Oι απαντήσεις κορυφαίων επιστημόνων στα έωλα επιχειρήματα Φαλμεράιερ – Τι πίστευαν οι Μαρξ και Ένγκελς για τις θεωρίες του Τιρολέζου ιστορικού – Τα ακλόνητα επιχειρήματα των Παπαρρηγόπουλου, Gervinus, Hopfκ.ά. για τη «συνέχεια» του ελληνικού έθνους
Την Κυριακή 18/6/2017 δημοσιεύθηκε στο protothema.grένα άρθρο μας για τις θεωρίες του Γ. Φ. Φαλμεράιερ, ο οποίος ισχυριζόταν, από το 1830 ήδη, ότι οι νεότεροι Έλληνες... είναι Σλάβοι!
Φυσικά, είναι γνωστό ότι σήμερα οι θεωρίες του Φαλμεράιερέχουν καταρριφθεί σχεδόν πλήρως. Ο συγκεκριμένος, όμως, ιστορικός (; ) προκάλεσε μεγάλη ζημιά στη χώρα μας, που έκανε δειλά-δειλά βήματα ως ανεξάρτητο κράτος, μετά την Επανάσταση του 1821.
Και ό, τι είναι αυτονόητο το 2017, απαιτούσε μεγάλο μόχθο και έρευνες για να αποδειχθεί 150-200 χρόνια πριν. Υπήρξαν, στις δύσκολες εκείνες στιγμές για την πατρίδα μας, τόσο Έλληνες όσο και ξένοι ιστορικοί, κυρίως, οι οποίοι μέσα από μια σειρά ακλόνητων (αντ)επιχειρημάτων, έδειξαν τη σαθρότητα των επιχειρημάτων του Φαλμεράιερ και πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες στη χώρα μας. Ακολούθησαν βέβαια και άλλοι επιστήμονες (γλωσσολόγοι, ανθρωπολόγοι, γενετιστές κλπ.) που από το δικό τους μετερίζι πολέμησαν τις ανθελληνικές απόψεις του Τιρολέζου. Στις περισσότερες από τις επιστημονικές αυτές απόψεις θα αναφερθούμε στο σημερινό και σε επόμενο άρθρο με ανάλογο περιεχόμενο.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς για τον Φαλμεράιερ
Το βασικό συμπέρασμα του Φαλμεράιερ, ότι «στις φλέβες του χριστιανικού πληθυσμού της σημερινής Ελλάδας δεν ρέει ούτε καν μια σταγόνα γνήσιου και καθαρού ελληνικού αίματος», το ασπάστηκε σε μεγάλο βαθμό η γερμανική κοινή γνώμη και μόνον ορισμένοι λόγιοι και οι κύκλοι της βαυαρικής βασιλικής αυλής το αμφισβητούσαν.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που υιοθέτησαν, εντελώς άκριτα, τις θεωρίες του Φαλμεράιερ ήταν και οι Μαρξ και Ένγκελς. Στα άρθρα που έγραψε το 1853 για την εφημερίδα «NewYorkTribune»ο Ένγκελς (τα οποία υπέγραφε ο Μαρξ, αφού πρώτα τα διάβαζε και προέβαινε σε κάποιες αναθεωρήσεις) αναφέρονται τα εξής : «Οι Έλληνες της Τουρκίας είναι ως επί το πλείστον σλαβικής καταγωγής, όμως υιοθέτησαν τη σύγχρονη ελληνική γλώσσα• πράγματι, με εξαίρεση λίγες ευγενείς οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, είναι τώρα γενικά αποδεκτό ότι πολύ λίγο καθαρό ελληνικό αίμα υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα» (Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Γνώση, 1985).
Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο πώς γράφτηκαν αυτά από τους Μαρξ και Ένγκελς, από τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο Φαλμεράιερ (!) από το 1835 οριοθετεί τον «εκσλαβισμό» στην ελληνική ενδοχώρα και γράφει, όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο, ότι : «Τα νησιά και οι αποικίες δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτή την έρευνα• εδώ εξετάζουμε μονάχα τη μητρική γη, το αρχαίο λίκνο του ελληνικού γένους». Μην ξεχνάμε ότι «Έλληνες της Τουρκίας» το 1853 ήταν όσοι κατοικούσαν, μεταξύ άλλων, στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, την Κρήτη κλπ. Και φυσικά τη Μικρά Ασία. Περιοχές, δηλαδή, με τις οποίες δεν ασχολήθηκε καθόλου ο Φαλμεράιερ!
