Μία πρακτική παρεμφερή σε αντίστοιχες άλλων περιοχών του κόσμου φαίνεται πως ακολουθούσαν κάτοικοι της μεσαιωνικής Αγγλίας, και συγκεκριμένα του Γιόρκσαϊρ, οι οποίοι κατέστρεφαν τις σορούς των νεκρών (ακρωτηριάζοντας ή καίγοντάς τες).
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται σε έρευνα του Historic England και του Πανεπιστημιου του Σαουθάμπτον, σκοπός ήταν να διασφαλιστεί πως οι νεκροί θα παρέμεναν στους τάφους τους και δεν θα ξανασηκώνονταν ως νεκροζώντανοι για να στοιχειώσουν και να απειλήσουν τους ζωντανούς.
Όπως υπογραμμίζεται σε δημοσίευμα του Guardian, πρόκειται για την πρώτη φορά που εντοπίζονται στην Αγγλία στοιχεία περί τέτοιων πρακτικών- οι οποίες έχουν παρατηρηθεί και σε άλλα μέρη του κόσμου, και είχαν σκοπό να προστατέψουν τους ζωντανούς από τους νεκραναστημένους βρικόλακες.
Αρχαιολόγοι που μελέτησαν μια συλλογή ανθρώπινων οστών, περιλαμβανομένων των απομειναρίων ενηλίκων, εφήβων και παιδιών, που βρέθηκαν σε ανασκαφές πάνω από μισό αιώνα πριν και ανάγονταν στην περίοδο μεταξύ του 11ου και του 14ου αιώνα, απέρριψαν θεωρίες όπως ο κανιβαλισμός ή η σφαγή ξένων: Τα ίχνη κοπής βρίσκονταν σε λάθος σημεία, ενώ η ανάλυση των δοντιών έδειξε πως προέρχονταν από την ίδια περιοχή με τους χωρικούς του Wharram Percy στο Νορθ Γιόρκσαϊρ- ένα χωριό που κάποτε άκμαζε, μέχρι την πλήρη εγκατάλειψή του στις αρχές του 16ου αιώνα.
Ένα από τα οστά που βρέθηκαν στην ανασκαφή με τα βέλη να υποδεικνύουν τα σημεία κοπής
Οι αρχαιολόγοι μελέτησαν 137 κομμάτια σπασμένων ανθρώπινων οστών, που βρέθηκαν σε λάκκους στο χωριό. Το συμπέρασμα, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα στο Journal of Archaeological Science: Reports, είναι πως η πιο πιθανή εξήγηση για τα ίχνη καύσης και κοπών που βρέθηκαν στα κρανία και τα οστά του πάνω μέρους του σώματος ήταν ο εσκεμμένος ακρωτηριασμός μετά θάνατον. Οι επιστήμονες πιστεύουν πως ο σκοπός ήταν να εμποδίσουν τους νεκρούς να ξανασηκωθούν και να εξαπλώσουν ασθένειες, ή να επιτεθούν στους ζωντανούς.
Μεσαιωνικές πηγές παρέχουν διάφορες μεθόδους αντιμετώπισης νεκροζώντανων, που πιστευόταν πως ήταν άνθρωποι που ήταν διαβολικοί ή καταραμένοι στη ζωή τους και διατηρούσαν μίσος προς τους ζωντανούς. Μεταξύ των «λύσεων» αυτών ήταν η εκταφή και ο αποκεφαλισμός ή το κάψιμο των σκελετών, η κατάσταση των οποίων υποδεικνύει πως αποκεφαλίστηκαν λίγο μετά τον θάνατό τους, όταν τα κόκαλα ήταν ακόμα μαλακά, και κάηκαν.
Τα οστά αυτά προέρχονταν από τουλάχιστον 10 άτομα, ηλικίας από 2 έως 50 ετών, περιλαμβανομένων επτά ενηλίκων, δύο εξ αυτών γυναικών, και τριών πολύ νεαρών παιδιών. Βρέθηκαν το 1960, κατά τη διάρκεια ερευνών στα θεμέλια ενός σπιτιού, αλλά δεν είχαν μελετηθεί εκτενώς μέχρι σήμερα.
Οι βρυκόλακες στην αρχαία και μεσαιωνική Ελλάδα
Παρεμφερείς πρακτικές υπήρχαν και στα Βαλκάνια, όπως στη Ρουμανία (που θεωρείται και μια από τις χώρες- «σήματα κατατεθέντα» του συγκεκριμένου μύθου, λόγω του αιμοβόρου Βλαντ Τέπες), αλλά και στην Ελλάδα, από την αρχαιότητα ακόμα: Η «νεκροφοβία» ήταν διαδεδομένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο (κάτι που προκύπτει και από πολλούς μύθους και θρύλους), και χαρακτηριστική επ'αυτού είναι πρόσφατη έρευνα πάνω σε απομεινάρια νεκρών που βρέθηκαν στην αρχαιοελληνική πόλη της Καμάρινας στη Σικελία (Μεγάλη Ελλάδα).
Επίσης, ο μύθος του νεκροζώντανου βρυκόλακα κατά τη μεσαιωνική περίοδο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος στα νησιά του Αιγαίου που γνώρισαν τη φραγκική κυριαρχία- ειδικά στη Σαντορίνη, όπου η σύσταση του εδάφους εμπόδιζε την αποσύνθεση των σορών. Έτσι, σημειώνονταν εκταφές, τεμαχισμοί και καύσεις νεκρών, διασκορπισμό σταχτών στη θάλασσα κ.α.