Τον Σεπτέμβριο του 1802, το βρετανικό πλοίο «Μέντωρ» ναυάγησε στα Κύθηρα παίρνοντας μαζί του στον πάτο της θάλασσας πλήθος αγαλμάτων και γλυπτών από τον Παρθενώνα
Από το 1801 έως το 1804 τα συνεργεία του Έλγιν δρούσαν στην Ακρόπολη, προκαλώντας σημαντικές ζημίες στα γλυπτά και το ίδιο το μνημείο. Αποκαθήλωσαν τμηματικά 56 λίθους της ζωφόρου, 19 αετωματικές μορφές και 15 μετώπες, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη από το μνημείο, τα οποία μετέφεραν σταδιακά στην Αγγλία.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1802 το μπρίκι «Μέντωρ» απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά με κατεύθυνση τη Μάλτα και τελικό προορισμό την Αγγλία. Μετέφερε 16 μεγάλα ξύλινα κιβώτια που περιείχαν 14 τμήματα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα και τέσσερα από αυτήν του ναού της Απτέρου Νίκης, καθώς και άλλα μεμονωμένα σπαράγματα και μέρη αγαλμάτων (μαρμάρινα μπούστα, τον μαρμάρινο Θρόνο του Πρυτάνεως, σφονδύλους κ.ά.), τα οποία είχε αποσπάσει το συνεργείο του Ελγιν. Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ο Σκωτσέζος Γουίλιαμ Εγκλεν, ενώ σε αυτό επέβαιναν 12 άτομα, μεταξύ των οποίων ο γραμματέας του Ελγιν, Γουίλιαμ Χάμιλτον, ο λοχαγός Πυροβολικού Τζον Σκουάιρ και ο τοπογράφος και αρχαιολόγος Γουίλιαμ Λικ, στον οποίο ανήκε το περιεχόμενο των τεσσάρων κιβωτίων.
Στις 6 το απόγευμα της 16ης Σεπτεμβρίου και ενώ ο «Μέντωρ» είχε φτάσει στο ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου, ένας δυνατός βορειοδυτικός άνεμος τον έβγαλε από την πορεία του, παρασύροντάς τον περίπου 40 μίλια νοτιότερα. Ο Σκωτσέζος κυβερνήτης παρατηρεί πως στο σκάφος έμπαιναν νερά και αποφασίζει να πλεύσει προς τον Αβλέμονα των Κυθήρων. Παρόλο που το πλοίο μπήκε στον όρμο, οι δυνατοί άνεμοι έκοψαν τα σκοινιά και η θαλασσοταραχή το έριξε στα βράχια. Σε λίγες ώρες το πλοίο βυθίστηκε με τους επιβάτες να έχουν διασωθεί. Ο Εγκλεν απέκρυψε το ακριβές περιεχόμενο των κιβωτίων, αναφέροντας παραπλανητικά: «Μέσα σε αυτό υπήρχαν κάποια κιβώτια που περιείχαν λίθους, καμιάς ιδιαίτερης αξίας μεν, αλλά πολύ σημαντικούς για μένα τον ίδιο, ώστε να θέλω να τους εξασφαλίσω».
Προσλαμβάνονται Καλύμνιοι δύτες προκειμένου να ανασυρθούν από το βυθό «16 κάσες με μάρμαρα» και «ένα κάθισμα μαρμάρινο». Οι δύτες κατάφεραν να ανασύρουν μόνο το 1/4 του φορτίου του πλοίου. Το 1803 ο Έλγιν φτάνει στον Αβλέμονα με τη φρεγάτα «Νταϊάνα». Οι εργασίες ανέλκυσης του ναυαγίου αρχίζουν τον Σεπτέμβιο της ίδιας χρονιάς και έως τον Δεκέμβριο οι Καλύμνιοι δύτες είχαν ανελκύσει ακόμη 11 κιβώτια. Τον Ιούνιο του 1804 οι δύτες εντόπισαν και ανέλκυσαν το τελευταίο (16ο) κιβώτιο και λίγο αργότερα τον Θρόνο του Πρυτάνεως. Τα κιβώτια έμειναν προστατευμένα στην ακτή και ταξίδεψαν στη συνέχεια στην Αγγλία.
Το 1975, ο Γάλλος ωκεανογράφος Ζακ Υβ Κουστώ, ερεύνησε την περιοχή χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιούλιο του 1980 ομάδα αυτοδυτών του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ) κατάφεραν να εντοπίσουν το σκάφος, μισοθαμμένο από την αριστερή του πλευρά, σε βάθος 40 εκ. κάτω από την άμμο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η πλευρά αυτή του «Μέντορα» είχε διατηρηθεί σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τη δεξιά, που είχε καταστραφεί τόσο από την πρόσκρουση στα βράχια όσο και κατά τη διάρκεια ανέλκυσης των κιβωτίων στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η περιοχή της Τομής 1/2017 με ξύλα του πλοίου
Οι συστηματικές έρευνες επαναλήφθηκαν μετά το 2009 από κλιμάκιο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, με επιστημονικό υπεύθυνο τον καταδυόμενο αρχαιολόγο δρα Δ. Κουρκουμέλη και την υποστήριξη του αυστραλιανού Σωματείου Κυθηρίων εξ Αυστραλίας «Kytherian Research Group», του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Γ. Λάτση. Κατά τις έρευνες αυτές, από το πρυμναίο κυρίως τμήμα του «Μέντορα» ανελκύστηκαν αντικείμενα που χρησιμοποιούσε το πλήρωμά του, όπως γυάλινα, πήλινα ή πορσελάνινα σκεύη (μελανοδοχεία, διακοσμητικά αντικείμενα κ.ά.), κουμπιά από στολές και άλλα ενδύματα, νομίσματα της συγκεκριμένης περιόδου (το ένα του 1788, που έχει ταυτιστεί ως ολλανδικό), πόρπες, δαχτυλίδια, τρεις πιστόλες, βόλια διαφόρων διαμετρημάτων, μια μικρή οβίδα, όργανα ναυσιπλοΐας, καθώς και τρία αρχαία νομίσματα, ένα από τα οποία πιθανώς να χρησιμοποιούνταν ως κόσμημα, καθώς φέρει διαμπερή οπή.