Πώς αντιμετωπίστηκε ο Φαλμεράιερ στην Αθήνα;
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Φαλμεράιερ δεν έγινε δεκτός στην Αθήνα... μετά βαΐων και κλάδων. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν : «Ο γνωστός φλογερός ανθέλληνας Φαλμεράγιερ έφτασε στην πόλη μας», ενώ η κοινή γνώμη ήταν άκρως εχθρική απέναντί του.
Πολύτιμες πληροφορίες για την παραμονή του στην Ελλάδα μάς δίνει ο ίδιος ο Φαλμεράιερ στο έργο του «Σπαράγματα από την Ανατολή» («FragmenteausdemOrient», 1845), όπου αναφέρεται στο ταξίδι που πραγματοποίησε, μεταξύ άλλων, και στη χώρα μας, το 1840-1842. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Σλάβος!Σλάβος!», ακουγόταν από μικρές συντροφιές στους δρόμους, μόλις έβγαινα για τον απογευματινό μου περίπατο. Ένας αρνησίθρησκος, ένας οπαδός της αίρεσης του Αρειανισμού, δεν θα είχε ασφαλώς προκαλέσει μια τόσο γενικευμένη αποστροφή στο θεοφοβούμενο λαό των Νεοελλήνων όσο η μισητή ταπεινότητά μου... Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς το δεδομένο ότι οι Νεοέλληνες, με την αξιοθάυμαστη ευκολία να μιλούν ξένες γλώσσες που τους χαρακτηρίζει, υπερτερούν κατά πολύ από εμάς τους Γερμανούς. Το χάρισμα αυτό – που σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Άννας Κομνηνής έλειπε παντελώς από τους αρχαίους Έλληνες – χαρακτηρίζει εξίσου τους Νεοέλληνες αλλά και τις σλαβικές φυλές... Μη νομίσετε, όμως, ότι με όλες αυτές τις φλογερές λεκτικές διαμάχες με τους μουσοτρεφείς Νεοέλληνες σχημάτισα μια αρνητική γνώμη γι’ αυτούς... Διότι αυτοί οι θερμόαιμοι Νοτιοευρωπαίοι (σημ. Οι Έλληνες δηλαδή) δεν επιμένουν τόσο πεισματικά στην άρνησή τους να παραδεχτούν τις σκληρές αλήθειες, όπως οι απολιθωμένοι διανοοούμενοι στις ψυχρότερες ζώνες της Ευρώπης...».
Ο G. G. Gervinus απέναντι στον Φαλμεράιερ
Ένας από αυτούς που απάντησαν στον Φαλμεράιερ ήταν ο σπουδαίος Γερμανός ιστορικός Georg Gottfried Gervinus (εξελ. Γερβίνος) (1805-1871), γνωστός από το σπουδαίο του έργο «Ιστορία της Επαναστάσεως και της Αναγεννήσεως της Ελλάδος».Στον 4ο τόμο της «Ιστορίας του ΙΘ’ Αιώνα», που εκδόθηκε το 1854, αφού εξιστορεί την Επανάσταση του 1821, κατηγορεί τον Φαλμεράιερ ότι οι απόψεις του είναι επηρεασμένες όχι από ιστορικά αλλά από πολιτικά κριτήρια. Γράφει χαρακτηριστικά : «Αναμφισβήτητον ότι ο εκφράσας αυτήν (τη θεωρία) επηρεάζετο υπό διαθέσεως σκοτεινής και αθύμου και την εξέφερε καθ’ ην εποχήν αι υπέρ των Ελλήνων συμπάθειαι της Ευρώπης εψυχράνθησαν αίφνης συνεπεία των πρώτων αποτυχιών εις τον υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα των, ότε ο φόβος της Ρωσίας και του Πανσλαβισμού κατεθορύβησαν εκτός πολλών άλλων και τονUrquhart, όστις ενόμιζεν ότι η του κόσμου εξουσία έμελλε να μεταβεί από των χειρών των Λατίνων και Γερμανών εις τα των Σλάβων και ότι οι ελευθερωθέντες Έλληνες, των οποίων η μεν κυρία εθνικότης ήτο η θρησκεία, η δε του βίου έδρα εν Κωνσταντινουπόλει και Μόσχα ήθελον υποστραφεί προς τα δύο κυριότερα ταύτα του βίου των κέντρα». Και παρακάτω: «Οι Έλληνες μήτε από των Αρναούτων αποίκων εξαλβανίσθησαν, μήτε υπό των Τούρκων κατακτητών εξεμωαμεθανίσθησαν, μήτε υπό των Ενετών εξελατινίσθησαν, μήτε υπό των Γάλλων και Καταλάνων εξερρωμαΐσθησαν, αλλ’ όμως μήτε εξεσλαβίσθησαν».
O Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος για τον Φαλμεράιερ
Ο Έλληνας ιστορικός που έχει συνδέσει το όνομά του περισσότερο από κάθε άλλον με τον Φαλμεράιερ ήταν αναμφίβολα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815 – 1891). Το 1843 παρουσίασε τη διατριβή «Περί της Εποικήσεως Σλαβικών Τινών Φυλών εις την Πελοπόννησον», όπου αποδομεί μεθοδικά τα επιχειρήματα του Φαλμεράιερ. Θα αναφέρουμε εδώ τα κυριότερα επιχειρήματά του, καθώς είναι αδύνατο να καλύψουμε σε όλη τους την έκταση τις απόψεις του.
Ο Παπαρρηγόπουλος ξεκινά με την επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Νικολάου, ο οποίος έγραψε μια συνοδική επιστολή προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό (1081). Σε ένα απόσπασμά της, ο Νικόλαος γράφει τα εξής : «Επιπλέον και ο θεοφιλέστατος μητροπολίτης Πατρών έχει παγιώσει πολλά και διάφορα δικαιώματα, για να κρατήσει συμπαγείς, αδιαίρετες και αδιάσπαστες τις επισκοπές που δώρισε στη μητρόπολή του ο αυτοκράτορας Νικηφόρος, ο οποίος αναγορεύτηκε αυτοκράτορας από γενικός λογοθέτης, εξαιτίας του ολοφάνερου θαύματος του κορυφαίου των αποστόλων και πρωτόκλητου Ανδρέα, που κατέστρεψε τους Αβάρους, οι οποίοι επί 218 χρόνια είχαν καταλάβει ολόκληρη την Πελοπόννησο και την είχαν αποκόψει από τη ρωμαϊκή εξουσία έτσι ώστε να μην μπορεί εκεί ούτε να πατήσει το πόδι του κάποιος Ρωμαίος».
Αν σκεφτούμε ότι ο Νικηφόρος ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 802 ως το 811, άρα η «κατάκτηση» της Πελοποννήσου έγινε μεταξύ 584 και 593 (218 χρόνια πριν). Ο Φαλμεράιερ γράφει : «Εκτός των Σλάβων, από τους οποίους αποτελείτο το μεγαλύτερο μέρος του στρατού που κατέκτησε και κατοίκησε την Πελοπόννησο, το χρυσόβουλο αναφέρει τους Αβάρους, επειδή αυτοί κυριαρχούσαν στις σλαβικές χώρες και όταν κατακτήθηκε η Πελοπόννησος είχαν αναλάβει την ανώτατη διοίκηση του στρατού».
Πρόκειται για χρυσόβουλο που υπέγραψε ο αυτοκράτορας Νικηφόρος και με βάση το οποίο η επισκοπή της Πάτρας έγινε μητρόπολη και της παραχωρήθηκαν τρεις επισκοπές της Πελοποννήσου.
Όπως όμως γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, οι Άβαροι και οι Σλάβοι ποτέ δεν έφτασαν στην Πελοπόννησο και μάλιστα δεν προχώρησαν πέρα από τη Θράκη. Κατανικήθηκαν από βυζαντινούς στρατηγούς και λίγο αργότερα απωθήθηκαν πέρα από τον Δούναβη, πιο πέρα κι από εκεί που βρισκόταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στον κολοφώνα της δόξας της και τη μέγιστη έκτασή της, στα χρόνια του Τραϊανού (98-117).
Αυτοί που πολιόρκησαν την Πάτρα ήταν Σλάβοι και όχι Άβαροι, όπως γράφει κατηγορηματικά ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Οι Άβαροι (ή Ψευδάραβες), το αληθινό όνομα των οποίων ήταν Ομπρί, δεν είχαν καμία σχέση με τους Σλάβους και πλέον ήταν πολύ λίγοι αριθμητικά.
Στη συνέχεια, ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρεται σε δύο Βυζαντινούς ιστορικούς. Τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττης, που περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τους πολέμους που έγιναν από τον αυτοκράτορας Μαυρίκιο μεταξύ 582 και 602, εναντίον των Αβάρων και των Σλάβων και τον Θεοφάνη, που έγραψε χρονογραφία για 528 χρόνια, από την εποχή του Διοκλητιανού (284-305) έως τον Μιχαήλ Α’ τον Ραγκαβέ (811-813) και οι οποίοι δεν αναφέρουν πουθενά για επικράτηση των Σλάβων και εποικισμό της Πελοποννήσου.
