Είχαν δύναμη, ισχυρό πολιτισμό, ήταν θαλασσοπόροι και ταξιδευτές και πλούτισαν γρήγορα. Οι Μυκηναίοιπου εγκαταστάθηκαν κοντά στη σημερινή πόλη του Βόλου, στη βορειότερη μυκηναϊκή εγκατάσταση, είχαν επαφή όχι μόνο με τα άλλα μυκηναϊκά κέντρα όπως οι Μυκήνες και η Τίρυνθα, αλλά και με μακρινά μέρη στην Ανατολή.
Αυτό συνέβαλε στον μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας, της πρώτης μεγάλης πανελλήνιας ναυτικής εξόρμησης.
Ο Ιάσονας ήταν μυθικό πρόσωπο, ωστόσο ο μύθος είχε βάση στην πραγματικότητα. Η αρχαία Ιωλκόςφαίνεται πως είχε επαφές εκτός από τον γνωστό μυκηναϊκό κόσμο και με την Ανατολική Μεσόγειο. Διέθετε ανεπτυγμένο σύστημα εμπορικών ανταλλαγών και προμήθειας πρώτων υλών.
Η έφορος αρχαιοτήτων Ανθή Μπάτζιου μίλησε πρόσφατα στο πλαίσιο του Μυκηναϊκού σεμιναρίου που διοργανώνει το Αρχαιολογικό Τμήμα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου με θέμα «Η παρουσία των Μυκηναίων και οι τάφοι των πολεμιστών στην περιοχή της Ιωλκού».
Παρουσίασε τα συμπεράσματα από τη μελέτη πενήντα πρώιμων μυκηναϊκών τάφων, ανάμεσα στους οποίους είναι και τάφοι με όπλα, καθώς και τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά των ευρημάτων, τις ομοιότητες και διαφορές τους σε σχέση με τα σύγχρονα ευρήματα που προέρχονται από μυκηναϊκά κέντρα της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου.
Όπως ανέφερε, «η Ιωλκόςάρχισε να αποκαλύπτεται από τα ευρήματα των ανασκαφών από το 1956 έως σήμερα στις θέσεις Κάστρο (Παλιά), στο Διμήνι και στα Πευκάκια. Στο Κάστρο έχει ανασκαφεί τμήμα του μυκηναϊκού οικισμού και μεγάλο τμήμα από το νεκροταφείο, στο Διμήνι ένας εκτεταμένος καλά οργανωμένος μυκηναϊκός οικισμός με διοικητικό κέντρο και στα Πευκάκια ανασκάπτεται ένας παραθαλάσσιος οικισμός στον οποίο διαπιστώνονται εμπορικές, βιοτεχνικές αλλά και λατρευτικές δραστηριότητες. Οι τρεις αυτοί γειτονικοί μυκηναϊκοί οικισμοί είναι πλέον παραδεκτό ότι αποτελούν το βορειότερο μυκηναϊκό κέντρο, την Ιωλκό».
Οι τάφοι που μελέτησε βρίσκονται στο οργανωμένο νεκροταφείο που απλώνεται στα ΒΔ του μυκηναϊκού οικισμού του Κάστρου. Έχουν ανασκαφεί συνολικά 50 τάφοι κιβωτιόσχημοι και λακκοειδείς, που χρονολογούνται στις πρώιμες μυκηναϊκές φάσεις (15ος - αρχές 14ου αι. π.Χ.). Ένας θολωτός μυκηναϊκός τάφος ανασκάφηκε από τον Κ. Κουρουνιώτη στο προαύλιο του Ι.Ν. Αγ. Αναργύρων (Καπακλή).
Σύμφωνα με την ομιλήτρια, έχει διαπιστωθεί εισαγωγή αγγείων από «τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Εκτός από την κεραμική και τα όπλα, τα υπόλοιπα ευρήματα αποτελούν εργαλεία, σύνεργα καλλωπισμού, ενώ ελάχιστα είναι αυτά που σχετίζονται με την ιδεολογία και τα κοσμήματα».
Η περίοδος από το 1500 - 1380 π.Χ. είναι μάρτυρας «μιας δυναμικής ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από στρατιωτική επέκταση, με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός πολιτικού-στρατιωτικού ελέγχου σε μεγάλη περιοχή» σύμφωνα με την κ. Μπάτζιου.
«Μέσα σε λίγες δεκαετίες οι Μυκηναίοι επεκτάθηκαν από τη Θεσσαλία ως την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου και ο μυκηναϊκός πολιτισμός που διαδόθηκε σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως μαρτυρούν οι τύποι των τάφων, η κεραμική, τα ειδώλια, τα κοσμήματα, τα χάλκινα όπλα και εργαλεία, απέκτησε ομοιομορφία, παρά τις λίγες τοπικές ιδιαιτερότητες.
Τα κεραμικά κτερίσματα είναι αποκλειστικά μυκηναϊκά ήδη από τον 15ο αιώνα π.Χ. Το γεγονός αυτό «προφανώς σημαίνει ότι ο ντόπιος πληθυσμός όχι μόνο γνώρισε τον μυκηναϊκό τρόπο ζωής, αλλά γρήγορα τον ενσωμάτωσε, όπως αποδεικνύεται από τα ταφικά έθιμα και τον μιμήθηκε στην παραγωγή κεραμικής».
Η ύπαρξη ιεραρχίας και κοινωνικών τάξεων, που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, είναι εμφανής και στο μυκηναϊκό νεκροταφείο του Κάστρου. Εκτός από τους στρατιωτικούς θα πρέπει να δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα και άλλες κοινωνικές ομάδες που απέκτησαν πλούτο, όπως φαίνεται από ταφές πλούσιες σε κτερίσματα, αλλά χωρίς όπλα.