Τμήμα της πομπής των θεών στο γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας, από τη ζώνη του ώμου του αγγείου François (αττικός μελανόμορφος ελικωτός κρατήρας, 570-565 π.Χ., MuseoArcheologicoEtrusco, Φλωρεντία). Ανάμεσα στις 270 μυθολογικές μορφές του αγγείου, ξεχωρίζει ο Διόνυσος. Εδώ, στραμμένος κατ'ενώπιον για να τονιστεί το βλέμμα του, φέρνει το κρασί του γάμου μ'έναν αμφορέα – μέσα στον οποίο, 25 χρόνια αργότερα, έμελλε να φυλαχτούν τα οστά του Αχιλλέα και του Πατρόκλου.
Το ακριβότερο δώρο της Ιλιάδας είναι η ασπίδα του Αχιλλέα (Σ 478-607). Έργο ενός χωλού θεού, παραγγελιά μιας Νηρηίδας για το γιο της. Ο ποιητής το δώρισε σε όλους μας. «Εν δε χορόν ποίκιλλε…». Κλειδί για την κατανόηση του κόσμου.
Η θαλασσινή θεά
Η Νηρηίδα αυτή, δεν είναι άλλη από τη Θέτιδα, την πιο γνωστή από τις πολυάριθμες κόρες του θαλασσινού γέροντα Νηρέα και της κόρης του Ωκεανού Δωρίδας. Η Θέτις προσωποποιεί τις αγαθές δυνάμεις του υδάτινου στοιχείου, μαζί με τη γυναίκα του Ποσειδώνα Αμφιτρίτη και τις αδελφές της. Αργυρόπεζα είναι το κοσμητικό της επίθετο, στην ομηρική γλώσσα. Η λέξη δηλώνει μάλλον την ιδιότητα της Νηρηίδας να περπατά πάνω στην αργυρή επιφάνεια της θάλασσας, στον αφρό των κυμάτων.
Ο Δίας, ακολουθώντας τη συμβουλή της Τιτανίδας Θέμιδας ή – κατ` άλλη εκδοχή – του γιου της Προμηθέα (ο οποίος κατ` αυτό τον τρόπο εξαγόρασε την ελευθερία του), είχε αποφύγει να σμίξει ερωτικά με τη Θέτιδα, προκειμένου ν` αποτρέψει την πατροκτονία από τον ισχυρότερο θεό που θα γεννιόταν. Την ωραιότερη από τις Νηρηίδες διεκδικούσε εξάλλου και ο αδελφός του Ποσειδώνας. Η θεϊκή ισορροπία δεχόταν μιαν αδιόρατη απειλή: Μήπως αυτή δεν ήταν άλλη από το διονυσιακό πνεύμα, που θα οδηγούσε στην Τραγική Γνώση των θνητών;
Ο θετός Διόνυσος και ο χωλός Ήφαιστος
Ο Διόνυσος κυοφορήθηκε αρχικά από τη Σεμέλη και – μετά το βίαιο θάνατό της – από τον ίδιο το Δία, μέσα στο μηρό του! Για να σώσει το νεογέννητο από τη ζήλια της Ήρας, ο πατέρας το ανέθεσε αρχικά στην αδελφή της Σεμέλης Ινώ και κατόπιν στις Νυσαίες Νύμφες. Μετά τη δίωξη των Νυμφών από το βασιλιά των Ηδωνών Λυκούργο, ο Διόνυσος «υιοθετήθηκε» από τη Θέτιδα (Ιλιάδα, Ζ 128-141). Η θεϊκή πατροκτονία είχε αποφευχθεί. Όχι όμως και η ανάδυση του καινούργιου πανίσχυρου θεού των Βακχών.
Το ήθος της Θέτιδας δεν μπορεί παρά να λειτούργησε θετικά στη διαμόρφωση του μικρού Διονύσου. Η μητρική αγκαλιά της ασφαλώς προετοίμασε το νέο θεό για την τελική ένωσή του με την Αριάδνη, την προδομένη από το Θησέα κόρη του θαλασσοκράτορα Μίνωα. (Το ιερό ζευγάρι που σχηματίστηκε βρισκόταν στον αντίποδα του ηγεμονικού ζεύγους Δία-Ήρας).
Μια αμφίδρομη ευεργετική επίδραση διαφαίνεται ανάμεσα στο Διόνυσο και τη «θετή» του μητέρα. Η Θέτις, κορυφαία του χορού των Νηρηίδων (Ιλιάδα, Σ 35 κ.ε., Ω 83 κ.ε.· Οδύσσεια, ω 47-94), γίνεται η αρχετυπική πότνια μήτηρ του έπους. Πήγε κι ο Διόνυσος στο γάμο της με το βασιλιά της Φθίας Πηλέα. Ο Δίας είχε ακολουθήσει και τις δύο συμβουλές του γιου της Νύχτας Μώμου (ή, και πάλι, της Τιτανίδας Θέμιδας): Γέννησε την Ελένη με μια θνητή και πάντρεψε τη Θέτιδα μ’ ένα θνητό. Η Έρις όμως ήρθε απρόσκλητη στο γάμο. Έτσι ξεκίνησε ο Τρωικός Πόλεμος, με τη θεϊκή πρόθεση να γίνει καλύτερος ο κόσμος. Όμως ο ποιητής της Ιλιάδας δεν ξεκινά την εξιστόρησή του abgeminoovo(Οράτιος, ArsPoetica 147-149), δηλαδή από το δίδυμο αυγό του κύκνου/Δία, αλλά inmediasres, από το κεντρικό θέμα, την μήνιν του Αχιλλέα. (Και φυσικά, έχει σοβαρούς λόγους και για την καινοτομία αυτή).
