθηκαν, μετά θα συναρμολογηθεί εκ νέου, συμπληρωμένο. Μια τέτοια στιγμή ήταν το 1983 όταν λύθηκε η βορειοανατολική γωνία του Παρθενώνα και «κατέβηκε» το λιοντάρι. Ηταν μεγάλο γεγονός τότε. Ακόμη θυμάμαι σκαρφαλωμένους στον αέρα δεμένους με ζώνες τον Γιάννη Αρμπιλιά, τον Μανώλη Κορρέ, τους τεχνίτες. Η αποσυναρμολόγηση του ναού της Αθηνάς Νίκης ήταν επίσης μια εμπειρία.
– Φροντίζετε, με τον τρόπο σας, εδώ και 50 χρόνια τα μνημεία. Πώς νιώθετε με τους βανδαλισμούς των σύγχρονων γλυπτών στην πόλη;
– Είναι εφιάλτης. Οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχίατροι μπορούν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Η κοινωνία έχει υιοθετήσει μια στάση ανοχής και ανομίας στα πάντα. Ομως για μένα το θέμα είναι πιο πεζό. Πώς μουντζουρώνεις το σπίτι του άλλου; Και ο Ντα Βίντσι να ήθελε να ζωγραφίσει το σπίτι μου, θα ήθελα να έχει ζητήσει την άδεια. Κι εγώ υποστηρίζω τους καλλιτέχνες του δρόμου, αρκεί να έχουν άδεια. Στην Κυψέλη που ζω τα έχουν μουντζουρώσει όλα. Φυσικά φταίνε οι αυτουργοί, αλλά φταίει και όλη η κοινωνία με την ανοχή της. Ακόμη και μεταξύ τους οι γκραφιτάδες βανδαλίζουν γκράφιτι... Λένε «βανδάλισαν το αριστούργημα», εννοώντας το σπίτι με την κουκουβάγια στο Μεταξουργείο, όμως οι ίδιοι τη μουντζούρα στο Πολυτεχνείο δεν τη θεώρησαν βανδαλισμό, γιατί βλέπετε δεν είχε από κάτω άλλο γκράφιτι. Το ότι είναι έργο μεγάλου αρχιτέκτονα δεν σημαίνει τίποτα γι’ αυτούς. Υποκρισία και σύγχυση. Μας λείπει η κοινωνική αγωγή.