Τα όσα προκύπτουν από την ενδελεχή μελέτη των απόψεων των Βυζαντινών ιστορικών, του Πατριάρχη, του Φαλμεράιερ και άλλων, συνοψίζονται στα εξής : «Τι άλλο να κάνουν αυτοί οι τελευταίοι συγγραφείς (ενν. ο Θεοφάνης και ο Σιμοκάττης) από το να αναιρούν πλήρως τα λόγια του Πατριάρχη. Το μόνο ζήτημα είναι, ποιος πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο αξιόπιστος, εκείνος ή αυτοί ; Αυτοί όμως ή ήταν αυτόπτες μάρτυρεςεκείνων τα οποία περιέγραφαν ή τα είδαν από κοντά, εκείνος δε, ήταν μεταγενέστερος κατά πέντε ολόκληρους αιώνες. Αυτοί μεν έγραφαν ιστορία με αυστηρότατο έλεγχο, μελετώντας και ελέγχοντας διεξοδικά το αντικείμενο, εκείνος δε, μιλάει παρενθετικά και δεν δίνει καμιά τέτοια εγγύηση. Αυτοί μεν έχει αποδειχθεί ότι δεν προδίδουν την αλήθεια σε τίποτα, ούτε είχαν κανένα συμφέρον να το κάνουν αυτό, εκείνος δε, είδαμε, και θα δούμε, ότι κατακρίνεται ότι δεν αναφέρεται με ακρίβεια σε πολλά και είναι ολοφάνερο ότι έχει συμφέρον».
Και παρακάτω:
«Πράγματι, από όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, προκύπτει ότι εκείνοι που νικήθηκαν στην Πάτρα στις αρχές του 9ου μ.Χ. αιώνα δεν ήταν Άβαροι, όπως λέει ο Πατριάρχης, αλλά Σλάβοι. Ότι οι Άβαροι όχι μόνο δεν εξουσίασαν ποτέ την Πελοπόννησο, όπως λέει ο Πατριάρχης, αλλά ούτε ήρθαν ποτέ εκεί, ότι ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 584-593 μ. Χ. Ή ακριβέστερα, το 589 μ.Χ., οι Άβαροι και οι Σλάβοι όχι μόνο δεν ήρθαν στην Πελοπόννησο, όπως αυτοί που ερμηνεύουν τον Πατριάρχη θέλησαν να συμπεράνουν από τα λόγια του, αλλά ούτε καν προχώρησαν πέρα από τη Θράκη (σημ. : καθοριστικές ήταν οι επιτυχίες του αυτοκράτορα Μαυρίκιου και των στρατηγών του επί των Σλάβων τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 6ου αιώνα). Ότι πριν από τη μάχη της Πάτρας οι Σλάβοι ήταν όχι κυρίραχοι της Πελοποννήσουν, όπως ο ένας (ο Φαλμεράιερ) από τους δύο (ο άλλος ήταν ο Ζινκέισεν) ισχυρίζεται, αλλά υποτελείς και υπήκοοι, ότι, τέλος, μετά τη μάχη της Πάτρας δεν εκμηδενίστηκαν αυτοί οι εχθροί, όπως λέει ο Πατριάρχης, αλλά πολλοί έμειναν να προσπαθούν για την ανεξαρτησία τους μέχρι που απορροφήθηκαν εντελώς μέσα στην ευρύτερη ελληνική φυλή. Από την έρευνά μας εξάγεται επιλπέον το συμπέρασμα ότι τα λόγια του Πατριάρχη εν μέρει υπαγορεύτηκαν από ειδικούς σκοπούς της Εκκλησίας, εν μέρει προήλθαν από άγνοια των γεγονότων και εν μέρει αντλήθηκαν από ασαφή ή αβάσιμη πηγή».
«Η αλήθεια είναι ότι σύμφωνα μ εόλες τις μαρτυρίες και όλες τις πιθανότητες, καμιά μόνιμη εγκατάσταση Σλάβων δεν έγινε τον 6ο μ.Χ. αιώνα στο βυζαντινό κράτος. Ο εποικισμός των φυλών αυτών άρχισε τον επόμενο αιώνα και πραγματοποιήθηκε όχι με κατάκτηση βυζαντινού εδάφους αλλά με συμβάσεις που έγιναν μεταξύ τους για να πραγματοποιηθούν δικές της αποφάσεις».
«Δύο λοιπόν σημαντικά συμφέροντα υπαγόρευσαν στη βυζαντινή κυβέρνηση τον μετοικισμό μερικών Σλάβων στην Πελοπόννησο, η ερήμωση μερικών επαρχιών της (σημ. : κυρίως λόγω του φοβερού λοιμού του 746) και ο επικίνδυνος πολλαπλασιασμός τους στις βόρειες επαρχίες».