Στη ραψωδία Σ, η Θέτις θα δωρίσει στο μονάκριβο γιο της Αχιλλέα μια πολύτιμη ασπίδα, οι παραστάσεις της οποίας μας οδηγούν κατευθείαν στις απαρχές του διονυσιασμού. Κρατώντας την εκείνος, θα νικήσει – κι αργότερα, θα νικηθεί. Ασπίδα φιλοτεχνημένη από τον Ήφαιστο, που τον είχε αναθρέψει για εννιά χρόνια η Θέτις, με τη βοήθεια της Ωκεανίδας Ευρυνόμης, όταν η άστοργη Ήρα τον πέταξε στη θάλασσα για να πνιγεί, επειδή είχε γεννηθεί χωλός (Σ 393-409, άλλη εκδοχή: Α 586-594). Ο Ήφαιστος εκδικείται την Ήρα δωρίζοντάς της ένα χρυσό θρόνο με αόρατα δίχτυα. Η κορυφαία θεά κάθεται ανυποψίαστη και βρίσκεται παγιδευμένη. Τη λύση θα δώσει ο Διόνυσος (ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια του Άρη): μεθάει τον Ήφαιστο και τον πείθει να ξανανέβει στον Όλυμπο για ν’ απελευθερώσει την Ήρα και να πάρει ως τρόπαιο την Αφροδίτη – σύζευξη του θεϊκού κάλλους με τη θεϊκή αναπηρία. (Αργότερα, θα συλληφθεί και η θεά του έρωτα στα δίχτυα του συζύγου της, μαζί με τον αιώνιο εραστή της Άρη).
Τα «θετά παιδιά» της Θέτιδας, Ήφαιστος και Διόνυσος, συναντώνται ξανά, με πολύ διαφορετικό τρόπο, στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας: Η Νηρηίδα προσφέρει ένα χρυσό αμφορέα, έργο του Ηφαίστου και δώρο του Διονύσου προς την ίδια, για να τοποθετηθούν εκεί τα οστά του γιου της Αχιλλέα, μαζί μ’ εκείνα του αγαπημένου του Πατρόκλου, μετά την τελετή της καύσης (ω 73-77, πβ. Ψ 91-92).
Ο τρωτός Αχιλλέας
Από την πρώτη κιόλας ραψωδία της Ιλιάδας (Α 495 κ.ε.) η Θέτις παρακαλεί το Δία για τον Αχιλλέα, παίρνοντας την τυπική στάση της ικεσίας (το αριστερό της χέρι αγγίζει το γόνατό του, ενώ το δεξί τα γένεια του) – σκηνή σχεδόν ερωτικής έντασης, που προκαλεί αμέσως άλλη μια σκηνή ζηλοτυπίας της Ήρας. Στην τελευταία ραψωδία ωστόσο, η Ήρα οργίζεται με τον Απόλλωνα (που υπερασπίζεται το νεκρό Έκτορα) και επαινεί τη Θέτιδα και το γιο της (Ω 55-63). Η στάση της είναι αναμενόμενη, αν λάβουμε υπ’ όψη την πολιτική συμμαχιών που ακολούθησαν οι θεοί στον Τρωικό Πόλεμο: η Ήρα ανήκει στους φιλαχαιούς, ενώ ο Απόλλωνας στους φιλοτρώες (Υ 31-40 κ.ά.). Σύμφωνα με την Ιλιάδα, τρεις από τους φιλαχαιούς θεούς (η Ήρα, η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας) είχαν συνωμοτήσει εναντίον του Δία, ο οποίος τελικά σώθηκε χάρη σε μια πρωτοβουλία της Θέτιδας (Α 396-406). Ήταν λοιπόν ευγνώμων ο θεός. Η απόφασή του να ικανοποιήσει το αίτημα της Θέτιδας (Α 503-530) στηρίζει όλη τη δομή και δράση της Ιλιάδας.
Για τον Αχιλλέα, το λανθάνον «μήλον της έριδος» είναι το υποκατάστατο της μητέρας, το επιθυμητό γέρας: η Βρισηίδα. Ο Αγαμέμνονας, επιβεβαιώνοντας την ηγεμονική του θέση, διαλέγει εκείνη για αντικαταστάτρια της Χρυσηίδας. (Πού να το φανταζόταν τότε, ότι ο Αχιλλέας θα πέθαινε στο πεδίο της μάχης, ενώ ο ίδιος θ’ ακολουθούσε τη μοίρα της τελευταίας του σκλάβας, της Κασσάνδρας, κόρης του ηττημένου βασιλιά Πριάμου). Η πορεία του Αχιλλέα προς την ωρίμανση περνάει μέσα από αυτή τη διπλή απώλεια: της Βρισηίδας, αλλά πολύ περισσότερο του Πατρόκλου.
