Υπήρχαν διηγήσεις που λέγαν, πως η Αφροδίτηδιάλεξε το θεό του πολέμου για άντρα. Άλλες πληροφορίες την παρουσίαζαν ως σύζυγο του Ηφαίστου.
Τελικά, από τον Όμηρο διαδόθηκε μια ιστορία, όπου μαθαίνουμε ότι η θεά του Έρωτος απατούσε τον άντρα της Ήφαιστο με τον Άρη. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Θηβαίων, από τη σχέση της Αφροδίτης με το θεό του πολέμου γεννήθηκε η ωραία Αρμονία, μια δεύτερη Αφροδίτη. Σύζυγός της ήταν ο Κάδμος, ο φονιάς του δράκου και θεμελιωτής των Θηβαίων. Το όνομά του θ’ αναφερθεί σε σχέση με την ιστορία τής Ευρώπης. Παιδιά τού Άρεως και της Αφροδίτης, εκτός από την Αρμονία, θεωρούνταν από τη μια μεριά ο Φόβος και ο Δείμος και από την άλλη ο Έρως και ο Αντέρως. Αλλ’ αυτό δεν είναι πια μυθολογία, παρά μόνο γενεαλογία. Σύμφωνα με μιαν άλλη γενεαλογία ο Ήφαιστος ήταν πατέρας του Έρωτος.
Θ’ ακούσουμε πολλά για τον Ήφαιστο. Από τώρα δηλώνουμε πως ήταν, όπως τον παρουσιάζουν οι περισσότερες διηγήσεις, ένας επιδέξιος και δυνατός τεχνίτης. Στην πραγματικότητα όμως ήταν μόνο ένας πολύτεχνος και χωλός νάνος. Έφτειαχνε νεαρές παρθένες από χρυσό,που κινούνταν, σκέπτονταν, μιλούσαν και εργάζονταν σαν ζωντανοί άνθρωποι. Αυτός κατασκεύασε την πρώτη γυναίκα, την Πανδώρα. Η Πανδώρα δεν είχε άντρα της τον Ήφαιστο, αλλά άλλους που του μοιάζανε. Γυναίκα του Ηφαίστου εθεωρείτο από τον Όμηρο στην Ιλιάδα και από τον Ησίοδο επίσης μια από τις Χάριτες. Ο Ησίοδος, μάλιστα δίνει το όνομά της: είναι η νεώτερη Χάρις, Αγλαΐα.
Εννοούσαν μ’ αυτό οι πιο παλιές διηγήσεις, που τις ξέρανε κι οι πιο πάνω συγγραφείς, ότι ήταν ένα ζωντανό έργο τέχνης ή θέλανε να δώσουν για γυναίκα στον σιδηρουργό – θεό, αντί τη μεγάλη, μια μικρότερη Αφροδίτη; Η Θεά του Έρωτος θα μπορούσε στη γλώσσα μας να ονομάζεται επίσης Χάρις. Στην Οδύσσεια η σύντροφος του Ηφαίστου, ονομάζεται Αφροδίτη και ο Άρης είναι ο εραστής της.
Ένας τραγουδιστής τραγουδούσε στο λαό των Φαιάκων, που ήταν πιο κοντά στους θεούς από μας, πως η Αφροδίτη και ο θεός του πολέμου ερωτευτήκανε ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά. Αυτό συνέβη στο παλάτι του συζύγου. Δεν ήξερε κανείς γι αυτό. Ο Άρης έβαλε τα δυνατά του για να πετύχει την προσβολή του γάμου και του κρεβατιού του Ηφαίστου. Ο ήλιος είδε και τους δυο τους πάνω στην ερωτική πράξη και τ’ ανάγγειλε αμέσως στον φημισμένο μάστορα. Ο Ήφαιστος λυπήθηκε για το γεγονός. Βιαστικά πήγε στο σιδηρουργείο του και συλλογίστηκε πονηρά. Τακτοποίησε το μεγάλο αμόνι και κατασκεύασε αλυσίδες, που ούτε σπάζανε ούτε λύνονταν. Ήταν επίσης αόρατες και απαλές όπως ο ιστός της αράχνης. Τις κρέμασε πάνω στους στύλους του κρεβατιού κι έφυγε δήθεν για τη Λήμνο, το αγαπημένο του νησί με την καλοχτισμένη πόλη. Αυτό ακριβώς περίμενε ο Άρης.
