Στην αρχαία Ελλάδα, οι άνθρωποι ταξίδευαν συχνά, κυρίως μέσω θαλάσσης, καθώς έτσι είχαν μεγαλύτερη ασφάλεια. Άλλωστε, τα ταξίδια με πλεούμενα ήταν και πιο άνετα, και πιο γρήγορα. Ταξίδευαν για επαγγελματικούς λόγους, για λόγους υγείας, αλλά και για θρησκευτικούς λόγους.
Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό και ομότιμο καθηγητή αρχαιολογίας Μιχάλη Τιβέριο: «επισκέπτονταν μεγάλα ιερά, όπως π.χ. αυτό της Ολυμπίας, για να συμμετάσχουν στα λατρευτικά δρώμενα και να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς αγώνες, παρευρίσκονταν σε περίφημες γιορτές, όπως ήταν τα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια στην Αθήνα – στα τελευταία μάλιστα είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν και τις μοναδικές θεατρικές παραστάσεις των μεγάλων τραγικών –, πήγαιναν σε ιερά-μαντεία, όπως αυτό του Απόλλωνος στους Δελφούς, για να ζητήσουν τη γνώμη της θεότητας προκειμένου να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημά τους. Υπήρχαν ακόμη ορισμένοι, οπωσδήποτε λίγοι σε αριθμό, που ταξίδευαν για να γνωρίσουν τον κόσμο και τα αξιοθέατά του.»
Ναι, αλλά έκαναν διακοπές για ξεκούραση οι πρόγονοί μας; Όχι, λέει ο ακαδημαϊκός. «Αυτοί που πρώτοι καθιέρωσαν διακοπές για ξεκούραση ήταν οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Οι πλουσιότεροι μάλιστα από αυτούς διέθεταν περισσότερες από μια εξοχικές κατοικίες, έτσι ώστε οι διακοπές τους να μη καταντούν μονότονες από τη διαμονή στα ίδια μέρη. Οι εξοχικές αυτές επαύλεις εμφανίζονται από το δεύτερο προχριστιανικό αιώνα, όταν γίνεται πιο ευκρινής και η διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή του Ρωμαίου αριστοκράτη.»
Ως τόποι διακοπών προτιμούνταν και τότε παραθαλάσσιες θέσεις, όπως και καταπράσινες πλαγιές ορεινών περιοχών με υγιεινό κλίμα. Η αριστοκρατία π.χ. της Ρώμης έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στον κόλπο της Νεάπολης και στους καταπράσινους λόφους γύρω από τη Ρώμη. Στις παραθαλάσσιες επαύλεις κατέφευγε τους ανοιξιάτικους μήνες, ενώ στις ορεινές στους καλοκαιρινούς. Και αυτό όχι μόνο για να αποφεύγει τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού αλλά και το θόρυβο των κοινών θνητών που συνωστίζονταν στις παραλίες.
«Πολλές από τις επαύλεις αυτές, που γρήγορα εξελίχθηκαν σε μέσα αυτοπροβολής και κοινωνικής αναγνώρισης, κατέπλησσαν με τον πλούτο τους, καθώς διέθεταν στοές, βιβλιοθήκες,πισίνες, κήπους με συντριβάνια, λουτρά» σημειώνει ο κ. Τιβέριος. «Η έπαυλη του γνωστού στρατηγού Λούκουλλου στη Νεάπολη είχε καταπληκτική θέα καθώς ήταν κτισμένη σε διάφορα επίπεδα, ενώ με μεγάλα τεχνητά ορύγματα μεταφερόταν θαλασσινό νερό απαραίτητο για τα ψάρια που ζούσαν σε τεχνικές λίμνες.
Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ο Πομπήιος είπε στον Λούκουλλο ότι έχει μια έπαυλη καταπληκτική για το καλοκαίρι αλλά εντελώς ακατάλληλη για το χειμώνα. Τότε εκείνος του απάντησε ότι δεν διαθέτει λιγότερο μυαλό από τους γερανούς και τους πελαργούς για να μην αλλάζει τόπο διαμονής ανάλογα με την εποχή. Περίφημη ήταν και η βίλα του Βήδιου Πολλίωνος, γιου ενός απελεύθερου, που ήταν κτισμένη πάνω σε λόφο ανάμεσα στη Νεάπολη και τους Ποτεόλους (το σημερινό Pozzuoli) και την οποία ο ιδιοκτήτης της την ονόμασε «παυσίλυπον».
