Κάποιος λοξοδρόμησε την ώρα που οι άλλοι φόρτωναν το βιος τους στα καραβάνια, για να κάνει ένα δικό του χρέος. Ένας άνθρωπος που δεν γύρισε ξανά για να τα αναστήσει από το χώμα. Ένα επεισόδιο χωρίς μάρτυρες, σε ένα αρχαίο χωράφι, στην περιοχή της Μερέντας (αρχαία Μυρρινούς) τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ.
Η Κόρη Φρασίκλεια και ο Κούρος, ενταφιάστηκαν περίπου το 480/490 π.Χ., πριν από την εισβολή των Περσών, όπως προκύπτει από τη χρονολόγηση των ευρημάτων. Το γεγονός λοιπόν, ότι τα αγάλματα δεν ήταν εκτεθειμένα για μεγάλο διάστημα, ίσως δικαιολογεί και το ότι σώζονται αρκετά ίχνη του χρώματος που έφεραν. Σε περιόδους πολεμικών συρράξεων και όταν οι Αθηναίοι έπρεπε να εγκαταλείψουν την πόλη, έθαβαν τα πολύτιμα αντικείμενά τους με την ελπίδα να τα ξαναβρούν όταν επιστρέψουν. Ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν επέστρεψαν ποτέ, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως τους «θαμμένους θησαυρούς» τους και κατόρθωσε να αφηγηθεί την ιστορία τους.
Παρατήρησαν πως μια αρχαία μαρμάρινη επιγραφή είχε τοποθετηθεί σαν οικοδομικό υλικό και ήταν εντοιχισμένη στην εκκλησία της Παναγίας στην Μερέντα. Το 1968 η μαρμάρινη επιγραφή αποκολλήθηκε από την εκκλησία και μεταφέρθηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία για μελέτη. Ήταν η βάση ενός αγάλματος και ανέφερε «Η Φρασίκλεια θα καλείται για πάντα κόρη, αφού οι θεοί αντί για γάμο της όρισαν αυτό το όνομα». Φρασίκλεια 550-540 πΧ Το άγαλμα της κόρης και του κούρου ήταν κατασκευασμένα από Παριανό μάρμαρο από τον γλύπτη Αριστίωνα.
Τα σεταρισμένα της κοσμήματα δήλωναν κόρη από πλούσια οικογένεια που οι θεοί την αγάπησαν και την πήραν κοντά τους .Η βάση με την μαρμάρινη επιγραφή ήταν η αφορμή για εκτενείς έρευνες και στον περιβάλλοντα χώρο. Τον Φεβρουάριο του 1972, 200 μέτρα από το εκκλησάκι της Παναγίας,ξεκίνησε η τελευταία ανασκαφική έρευνα στον αγρό του Σπυρίδωνα Παναγιώτου, κάτω από τον οποίο απλωνόταν το νεκροταφείο του αρχαίου Δήμου του Μυρρινούντος. Την ανασκαφή διηύθυνε ο έφορος Αρχαιοτήτων Ευθύμιος Μαστροκώστας και διενεργούσε ο νεαρός τότε επιστημονικός βοηθός Ευάγγελος Κακαβογιάννης.
Ο τελευταίος είχε αποφασίσει να πείσει τον προϊστάμενό του να επεκτείνουν το σκάμμα στον γειτονικό αγρό του (πατέρα μου) Γεωργίου Χασιώτη, γιατί είχε βάσιμες υποψίες ότι κάτι κρυβόταν εκεί. Τελικά, ο έφορος Αρχαιοτήτων δέχτηκε να γίνει μια διερευνητική τομή, που θα διαρκούσε μόνο μία μέρα, και περίμενε ήσυχος την ειδοποίηση της λήξης των εργασιών. Το πρωί της Πέμπτης 18 Μαΐου 1972 η σκαπάνη συνάντησε τη δεξιά πλευρά ενός μαρμάρινου κούρου μαζί με ένα θαυμάσιο άγαλμα κόρης από ζωγραφισμένο μάρμαρο, που ήταν θαμμένα σε έναν πρόχειρο αρχαίο λάκκο διαστάσεων 0,9×1,95 μ.
Κανείς από το συνεργείο δεν πίστευε στα μάτια του, έκθαμβοι έμειναν ο διευθυντής της ανασκαφής, που έσπευσε από την Αθήνα, και πολλά μέλη των ξένων αρχαιολογικών σχολών που τον ακολούθησαν. Τις επόμενες μέρες οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με εικόνες των αγαλμάτων, που ήδη είχαν ξεκινήσει να συντηρούνται στα εργαστήρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στην έκθεση του οποίου παραμένουν ως σήμερα. Τα αγάλματα συσχετίστηκαν με το νεκροταφείο του Μυρρινούντα, αφού ήταν γνωστό ότι τέτοιου είδους αριστουργήματα στέκονταν στα μνήματα των πλουσιοτέρων τάφων της Αττικής του 6ου αι. π.Χ. Και διατυπώθηκε η υπόθεση ότι κάποιος τα σήκωσε βιαστικά από τη θέση τους, σπάζοντας άθελά του τα άκρα των σωμάτων τους, και τα τοποθέτησε αντικριστά σε κοντινό λάκκο, φροντίζοντας να τα καλύψει με τα φρεσκοσκαμμένα χώματα. Το άγαλμα της Φρασίκλειας είχε ύψος 1,79 (μάλλον φυσικό μέγεθος ) με μακρύ χιτώνα χρωματισμένο κόκκινο και του κούρου 1,89 (και αυτό μάλλον φυσικό μέγεθος )με χρωματισμένες τις θηλές και τα φρύδια.
Σοφία Γκλιάτη -Χασιώτη, marko.gr