Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο το 1834, η Αθήνααναλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και προκειμένου να καλύψει τα ‘κενά’ που άφησε η τουρκοκρατία, επιδίδεται σε έναν αγώνα ταχύτητας.
«Μια νέα πόλη ιδρυόταν στην τοποθεσία της αρχαίας πόλης και μιας μεσαιωνικής κωμόπολης ολοσχερώς κατεστραμμένης μετά από τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, […]μια νέα πρωτεύουσα, μια πόλη τεχνητή, δημιουργημένη από το κράτος, τους Βαυαρούς και τη μεταπρατική αστική τάξη».Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, το όραμα της προόδου ταυτίστηκε με τον εξευρωπαϊσμό που εξ’ ορισμού επέβαλε τη ρήξη με το άμεσα πρότερο παρελθόν.
Οι πολλαπλές και αδιόρατες συνδέσεις του Ελληνισμού με την Τουρκοκρατία έπρεπε να ξεχαστούν.
Το εισαγόμενο αρχιτεκτονικό ιδίωμα του ‘ελληνικού κλασικισμού’, ή απλά ο ‘νεοκλασικισμός’ επιβλήθηκε και καθιερώθηκε ως κυρίαρχη αισθητική επιταγή (αρχικά στην επικράτεια της πρωτεύουσας και έπειτα και στις περιφερειακές πόλεις) χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ή αντίσταση. «Ως διαδεδομένο ρεύμα στη δυτική Ευρώπη συνέδεε οπτικά την Αθήνα με τις άλλες πόλεις που η νέα πρωτεύουσα επιθυμούσε να μιμηθεί: με τις ορατές αναφορές στο αρχαίο Ελληνικό παρελθόν τεκμηρίωνε την επιθυμία επιστροφής της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής στη χώρα καταγωγής της». Η Αθήνα συνεπώς χτίστηκε σύμφωνα με χάρτες και οδηγίες άλλων πόλεων: της Αθήνας του παρελθόντος από τη μία και των σύγχρονων ευρωπαϊκών πόλεων από την άλλη.
Μέσα στα 30 πρώτα χρόνια ζωής του ελληνικού κράτους, Βαυαροί μηχανικοί (μαζί με ντόπιους τεχνίτες) είχαν ήδη κατασκευάσει, αναπαράγοντας τα αισθητικά πρότυπα του νεοκλασικισμού, τα περισσότερα δημόσια κτίρια και ιδιωτικά μέγαρα της Αθήνας. Πάνω από 170 σχέδια νέων πόλεων ή επεκτάσεων εγκρίθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. Μέσα από αυτά τα σχέδια, η πολιτεία επιτελεί έναν τριπλό στόχο. Απ’ τη μία προωθεί τη δημιουργία ενός ομοιογενούς αστικού χώρου, απ’ την άλλη αναπαριστά την αναγέννηση της χώρας, εκφράζει τον κλασικό της προσανατολισμό και ισχυροποιεί τη σύγχρονη νεωτερική της ταυτότητα ενώ ταυτόχρονα συνδέεται με το αρχαίο της παρελθόν αποκαθιστώντας την ιστορική της συνέχεια.
Η κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας στα μάτια πολλών Δυτικών συνέπιπτε με την «κοσμική εκδοχή της Πτώση από τον Παράδεισο». Η ανακάλυψη των σημαδιών της τουρκικής επίδρασης (ορισμένοι ίσως πρόσθεταν και της βυζαντινής) στην πολιτισμική κληρονομιά μιας χώρας που όφειλε να εμφανίζεται ως κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, δεν μπορεί παρά να προκαλεί απογοήτευση και εξορισμού να τοποθετεί τους σύγχρονους Έλληνες σε πολιτισμικά υποβαθμισμένη και ταπεινωτική θέση.
Οι Γερμανοί που δούλεψαν ή εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα συνάντησαν μια χώρα με τρομερή φτώχια και επιδημίες και –κυρίως– με έναν λαό που δεν είχε καμία σχέση με τους Έλληνες του Hölderlin, του David και του Winckelman. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αντιλήψεις και αναπαραστάσεις για την Ελλάδα επέδρασαν καθοριστικά στη διαχείριση και διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Αξίζει λοιπόν να δούμε πώς ο τόπος οργανώνεται σε τοπικό επίπεδο, πώς ο τόπος στον οποίο παραπέμπουν οι ταξιδιώτες επηρεάζει τον λόγο των ‘ντόπιων’ κατοίκων.