Τροχαλία και ξύλα από το βόρειο τμήμα
Κατά την έρευνα στο πρωραίο τμήμα διαπιστώθηκε ότι το σκαρί του πλοίου σε μήκος 10 μέτρων διασώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση και για την περαιτέρω προστασία του καλύφθηκε με ειδικό γεωύφασμα. Ομως, τα σημαντικότερα -από αρχαιολογικής απόψεως- ευρήματα εντοπίστηκαν τον Ιούνιο του 2013. Πρόκειται για δύο θραύσματα από αιγυπτιακές αρχαιότητες, που βρίσκονταν κάτω από τον αμμώδη πυθμένα, σε βάθος 50-70 εκ. Το πρώτο (40 x 15 εκ.) ανήκει σε φαραωνικό γλυπτό από την εποχή του Νέου Βασιλείου (1570-1070 π.Χ.), ενώ το δεύτερο (23 x 16 εκ.) σε τμήμα ανάγλυφης στήλης του καθισμένου θεού Ρα, που κρατάει στο χέρι το «κλειδί της ζωής» (Ύστερης Πτολεμαϊκής Περιόδου, 1ος αι. π.Χ.). Ηταν η πρώτη φορά έπειτα από δύο αιώνες που η Ελλάδα ανακτούσε αρχαιότητες από το φορτίο του συγκεκριμένου πλοίου.
Εμπρός τμήμα ξύλινου συρταριού επίπλου
Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε από το ΥΠΠΟΑ πως «Πιόνια σκακιού, καπνοσύριγγες, φιαλίδια, χτένια, μία οδοντόβουρτσα”, είναι μερικά από τα νέα ευρήματα που έφερε στο φως η υποβρύχια έρευνα της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ), στο ιστορικό ναυάγιο ΜΕΝΤΩΡ στα Κύθηρα». Η έρευνα, που συνεχίζεται για πέμπτη χρονιά από την ΕΕΑ, διενεργήθηκε στο διάστημα από 8 Ιουλίου έως 27 Ιουλίου 2017.
Σιδερένια αντικείμενα από το νότιο τμήμα της τομής.
«Συγκεκριμένα», σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, «βρέθηκαν προσωπικά αντικείμενα των επιβατών και του πληρώματος, όπως πιόνια σκακιού, νομίσματα, από τα οποία ένα χρυσό (Ουτρέχτη 1756),καπνοσύριγγες, φιαλίδια, ένας οστέινος καβαλάρης, διακόσμηση μουσικού οργάνου, χτένια και μία οδοντόβουρτσα, καθώς και δύο μεταλλικά κομβία με παράσταση άγκυρας, που προέρχεται από ένδυμα ναυτικού. Επίσης το εμπρός μέρος ενός συρταριού επίπλου καθώς και ένας μεγάλος αριθμός θραυσμάτων σκευών καθημερινής χρήσης».
Κατά τη διάρκεια της φετινής υποβρύχιας ανασκαφής ερευνήθηκε τομή διαστάσεων περίπου 3μ.Χ2μ. σε περιοχή προς την πλώρη του πλοίου. «Αν και στο χώρο δεν σώζεται σε καλή κατάσταση το σκαρί του πλοίου, βρέθηκε μεγάλος αριθμός ξύλων που μαρτυρούν την καταστροφή του τόσο κατά την διάρκεια της πρώτης ναυαγιαιρεσίας του 1802-1804 όσο και από τις μετέπειτα ενέργειες στο χώρο, καθώς και ένας σημαντικός αριθμός τροχαλιών, σχοινιών και μεταλλικών αντικειμένων, που σχετίζονται με την περιοχή, όπου υπήρχε ο ένας από τους δύο ιστούς του πλοίου» συμπληρώνει το ΥΠΠΟΑ.
Η έρευνα, στην οποία συμμετείχαν από την Εφορεία Εναλίων Αρχ/των οι Δρ. Δημήτρης Κουρκουμέλης ως διευθυντής, Άρης Μιχαήλ και Λ. Μερσενιέ ως υπεύθυνοι καταδύσεων, υποστηρίχτηκε από τον Κυθηραϊκό Ερευνητικό Όμιλο, τον Δήμο Κυθήρων, την Ilios Shipping Co, τον κ. Στάθη Τριφύλλη και την ΜΚΟ «Αργώ».
thetoc.gr