«Επιπλέον, οι Σλάβοι της Πελοποννήσου εμφανίζονται για πρώτη φορά στους χρονογράφους λίγο μετλα την εποχή που λέει ο Πορφυρογέννητος ότι κατοίκησαν σε αυτή, δηλαδή το 783 μ.Χ. και από τότε βλέπουμε ότι αναφέρονται συνεχώς, ενώ, αν παραδεχόμασταν ότι εισέβαλαν από τα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνα, έπρεπε συγχρόνως να παραεδεχτούμε ότι κανένας δεν τους ανέφερε επί διακόσια σχεδόν χρόνια, δηλαδή από το 589 μ.Χ. μέχρι το 783 μ.Χ., πράγμα που είναι εντελώς απίθανο και απαράδεκτο».
Το τελικό συμπέρασμα του Κ.Παπαρρηγόπουλου συνοψίζεται στα εξής:
«Αφού παραδεχόμαστε τη μαρτυρία του Προφυρογέννητου ως αυτή καθαυτή αξιόπιστη και ότι συμφωνεί με τα πράγματα και με όλες τις υπόλοιπες μαρτυρίες, συμπεραίνουμε:
Ότι ο πρώτος εποικισμός Σλάβων στην Πελοπόννησο έγινε περί τα μέσα του 8ου μ.Χ. αιώνα, κατά τη βασιλεία του Κοπρώνυμου.
Ότι η βυζαντινή κυβέρνηση προκάλεσε και κατηύθυνε την πρώτη και κύρια αυτή μετανάστευση για να κατοικηθούν τμήματα της Πελοποννήσου που είχαν ερημωθεί από τον λοιμό (του 746).
Μετά από όλα αυτά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί οι έποικοι συγκρούστηκαν πολλές φορές με τους κατοίκους των διαφόρων επαρχιών της Πελοποννήσου και με τη βυζαντινή κυβέρνηση, ότι οι Σλάβοι που είχαν εγκατασταθεί στη Στερεά Ελλάδα έκαναν σποραδικές επιθέσεις στις επαρχίες της χερσονήσου και ότι, τελικά, οι Βούλγαροι, που δεν ήταν σλαβική φυλή, αλλά είχαν αποδεχτεί τη σλαβική γλώσσα, έφτασαν με τον καιρό τις κατακτήσεις τους μέχρι την Πελοπόννησο. Τα μεταγενέστερα, όμως, αυτά γεγονότα δεν αλλάζουν τον αληθινό χαρακτήρα του πρώτου εποικισμού».
Ο Καρλ Χοπφ και το έργο του «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα - Ανασκευή των θεωριών του Φαλμεράγερ»
Ο Καρλ Χοπφ (1832-1873) ήταν Γερμανός ιστορικός και φιλέλληνας, ο οποίος στη διάρκεια της σύντομης ζωής του ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη της μεσαιωνικής και φραγκοκρατούμενης Ελλάδας.
Στο έργο του «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι – Ανασκευή των Θεωριών του Φαλμεράιερ», που κυκλοφόρησε το 1872 στη Βενετία σε μετάφραση Φραγκίσκου Ζαμβάλδη, αποδομεί μεθοδικά και με ατράνταχτα τεκμήρια την έωλη επιχειρηματολογία του Φαλμεράιερ. Θα αναφερθούμε εδώ στα κυριότερα σημεία απ’ όσα γράφει ο Καρλ Χοπφ. Φανταζόμαστε ότι οι αναγνώστες μπορούν να καταλάβουν ότι παρουσιάζουμε τα βασικότερα απ’ όσα γράφουν τόσο ο Παπαρρηγόπουλος όσο και ο Χοπφ, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο να μεταφέρουμε δύο βιβλία σε ένα άρθρο!
Γράφει λοιπόν ο σπουδαίος Καρλ Χοπφ:
«Όταν παρουσίασε τις θεωρίες του ο Φαλμεράιερ, ξέσπασε σάλος. Εκτός από τους Έλληνες, αντέδρασαν και πολλοί φιλέλληνες, κυρίως Γερμανοί. Σημαντικότερο απ’ όλα τα βιβλία που γράφτηκαν για να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς του, ήταν το πόνημα του φον Οφ με τίτλο «Η καταγωγή των Ελλήνων, τα Λάθη και οι Απάτες του Φαλμεράιερ» (Μόναχο 1847). Όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, ο Φαλμεράιερ, όπως είδαμε, δέχτηκε βαρύτατες ύβρεις από τις αθηναϊκές εφημερίδες και προσωπικούς χλευασμούς από τους απλούς πολίτες. Οι περισσότεροι, όμως, από όσους αγωνίζονταν εναντίον του, δεν είχαν τις απαιτούμενες γνώσεις, και τα κείμενα που είχε επικαλεστεί ο Φαλμεράιερ φαίνονταν, κατά κάποιον τρόπο, σαν να ήταν οι μοναδικές πηγές της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας.
