Ψηλά στον Carlton Hill στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, στέκεται το Εθνικό Μνημείο της χώρας. Οι Σκοτσέζοι όμως, μόνο εθνική υπερηφάνεια δε νιώθουν για το μνημείο. Περισσότερο αμηχανία και ντροπή, θα έλεγε κανείς, παρά υπερηφάνεια.
Το μνημείο θα ήταν το εθνικό μνημείο των στρατιωτών και των ναυτικών της Σκοτίας που έχασαν τη ζωή τους στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Αν ολοκληρωνόταν, θα έμοιαζε με τον Παρθενώνα.
Αντ'αυτού, το μόνο που κατάφεραν να σηκώσουν οι Σκοτσέζοι ήταν δώδεκα πυλώνες. Ο δήμος έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον της για το μνημείο και αρνήθηκε να συνεισφέρει κεφάλαια για την ολοκλήρωσή του. Έτσι το κτήριο παραμένει ατελές εδώ και διακόσια χρόνια.
Ένα μνημείο για τη μνήμη των πεσόντων στρατιωτών στους Ναπολεόντειους πολέμους προτάθηκε για πρώτη φορά το 1816 από την Highland Society of Scotland. Η πρόταση βρήκε απήχηση σε πολλούς εξέχοντες κατοίκους του Εδιμβούργου -όπως ο μυθιστοριογράφος σερ Γουόλτερ Σκοτ, ο Λόρδος Έλγιν κ.ά.- η στήριξη των οποίων βοήθησε στην προώθηση του έργου. Το 1822, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος, εν μέσω μεγάλης τελετής.
Οι αρχιτέκτονας Charles Cockerall και William Henry Playfair ονειρεύτηκαν ένα φιλόδοξο μνημείο. Εξωτερικά, η δομή θα έμοιαζε με τον Παρθενώνα, αλλά το εσωτερικό θα φιλοξενούσε έναν ναό και μια μεγάλη κατακόμβη στην οποία θα έθαβαν τις σημαντικές προσωπικότητες της Σκωτίας.
Η εκτίμηση για το έργο έφτασε τις 42.000 λίρες Αγγλίας -ένα τεράστιο ποσό για την εποχή. Η Εταιρεία κατάφερε να συγκεντρώσει μόνο 16.000, με τη δυνατότητα επιχορήγησης ακόμα 10.000 από το Κοινοβούλιο. Παρά τα ανεπαρκή κεφάλαια, οι εργασίες άρχισαν για την κατασκευή του μνημείου το 1826, αλλά μόλις μέσα σε τρία χρόνια, με μόλις δώδεκα πέτρινους πυλώνες, οι πόροι στέρεψαν.
Εκείνη την εποχή, το Εδιμβούργο, ως πόλη, αναπτύσσονταν ταχέως με πολλά μεγάλα έργα κατασκευών, τα οποία η πόλη θεωρούσε ότι ήταν πιο σημαντικά από την κατασκευή ενός περίτεχνου μνημείου με υψηλό κόστος. Παρά τις πολλές προσπάθειες που έγιναν κάποιες χρονιές για την ολοκλήρωση του κτηρίου, το Εθνικό Μνημείο παραμένει ατελές.