Η σύγχρονη πόλη, αν επιθυμούσε να λάβει μέρος στον στίβο της ‘προόδου’, όφειλε να αποκαθαρθεί από τα ανεπιθύμητα σημάδια του οθωμανικού παρελθόντος. Συνέπεια αυτής της ‘καθαρεύουσας’ επιλογής, πέρα από τη ψυχολογική σύγχυση και την κρίση ταυτότητας που προκάλεσε στις μάζες των ντόπιων κατοίκων, ήταν και οι τρομερές καταστροφές που επέφερε στα μεταγενέστερα στρώματα του παλίμψηστου της πόλης. «Ακριβώς όπως η επίσημη γλώσσα, έτσι και η επίσημη πόλη είναι καθαρεύουσα. Ακριβώς όπως η γλώσσα, έτσι και η πόλη αποτίναξε κάθε μεταγενέστερη κληρονομιά, γύρεψε να μηδενίσει τον ενδιάμεσο χρόνο».
Σύμφωνα με τον Φιλιππίδη (1984:78) «ενδεικτικό σημείο της απόρριψης κάθε επαφής με το πρόσφατο παρελθόν είναι […] η συχνότητα καταστροφής των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων […] σε πολλές ανασκαφές ακολουθούσαν την ίδια πάντα τακτική: καταστροφή όλων των μεταγενέστερων στρωμάτων ώσπου να αποκαλυφθούν οι κλασικές αρχαιότητες».
Οι παράγοντες που καθόρισαν την επιλογή της νέας πρωτεύουσας και σε μεγάλο βαθμό όρισαν το μέλλον της, όπως είδαμε και παραπάνω, ήταν κυρίως πολιτισμικοί και ιδεολογικοί παρά πρακτικοί. Η απόφαση φυσικά, δεν ήταν ομόφωνη. Τα διάφορα τοπικά συμφέροντα σε συνδυασμό με το αποκεντρωτικό σύστημα της Τουρκοκρατίας προωθούσαν πόλεις σε διάφορα μέρη της χώρας. Η Κόρινθος, τα Μέγαρα, το Άργος, η Τρίπολη, η Σύρος και φυσικά το Ναύπλιο ήταν μερικές μόνο από τις προτάσεις.
Η γοητεία ωστόσο που ασκούσε η Αθήνα, περισσότερο βέβαια ως ιδέα και λιγότερο ως πραγματική πόλη, συνοψίζεται στα λεγόμενα του Georg Ludwig von Maurer, μέλος της τριμελούς βαυαρικής αντιβασιλείας. «..υπέρ της Αθήνας» έγραψε «συνηγορούσαν όλες εκείνες οι αναμνήσεις για τον αττικό πολιτισμό, για τις τέχνες, για τις επιστήμες, για την αθάνατη πολεμική της δόξα. […] Ποιος βασιλιάς θα μπορούσε να διαλέξει άλλη έδρα για την Κυβέρνησή του, τη στιγμή που έχει στα χέρια του την πνευματική έδρα του κόσμου;»
Την εποχή της ανεξαρτησίας, η Αθήνα δεν ήταν παρά ένα έρημο και ερειπωμένο χωριό και ο Πειραιάς μια αφιλόξενη και ακατοίκητη ακτή. Ο πληθυσμός της το 1834, οπότε και ανακηρύχτηκε επίσημα σε πρωτεύουσα, δεν ξεπερνούσε τις 12.000. Όλοι σχεδόν οι ξένοι ταξιδιώτες της εποχής, αλλά και πολλοί κάτοικοι, συμφωνούν στο ότι η Αθήνα δε διέθετε την κατάλληλη υποδομή για μια πρωτεύουσα.
Ο νεαρός αρχιτέκτονας Cristian Hansen που σχεδίασε το Πανεπιστήμιο και άλλα κτίρια, έγραψε το 1837: «Θα μου ήταν αδύνατο να περιγράψω την πρώτη εντύπωση που μου προξένησε η Αθήνα, μια πόλη τελείως κατεστραμμένη, με τα υπέροχα λείψανα της αρχαιότητας να κείτονται σε σωρούς από ερείπια. Ελάχιστα σπίτια είχαν στέγη και οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι επειδή δεν υπήρχε τίποτα όρθιο. Την ίδια εικόνα ερήμωσης παρουσίαζαν και οι γύρω αγροί, που έμοιαζαν να μην είχαν καλλιεργηθεί ποτέ».
