Ο Αρχιμήδηςαποτελεί την προσωποποίηση του ελληνικού επιστημονικού. Μαθηματικός, μηχανικός, γεωμέτρης, αστρονόμος, ασχολήθηκε και με την πολεμική τέχνη.
Γεννήθηκε το 287 π.Χ. στις Συρακούσες και πέθανε το 212 π.Χ. υπερασπιζόμενος την πόλη του από τους Ρωμαίους εισβολείς.
Σύμφωνα με την παράδοση δολοφονήθηκε από ένα Ρωμαίο στρατιώτη, την ώρα που σχεδίαζε.
Πρόλαβε μόνο να πει την περίφημη φράση του «μη μου τους κύκλους τάραττε».
Το 213 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Β’ Καρχηδονιακού Πολέμου, ο βασιλιάς των Συρακουσών Ιερώνυμος, συμμάχησε με τον Αννίβα, με σκοπό να απαλλάξει την Σικελία από την ρωμαϊκή κατοχή.
Οι Ρωμαίοι όμως απέστειλαν ισχυρές δυνάμεις κατά της πόλης. Ο Ρωμαίος στρατηγός Μάρκελλος διέθετε 60 βαριά πολεμικά σκάφη (πεντήρεις) και πολλά μικρότερα.
Ο στρατός ξηράς, υπό τον Πούλχρο, αριθμούσε αρκετές χιλιάδες άνδρες. Ενώπιον των ισχυρών αυτών δυνάμεων ο Ιερώνυμος δεν διέθετε παρά μικρές μόνο δυνάμεις.
Αποφάσισε έτσι να περιοριστεί σε παθητική άμυνα εντός των τειχών. Ανέθεσε όμως την διεύθυνση της άμυνας στον Αρχιμήδη, αν και ο τελευταίος ήταν τότε 74 ετών.
Ο Αρχιμήδης, παρά την ηλικία του ρίχθηκε με ζήλο στην δουλειά, πολεμώντας με τον δικό του τρόπο για την ελευθερία.
Οι Ρωμαίοι στο μεταξύ απέκλεισαν την πόλη από στεριά και θάλασσα.
Οι ανυποψίαστοι Ρωμαίοι επιχείρησαν να επιτεθούν ταυτοχρόνως.
Για την επίθεση κατά του θαλασσίου τείχους οι Ρωμαίοι είχαν γεμίσει τα πολεμικά τους πλοία με τοξότες και σφενδονήτες και είχαν προσδέσει μεταξύ τους οκτώ πλοία, σε τέσσερα ζεύγη, επί των οποίων τοποθέτησαν σαμβύκες, προστεγασμένες δηλαδή κλίμακες εφόδου.
Οι Ρωμαίοι είχαν κάθε λόγο να είναι αισιόδοξοι, εφόσον οι δυνάμεις υπερείχαν των αμυνομένων αριθμητικά και ποιοτικά.
Όπως όμως αναφέρει ο Πολύβιος, υπολόγιζαν χωρίς «την Αρχιμήδους δύναμιν».
Όταν εδόθη το σύνθημα οι Ρωμαίοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση, όρμησαν κατά του τείχους.
Την επίθεση κατά του θαλασσίου τείχους άνοιξαν τα κλιμακοφόρα πλοία τους, ακολουθούμενα από τα υπόλοιπα πολεμικά.
Ξαφνικά όμως στο τείχος φάνηκαν να ανοίγουν θυρίδες.
Από αυτές άρχισαν να εκτοξεύονται εκατοντάδες βλήματα οξυβελών καταπελτών, τα οποία θέριζαν τους Ρωμαίους στρατιώτες και ναύτες.
Παρόλα αυτά οι πείσμωνες Ρωμαίοι συνέχισαν την προσέγγιση τους προς το τείχος.
Τα κλιμακοφόρα πλοία τους έφτασαν κάποια στιγμή κοντά στο τείχος και επιχείρησαν να θέσουν επ’ αυτού τις κλίμακες.
Τότε όμως εμφανίστηκαν επί των τειχών ειδικές μηχανές (γερανοί), επί των οποίων επικρέμονταν τεράστιοι λίθοι βάρους έως και 250 κιλών.
Απότομα οι μηχανές, με ένα σύστημα τροχαλιών, άφηναν τους λίθους να πέφτουν πάνω στα ρωμαϊκά πλοία, από το ύψος των τειχών, προσδίδοντάς τους επιπλέον κινητική ενέργεια.
Όπως ήταν φυσικό οι τεράστιοι λίθοι συνέτριψαν τις κλίμακες, ακόμα και τα πλοία.