Από την ελληνική αυτή λέξη ο λόφος ως τις μέρες μας ονομάζεται Posillipo! Πολλοί έκτιζαν τις επαύλεις τους δίπλα στη θάλασσα με τμήματά τους να εισχωρούν μέσα σ'αυτήν ώστε να μπορούν να ψαρεύουν ακόμη και από τις κρεβατοκάμαρες τους! Οι πιο πολυτελείς διέθεταν και ιχθυοτροφεία στα οποία τρέφονταν σπάνια ψάρια, ιδίως σμύρνες, ένα λαχταριστό έδεσμα για τους Ρωμαίους καλοφαγάδες.»
Ποιοι μπορούσαν να κάνουν διακοπές;Οι πλούσιοι Ρωμαίοι, φυσικά, αλλά και εκείνοι που είχαν μέσο εισόδημα.
Εργάζονταν όμως οι πρόγονοί μας ώστε να έχουν ανάγκη διακοπών; Παρά τα όσα έχουν επικρατήσει οι αρχαίοι Αθηναίοι βεβαίως και εργάζονταν, ως μισθωτοί στο δημόσιο ή σε κάποιο ιδιώτη ή σε μικρές, δικές τους βιοτεχνίες. Οι δούλοι έκαναν κυρίως τις «βάναυσες» εργασίες εφόσον υπήρχε η οικονομική δυνατότητα πληρωμής τους από τον μέσο πολίτη.
Επειδή, όμως σπάνια υπήρχε αυτή η άνεση, συναντάμε δούλους στους πολύ πλούσιους, πολιτικούς, άρχοντες κλπ και στις δημόσιες υπηρεσίες. Πολλές φορές «βάναυσες εργασίες» έκαναν και οι πολύ φτωχοί, ελεύθεροι πολίτες. Εργάζονταν όλοι επτά ημέρες την εβδομάδα. Έτσι, είχαν ανάγκη ψυχαγωγίας, την οποία ικανοποιούσαν μέσα στην εβδομάδα, στις ελεύθερες ώρες τους και τις ημέρες αργίας, κατά τις θρησκευτικές εορτές.
Όσοι ζούσαν «παρά θιν αλός» έκαναν τα μπάνια τους, οι άλλοι όμως δεν μπορούσαν να μετακινηθούν εύκολα, έως καθόλου. Οι πισίνες των γυμναστηρίων δρόσιζαν τους άρρενες, αλλά τα κορίτσια και οι γυναίκες αποκλείονταν. Το πολύ να ανέβαιναν τη νύχτα, με την οικογένεια, στις ταράτσες των σπιτιών αναζητώντας λίγη δροσιά για να κοιμηθούν. Έκαναν αέρα με βεντάλιες (ριπίδες), προστατεύονταν από τον ήλιο με σκιάδια (ομπρέλες) και μπορούσαν να κάνουν δροσερά ντους στα σπίτια τους ή στα δημόσια λουτρά.
Από το τέλος των ρωμαϊκών χρόνων, μέχρι την Αναγέννηση και τις απαρχές του 19ου αιώνα, το ταξίδι συνέχιζε να παραμένει προνόμιο των υψηλών τάξεων. Τα θρησκευτικά ταξίδια και οι επισκέψεις σε ιαματικές πηγές ήταν οι δημοφιλέστερες καλοκαιρινές «διακοπές». Παράλληλα καθιερώθηκε και ο θεσμός του «Grand Tour», των ταξιδιών που επιχειρούσαν οι γόνοι αριστοκρατών γυρίζοντας ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Το «Μεγάλο Ταξίδι» συχνά διαρκούσε περί τα τρία χρόνια και είχε ως στόχο όχι την αναψυχή αλλά την διεύρυνση των οριζόντων.