Αμέσως εμφανίζεται στο παλάτι του αρχισιδηρουργού γεμάτος πόθο για την Αφροδίτη. Μόλις είχε επιστρέψει από τον πατέρα της Δία και καθόταν μέσα στο παλάτι. Ο Άρης μπήκε, την έπιασε από το χέρι και τής είπε: «Έλα, αγαπημένη, να ξαπλώσουμε και να χαρούμε τον Έρωτά μας! Ο Ήφαιστος είναι μακριά, έφυγε για τη Λήμνο, πήγε στους ξενόγλωσσους ανθρώπους της, τους Σίντιες!» Κι αυτή ποθούσε να κοιμηθεί μαζί του. Έτσι πήδηξαν κι οι δυο στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκαν. Οι γερές αλυσίδες του Ηφαίστου τους τύλιξαν και δεν μπορούσαν πια να σαλέψουν. Κατάλαβαν ότι ήσαν παγιδευμένοι.
Τότε ήρθε ο δυνατός αρχισιδηρουργός, γιατί ο ήλιος, που κατασκόπευε πάντοτε, πρόδωσε τούς ερωτευμένους. Ο σύζυγος στάθηκε στην πόρτα εξαγριωμένος και φώναξε πολύ δυνατά σ’ όλους τους θεούς: «Πατέρα Ζευ και σεις οι άλλοι, μακάριοι και αιώνιοι θεοί! Ελάτε και ιδέστε τι εδώ συμβαίνει για γέλια και για κλάματα! Πως μ’ ατιμάζει πάντα η κόρη του Διός Αφροδίτη, γιατί είμαι χωλός. Αγαπά τον διεφθαρμένο Άρη, γιατί είναι πραγματικά ωραίος κι έχει τα πόδια του γερά, ενώ εγώ κουτσαίνω. Κανείς άλλος δε φταίει, από τούς γονείς μου˙ δεν έπρεπε να με γεννήσουν έτσι! Για κοιτάξτε πως κοιμούνται εκεί, αποκαμωμένοι από τον έρωτα, στο ίδιο μου το κρεβάτι! Με θλίβει το θέαμα. Θα μείνουν, νομίζω, έτσι ξαπλωμένοι πολύ ακόμα, αφού αγαπιούνται τόσο πολύ˙ κι αν ακόμα θελήσουν να μη μένουν έτσι, οι αλυσίδες μου τους κρατάνε γερά, μέχρι που ο Πατέρας να ξυπνήση και μου δώση πίσω τα δώρα που του έδωσα για το ξεδιάντροπο κορίτσι! Ωραία είναι ή κόρη του, αλλά όχι τίμια!»
Αυτά είπε ο Ήφαιστος. Οι θεοί συγκεντρώθηκαν στο παλάτι του, στο σπίτι με το χάλκινο κατώφλι. Ήρθαν ο Ποσειδών, ο Ερμής, ο Απόλλων. Από ντροπή οι θεές μείνανε στο σπίτι τους. Οι θεοί στέκονταν στην πόρτα κι ασταμάτητο αντηχούσε το γέλιο των Μακάρων, καθώς κοίταζαν το τέχνασμα του πονηρού Ηφαίστου. Ο ένας έλεγε στον άλλο: «Δεν βγάζει ποτέ σε καλό μια κακή πράξη. Όποιος πάει αργά, κερδίζει τον βιαστικό. Όποιος πιάστηκε φανερά μοιχός, πρέπει να μετανοήση!» Ο Απόλλων ρώτησε τον Ερμή: «Θα ‘θελες να ήσουν ξαπλωμένος με τη χρυσή Αφροδίτη και μ’ αυτές τις αλυσίδες γύρω σου;» Κι εκείνος απάντησε: «Ε, αν κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνη, ας ήταν οι αλυσίδες τρεις φορές πιο γερές!
Κι όλοι εσείς, θεοί και θεές, θα μπορούσατε να με βλέπατε, πόσο ευχαρίστως θα πλάγιαζα κοντά στη χρυσή Αφροδίτη!» Οι αθάνατοι ξαναγέλασαν, όχι όμως και ο Ποσειδών. Παρακάλεσε τον αρχισιδηρουργό να λύση τον Άρη και ανέλαβε την εγγύηση στο όνομά όλων των θεών, πως θα πληρωθεί στο σύζυγο το ανάλογο χρέος. Δύσκολα δέχτηκε ο Ήφαιστος να τους ελευθερώση. Οι αλυσοδεμένοι πηδήξανε πάνω: ο Άρης τράβηξε για τη Θράκη και η Αφροδίτη για την Κύπρο, στο ιερό της, στην Πάφο. Οι Χάριτες την υποδέχτηκαν εδώ μ’ ένα λουτρό. Αλλείψανε τη θεά μ’ αθάνατο λάδι, που η μυρωδιά του ανήκει στους θεούς, και την ξαναντύσανε με τα υπέροχα, χαριτωμένα φορέματά της.