Όταν έγινε η επιλογή της Αθήνας ως Πρωτεύουσας του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, η Αθήνα ήταν ένα χωριό 4.000 κατοίκων και ο Πειραιάς μια ασήμαντη ιχθυόσκαλα («Ήσαν δε τότε [1834] αι Αθήναι κωμόπολις 10 ή 12.000 κατοίκων, πλήρης ερειπίων, ολίγας οικίας παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως έχουσα»).
Τον Οκτώβριο του 1824, επί φρουραρχίας Γκούρα, πραγματοποιήθηκε μια καταγραφή στην επαναστατημένη Αθήνα, σύμφωνα με την οποία στην Πόλη υπήρχαν 9.040 κάτοικοι και 1.605 σπίτια, που κατανέμονταν σε 35 ενορίες. Την εποχή εκείνη, η πράγματι μεγαλούπολη Θεσσαλονίκη είχε περί τις 60.000 κατοίκους, η δε Τρίπολη και η Πάτρα περί τις 15.000…
Τον Αύγουστο του 1832 μετά τις περιπέτειες του απελευθερωτικού πολέμου• αναφωνεί ο Λουδοβίκος Ρος: «Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημοι Αθήναι. Αυτό είναι μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μια άμορφη […] γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης, απ’ όπου ξεπροβάλλουν μια δωδεκάδα φοίνικες και κυπαρίσσια, τα μόνα που αντιστέκονται στην καθολική ερήμωση.
Την ίδια περίπου εποχή (1832-1833) επισκέπτεται την Αθήνα και ο αποσπασμένος στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L. Lacour: «Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. […] Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια. Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού, […] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει».
Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, σημειώνει: «Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες».
O Thomas Abbet-Grasset παρατηρεί τον Οκτώβριο του 1834: «Δεν υπάρχουσιν όμως πλέον Αθήναι. Εις τον τόπον της ωραίας δημοκρατίας απλούται σήμερον πενιχρά πολίχνη, μαύρη εκ των καπνών, σιωπηλή ως φύλαξ των νεκρών μνημείων, με στενούς και ασύμμετρους δρομίσκους»..
Tο 1896 η Αθήνα ήταν πλέον μια πόλη με 123.000 κατοίκους, καλοσχεδιασμένες λεωφόρους, δεντροφυτεμένες πλατείες και επιβλητικές δημόσιες και ιδιωτικές οικοδομές. Ο Τραυλός συνοψίζει τη σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στο νέο κράτος ως εξής: «Η ιστορία της πολεοδομικής εξελίξεως των νεώτερων Αθηνών είναι μια ατελεύτητος σειρά τροποποιήσεων και επεκτάσεων του αρχικού σχεδίου της πόλεως, περιλαμβανομένων εις υπερδισχίλια διατάγματα».
Το αρχικό σχέδιο της πόλης ανέλαβαν και εκπόνησαν, το 1833, ο Σταμάτιος Κλεάνθης και ο Eduard Schaubert. Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και πριν από την άφιξη του Όθωνα, η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση ανέθεσε στους δύο νέους αρχιτέκτονες το σχεδιασμό των νέων Αθηνών. Όπως ανέφερε αργότερα ο Κλεάνθης, το σχέδιο έπρεπε να είναι: «εφάμιλον της αρχαίας δόξης και λαμπρότητος της πόλεως ταύτης, και άξιον του αιώνος εις τον οποίον ζώμεν». Οι δύο αρχιτέκτονες σχεδίασαν τη νέα πρωτεύουσα σύμφωνα με τις πολεοδομικές αρχές που επικρατούσαν στις νεοκλασικές κηπουπόλεις του πρώιμου 19ου αιώνα.
Η Αθήνα των Κλεάνθη και Schaubert είχε έκταση 2.890 στρέμματα και είχε υπολογιστεί ότι θα ‘στέγαζε’ 35-40.000 κατοίκους. Το σχέδιο που πρότειναν συνοδευόταν από ένα εκτενές υπόμνημα όπου περιέγραφαν την ιδέα της πόλης που οραματίζονταν και ανέλυαν τις λεπτομέρειες της σύνθεσης.
Πηγή https://kompreser.espivblogs.net/