Το καλύτερο, γράφει ο Χοπφ, θα ήταν ο άμεσος έλεγχος της θεωρίας του, που θα βασιζόταν μόνο σε ιστορικά κείμενα, τα οποία άλλωστε είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος. Οι απόψεις του Φαλμεράιερ αποθράσυναν τους Σλάβους σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποιος Ντανκόφσκι υποστήριζε ότι ο Όμηρος ήταν Σλάβος τραγουδιστής (!), επειδή ο δημιουργός της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» ήταν, κατά μια εκδοχή, τυφλός και οι Σλάβοι μουσικοί που περιφέρονται με τη γούσλα (έγχορδο σλαβικό μουσικό όργανο) αναφέρουν κάποιο Σέρβο μυθικό πρίγκιπα Μάρκο, που ταυτίζεται με τον Ηρακλή. Τέλος, στην τελευταία εργασία του με τίτλο «Αλβανικό Στοιχείο στην Ελλάδα», ο Φαλμεράιερ, χρησιμοποιώντας αμφίβολης εγκυρότητας πηγές, προσπαθεί να αποδείξει ότι όσα δεν ήταν σλαβικά στην Ελλάδα, ήταν αλβανικά!
Ας δούμε αναλυτικά τα επιχειρήματα του Χοπφ:
i) Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Εφέσου, οι Σκλαβηνοί (Σλάβοι) λεληλάτησαν το 577 ολόκληρη την Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, κατέλαβαν τη χώρα και εγκαταστάθηκαν εκεί μέχρι που «τους έδιωξε ο Θεός». Δεν αναφέρει πότε έγινε αυτό, αλλά ως το 584 «ζούσαν ανενόχλητοι στις ρωμαϊκές επαρχίες, έχοντας πλουτίσει από τις αρπαγές». Το ίδιο ακριβώς γράφει και ο ιστορικός Μένανδρος (6ος αι.). Ο αυτοκράτορας κάλεσε εναντίον των Σλάβων τους Αβάρους, οι οποίοι όχι μόνο τους νίκησαν αλλά λεηλάτησαν και το βυζαντινό κράτος. Μάλιστα, το 581 κατέλαβαν το Σίρμιο.
ii) Ακολούθησε νέα εισβολή των Σκλαβηνών, τους οποίους απέκρουσε ο Κομεντίολος (στρατηγός, αρχηγός της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα Μαυρίκιου).
iii) Οι Άβαροι παρακίνησαν τους υποτελείς Σλάβους κατά του κράτους (το 588, σύμφωνα με τον Σιμοκάττη) επειδή αυτοί είχαν εισβάλει το 583 και το 586, οπότε κατέστρεψαν τις βόρειες περιοχές δια πυρός και σιδήρου. Μολονότι ο Ευάγριος αναφέρει μια πόλη Ελλάδα, δεν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι Άβαροι – και ασφαλώς όχι οι Σλάβοι – έφτασαν στην κεντρική Ελλάδα ούτε να δεχτούμε – από το «καταστρέφοντας και πυρπολώντας τα πάντα» - ότι τότε εξαφανίστηκε ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός.
iv) Στον πόλεμο του Βαϊνού (χαγάνου των Αβάρων), οι υποτελείς του Σλάβοι κατοικούσαν στις βόρειες περιοχές του κράτους, με αρχηγό τον Αδράγαστο, ο οποίος έκανε την εισβολή του 584. Το 593 όμως δέχτηκε σφοδρή επίθεση από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι λεηλάτησαν τη σλαβική περιοχή πέρα από το Δούναβη. Στη συνέχεια, οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν, ο Αδράγαστος σκοτώθηκε το 597, αλλά νικητές αναδείχθηκαν οι Σκλαβηνοί (Σλάβοι).
Αυτά είναι περιληπτικά τα γεγονότα της κρίσιμης περιόδου, της τελευταίας εικοσαετίας του 6ου αιώνα. Οι Άβαροι τελικά, αφού πρώτα πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη ανεπιτυχώς, νικήθηκαν από τους Βουλγάρους και τους Σλάβους κι εξαφανίστηκαν από τον χάρτη.