Αυτό όμως ήταν το λιγότερο, όπως με τρόμο διαπίστωσαν οι Ρωμαίοι. Όταν τα πολεμικά τους πλησίασαν στο τείχος, με σκοπό οι τοξότες και οι σφενδονήτες που είχαν επιβιβασθεί σε αυτά να εκκαθαρίσουν τις επάλξεις από υπερασπιστές, μια νέα έκπληξη, ακόμα μεγαλύτερη τους περίμενε. Άλλοι γερανοί έκαναν την εμφάνισή τους.
Αντί λίθων όμως έφεραν στην άκρη τους μια σιδηρά αρπάγη. Έκπληκτοι οι Ρωμαίοι είδαν τις αρπάγες να κατεβαίνουν και να αρπάζουν τις πρώρες των πλοίων τους.
Κατόπιν άρχισαν να σηκώνουν τα πλοία τους στον αέρα! Στη συνέχεια τα άφηναν να πέσουν και είτε να συντριβούν, είτε να βυθιστούν!
Μη αντέχοντας άλλο οι Ρωμαίοι αποτραβήχτηκαν μακριά από την ακτίνα ενεργείας των μηχανών του Αρχιμήδη.
Ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν. Γιατί σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο Αρχιμήδης είχε κατασκευάσει και ένα όπλο μεγάλου βεληνεκούς, τα ηλιακά κάτοπτρα.
Με αυτά συγκέντρωνε τις ηλιακές ακτίνες επί των ξύλινων εχθρικών πλοίων, προκαλώντας τους πυρκαγιά.
Η πληροφορία αυτή αμφισβητήθηκε έντονα από πολλούς ερευνητές, καθώς μόνο ο Λουκιανός την αναφέρει. Το 1973 όμως ο καθηγητής Ι. Σακάς με την υποστήριξη του Πολεμικού Ναυτικού απέδειξε πειραματικά ότι ήταν δυνατό ο Αρχιμήδης, εάν όχι να κατεύκαυσε, τουλάχιστον να προκάλεσε ισχυρό ηθικό πλήγμα στον ρωμαϊκό στόλο.
Στις 6 Νοεμβρίου 1973 λοιπόν ο Ι. Σακάς με την βοήθεια κατόπτρων κατόρθωσε να πυρπολήσει ξύλινες λέμβους.
Έχοντας παταγωδώς αποτύχει στη πρώτη του επίθεση, ο ρωμαϊκός στόλος επιχείρησε την επομένη μέρα να πλησιάσει στα ριζά του τείχους, υπολογίζοντας ότι εκεί δεν θα ήταν εύκολο να πληγεί από τις μηχανές του Αρχιμήδη.
Νέες εκπλήξεις όμως τους περίμεναν. Άλλοι γερανοί εμφανίστηκαν στα τείχη, κριοφόροι, εξοπλισμένοι με μεγάλες δοκούς, με σιδηρές αιχμές.
Με ένα σύστημα τροχαλιών και γραναζιών οι δοκοί κινούντο ως πολιορκητικοί κριοί, συντρίβοντας τα ρωμαϊκά πλοία.
Ύστερα και από αυτό ο ρωμαϊκός στόλος απεσύρθη οριστικά, εκτός ακτίνας ενεργείας ακόμα και των κατόπτρων και δεν αποτόλμησε νέα έφοδο κατά της πόλης.
Απέμενε η διά ξηράς έφοδος, η οποία όμως όταν εκδηλώθηκε είχε τη ίδια τύχη με την από θαλάσσης. Εκατοντάδες οξυβελείς καταπέλτες θέρισαν τις φάλαγγες εφόδου των Ρωμαίων, κομματιάζοντας ως χάρτινες, ακόμα και τις μεγάλες ασπίδες των λεγεωνάριων.
Σύμφωνα με τον Πολύβιο ο Αρχιμήδης είχε σχεδιάσει και αρπάγες ανδρών, οι οποίες άρπαζαν τους Ρωμαίους, τους σήκωνα ψηλά και τους άφηναν να πέσουν στο έδαφος.
Ισχυροί λιθοβόλοι καταπέλτες επίσης συνέτριβαν τις πολιορκητικές μηχανές των Ρωμαίων.
Οι κριοφόρες χελώνες τους συντρίβονταν από γερανούς, οι οποίοι άφηναν υπερμεγέθεις λίθους να πέσουν επάνω τους.
Μοιραία, έχοντας υποστεί φρικτές απώλειες, οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν και πολιόρκησαν εκ του μακρόθεν την πόλη, υπολογίζοντας να καταβάλουν τους αμυνομένους με την πείνα.
Τελικώς κατέλαβαν την πόλη το 212 π.Χ. κατόπιν προδοσίας.