Θέτις – η τραγική και η παραμυθική διάσταση
Η Θέτις έχει πρωτεύοντα ρόλο στην Ιλιάδα. Ως θεότητα που είναι, γνωρίζει εκ των προτέρων τη μοίρα του γιου της, αλλά σαν μάνα προσπαθεί να την αποτρέψει ή έστω να την κάνει λιγότερο σκληρή. Ο μητρικός πόνος φαίνεται καθαρότερα στη Θέτιδα, παρά στην Ανδρομάχη και την Εκάβη. Εκείνες πενθούν για τη μοίρα τους, για τα αγαπημένα πρόσωπα, για το χαμένο βασίλειο – για το προσωπικό τους σύμπαν, που έχει καταρρεύσει. Η Θέτις θρηνεί σαν Παναγιά – μονάχα για το γιο της: Ω μοι τεκνον εμον, τι νυ σ’ ετρεφον αινα τεκουσα; (Α 414 κ.ε.).
Ως ιερό πρόσωπο, η Θέτις εμφανίζεται και στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Μετά την άλωση της Τροίας, η Ανδρομάχη, αιχμάλωτη του Νεοπτόλεμου και μάνα του μοναχογιού του, καταφεύγει στο ναό της Θέτιδας, για να σωθεί μαζί με το γιο της από την εκδικητική μανία της νόμιμης συζύγου Ερμιόνης, όσο ο Νεοπτόλεμος απουσιάζει στους Δελφούς. Στο τέλος της τραγωδίας, ως από μηχανής θεός η Θέτις φροντίζει για την ταφή του εγγονού της Νεοπτόλεμου, αλλά και για την αποκατάσταση της Ανδρομάχης και τη συνέχεια της τρωικής γενιάς. Σε αντιδιαστολή προς την Ερμιόνη, η «εναλία θεός» θα κάνει τον Πηλέα αθάνατο, κρατώντας τον για πάντα στο θαλάσσιο βασίλειο του Νηρέα.
Πέρα όμως και πίσω από τη μυθολογία, την επική και τη δραματική ποίηση, υπάρχει πάντα η παραμυθική διάσταση. Στο βασικό μύθο της Θέτιδας αναγνωρίζεται το πανάρχαιο μοτίβο της νεράιδας που, μετά από σθεναρή αντίσταση με αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις, αφήνεται να κατακτηθεί από ένα θνητό και – αφού μάταια επιχειρεί να κάνει το γιο τους αθάνατο – επιστρέφει εντέλει στο θεϊκό της κόσμο. Η Θέτις εγκαταλείπει τον Πηλέα όταν εκείνος εμποδίζει την παράτολμη προσπάθειά της να κάνει άτρωτο τον Αχιλλέα (η αχίλλειος πτέρνα δεν αναφέρεται στα ομηρικά έπη). Η ποιητική ανάγκη και μόνο, την εμφανίζει κάποιες φορές στο θεσσαλικό ανάκτορο του βασιλιά των Μυρμιδόνων ή στα ολύμπια παλάτια των θεών. Σύντομα πάντα, επιστρέφει «εν βενθεσσιν αλος παρα πατρι γεροντι»… Κι άλλοτε πάλι, αναδύεται από τα κύματα, με τυπικά παραμυθικό τρόπο, σαν την ομίχλη (Α 358-359) ή την εξ αφρου δυσαμενη Αφροδίτη.
Πώς θα ήταν ο κόσμος αν ο Δίας ή ο Ποσειδώνας είχαν ενωθεί με τη Θέτιδα; Ποιος υπέρτατος θεός θα είχε γεννηθεί; Πώς θα είχε διαμορφωθεί η ισορροπία στη θεϊκή και στην ανθρώπινη κοινωνία; Και γιατί υπερίσχυσαν, έναντι άλλων, οι εν λόγω μυθολογικές παραδόσεις – με πλήθος, βέβαια, παραλλαγών; Με δυο λόγια: τι δηλοί ο μύθος – όλοι αυτοί, οι διαχρονικοί, οι τόσο γοητευτικοί μύθοι, που ακατάπαυστα τροφοδοτούν την Τέχνη και το συλλογικό μας ασυνείδητο; Στο κρίσιμο αυτό ερώτημα επιχειρούν από τις αρχές του 20ού αιώνα να δώσουν ολοκληρωμένες απαντήσεις οι οπαδοί της λειτουργικής, της ψυχαναλυτικής, της κοινωνιολογικής και της δομικήςερμηνευτικής μεθόδου. Η διεπιστημονική προσέγγιση δίνει πράγματι πλούσιους καρπούς. Αλλά οι αρχαίοι Τραγικοί γνώριζαν ήδη πολλά, από τον πέμπτο π.Χ. αιώνα. Ο δικός τους θεός, είχε κάνει το θαύμα του.