Οι Βούλγαροι ίδρυσαν βασίλειο στη βυζαντινή περιοχή που έφτανε μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Το 679 αναγνωρίστηκε η αυτονομία του βασιλείου αυτού. Οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές κοντά στον Στρυμόνα και κοντά στη θεσσαλονίκη. Αυτοί νικήθηκαν από τον Κώνστα Β’ το 657 και υποτάχθηκαν οριστικά το 688.
Όπως γράφει ο Χοπφ, «οι βαρβαρικές εισβολές περιορίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά στις βόρειες επαρχίες. Άλλωστε ούτε οι μαρτυρίες του Μένανδρου και του Ιωάννη του Εφέσου παρέχουν ασφαλείς αποδείξεις ότι η Ελλάδα πέρασε από τότε στα χέρια των Σλάβων... Στο τέλος του 7ου αιώνα, η σλαβική εγκατάσταση εκτεινόταν προς νότο μέχρι τη Βόνιτσα στην Ήπειρο και το Βελεστίνο στη Θεσσαλία. Δεν αποδεικνύεται από πουθενά ότι κατέλαβαν την κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόνησο, την οποία λεηλατούσαν από τη θάλασσα όποτε έβρισκαν την ευκαιρία».
Το 746-747 ξέσπασε φρικτή επιδημία χολέρας, που έπληξε την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά.
Τότε εγκαταστάθηκαν Σλάβοι στην ερημωμένη Ελλάδα και, φυσικά, στην Πελοπόννησο. Το 783, ο Σταυράκιος υποδούλωσε τους Σκλαβηνούς της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Ελλάδας. Οι σλαβικές φυλές της Πελοποννήσου δέχτηκαν επιθέσεις αλλά δεν υποτάχτηκαν.
Στα χρόνια του Νικηφόρου Α’ οι Σλάβοι του Μοριά προσπάθησαν να αποκτήσουν πλήρη ανεξαρτησία. Με τη βοήθεια των Αράβων λεηλάτησαν τα σπίτια των Ελλήνων γειτόνων τους και επιτέθηκαν στην Πάτρα, που σώθηκε από θαύμα (το οποίο αποδόθηκε στον Άγιο Ανδρέα), το 807. Στην πόλη πήγε ο αυτοκρατορικός στρατός, που είχε έδρα την Κόρινθο, και οι Σκλαβηνοί που υποτάχθηκαν δόθηκαν ως δούλοι στην εκκλησία της Πάτρας.
Ακόμα και από το Χρονικό της Μονεμβασίας («Περί Κτίσεως Μονεμβασίας») δεν προκύπτει κάτι ιδιαίτερο, παρά μόνο το όνομα του βυζαντινού στρατηγού που υπέταξε και «αφάνισε» τους Σκλαβηνούς της Πελοποννήσου. Στο Χρονικό της Μονεμβασίας αναφέρεται ότι αυτός ήταν ο Σελήρος. Πρόκειται για λάθος, το σωστό ήταν Σκλήρος. Το 811, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ διόρισε στρατηγό της Πελοποννήσου τον Λέοντα, γιο του Σκλήρου. Δεν φαίνεται όμνως ότι αυτός υπέταξε τους Σλάβους της Πάτρας, αλλά ασχολήθηκε το 810 με τον εποικισμό του Μοριά με Έλληνες.
Ο Καρλ Χοπφ για την «ερήμωση» της Αθήνας και της Αττικής
Ο Χοπφ ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με όσα γράφει ο Φαλμεράιερ για την ερήμωση της Αθήνας για 400 χρόνια και το Αναργύρειο χειρόγραφο. «Η πρώτη νύξη για τη μακραίωνη ερήμωση της Αθήνας βρίσκεται σε κάποια επιστολή του Ναυπλιώτη Θεόδωρου Ζυγομαλά προς τον φιλέλληνα Μάρτιν Κράους σο Τίμπιγκεν το 1581, όπου παραπονιέται για την αλλοίωση της αττικής γλώσσας που είναι γεμάτη με αλβανικά στοιχεία και τελικά αναφέρει ότι «έρημοι έμειναν αι Αθήναι χρόνους περίπου 300• ούτοι δε εκ διαφόρους εισί πόλεων συνηγμένοι• κρείττον σε ακούειν Αθηναίον ή νυν οράν».
Ο Ζυγομαλάς αναφέρεται προφανώς στην περίοδο της Ενετοκρατίας, οπότε και έφτασαν στην Αττική πολλοί ξένοι, ενώ οι Αλβανοί σταθεροποιήθηκαν με την υποστήριξη των Φράγκων δουκών της Αθήνας.
Ο Φαλμεράιερ, όμως, δεν στηρίζεται στον Ζυγομαλά, αλλά στο Αναργύρειο χειρόγραφο και στο «Χρονικό της Αττικής», που έγραψε κάποιος Άνθιμος. Όπως είδαμε, ο Φαλμεράιερ ισχυρίζεται ότι η Αθήνα ήταν έρημη από τον 6ο ως τον 10ο αιώνα. Μόνο που, όπως αναγράφεται στο δεύτερο φύλλο του χειρογράφου, η Αθήνα ήταν έρημη για «τρία σχεδόν χρόνια» και όχι για «τετρακόσια σχεδόν χρόνια». Ο Φαλμεράιερ ισχυρίζεται ότι είδε το πρωτότυπο του χειρογράφου το 1833, όπου αναγραφόταν «τετρακόσια».
Ο Χοπφ αποδεικνύει ότι τα τρία χρόνια ερήμωσης της Αθήνας ήταν μεταξύ 1687 και 1690, μετά δηλαδή την πολιορκία της από τους Βενετούς (Μοροζίνι κλπ.). Και επιρρίπτει ξεκάθαρα ευθύνες στον Κυριάκο Πιττάκη:
«Ο αναιδής και αμαθέστατος πλαστογράφος δεν είναι άλλος από τον κάτοχό τους, τον Πιττάκη, που πέθανε πριν λίγα χρόνια... Επίσης και ο Ρος (Γερμανός αρχαιολόγος που εργάστηκε στην Ελλάδα ως καθηγητής και έφορος αρχαιοτήτων) αναφέρει επανειλημμένα ορισμένες αναξιόπιστες ενέργειές του (ενν. του Πιττάκη) και τον θεωρεί αναξιόπιστο άτομο». Ο Φαλμεράιερ, για να πετύχει τους σκοπούς του, στηρίχθηκε σε ένα ολοφάνερα πλαστογραφημένο χειρόγραφο. Ήταν η ίδια εποχή που ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης (1820-1867 ή 1890 ή 1902!) δημοσίευσε τη «Συμαΐδα», για την υποτιθέμενη φιλοσοφική σχολή της Σύμης, που δεν υπήρξε ποτέ και βρήκε ύμνους του Αριστοτέλη σε ένα νησί κοντά στην Κωνσταντινούπολη, κατορθώνοντας να εξαπατήσει διαπρεπείς επιστήμονες!
Κλείνοντας το βιβλίο του, ο Χοπφ γράφει:
«Αν, λοιπόν, με αυτές τις σλαβικές εποικίσεις τυχαίνει να ρέουν μερικές σταγόνες σλαβικού αίματος στις φλέβες εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους αυτόχθονες και απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, ασφαλώς αυτή η ανάμειξη είναι πολύ μικρή. Μετά από μερικές γενιές, το σλαβικό στοιχείο εξαφανίστηκε κάτω από το πλήθος και το πνεύμα του υπερέχοντος ελληνικού στοιχείου...».
Εμείς θα ολοκληρώσουμε το πρώτο μέρος του «αντίλογου στον Φαλμεράιερ» με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Patrick Leigh Fermor «Μάνη» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1972, σελ.237).
«Το βασικό επιχείρημα του Φαλμεράιερ βασίζεται στο πλήθος των σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα. Δεν αποδείχνει τίποτα, έτσι κι αλλιώς. Εδώ μού ‘ρχονται στο μυαλό, ερασιτεχνικά, μερικές γνώμες στην τύχη. Μια αμπώτιδα εθνικού πνεύματος, μια σύντομη ξένη κυριαρχία και μια προσωρινή αλλαγή στην κατοχή της γης μπορεί, αν και δεν είναι ο κανόνας, να παίξει αυτό το παιχνίδι για μια ή δύο γενιές. Μια βραχύχρονη αγγλική κατοχή άλλαξε χιλιάδες τοπωνύμια στη Βρετανική Αυτοκρατορία, μια χούφτα από Άγγλους άλλαξε εκατοντάδες κελτικά ονόματα στην Ιρλανδία κι η Νορμανδική κατάκτηση έχει αφήσει ένα μικρό, μα δυσανάλογο αριθμό νορμανδικών ονομάτων χωριών. Μια μακροχρόνια μαυριτανική σάρωση άλλαξε ακόμα τα ονόματα των ποταμών και βουνών στην Ισπανία κι οι Ισπανοί αλλάξανε τη μισή ινδιάνικη ονοματολογία του Νέου Κόσμου».