Οι δεσμοί της Αρκαδίας με την Κύπρο είναι Προϊστορικοί και χρονολογούνται πριν από τον 12ον π.χ αιώνα.
Οι πρώτοι άποικοι της νήσου ήταν οι Αρκάδες όπως αναφέρουν οι αρχαίοι ιστορικοί Ηρόδοτος και Παυσανίας.Η εγκατάσταση των Αρκάδων αποίκων στην Κύπρον έγινε προ της καθόδου των Δωριέων στην Πελοπόννησον, μάλιστα δε προηγήθησαν των των Αιολικών και Ιωνικών αποικιών, οι οποίοι κατέκτησαν αργότερα τα παράλια της Μ. Ασίας.
Από την ανάγνωση των Κυπριακών επιγραφών και συγκριτικής μελέτης ειδικών γλωσσολόγων, κατεδείχθη η συγγένεια και επεβεβαιώθη η μεγίστη ομοιότητα της αρχαίας Κυπριακής Διαλέκτου με την αρχαίαν Αρκαδική Διάλεκτο.
Η Κύπρος, στην αδιάκοπη και πολυκύμαντη ροή του ιστορικού χρόνου, παρουσιάζει τούτο το χαρακτηριστικό γνώρισμα: αν και δέχτηκε πολλές και έντονες επιδράσεις απ’ τους γειτονικούς της λαούς, ωστόσο, δεν αποκόπηκε ποτέ απ’ την μητροπολιτική Ελληνική εστία. Ο πολιτισμός της, απ’ τα πανάρχαια χρόνια, αποτελεί ένα γονιμοποιό αδέλφωμα γηγενών, Ελληνικών και μεσανατολικών στοιχείων.
Ομηρική Μαρτυρία
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα μας αναφέρει ότι από τις Ελληνικές πολεμικές δυνάμεις σε πλοία, άνδρες και αρχηγούς, που συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα ,για να πάρουν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας ήταν και η Αρκαδία με αρχηγό τους τον βασιλιά Αγαπήνορα.Ο Αγαπήνορας ήταν από την Τεγέα μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας.
Όταν τελείωσε ο Τρωικός πόλεμος, οι Αρκάδες μπήκαν στα καράβια που πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Πλησιάζοντας στην Κύπρο, τους έπιασε τόσο μεγάλη φουρτούνα, ώστε δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Δεν ήταν και τόσο καλοί θαλασσινοί και δεν τόλμησαν να τα βάλουν με τα μανιασμένα κύματα. Έτσι, άραξαν στις Κυπριακές ακτές και εγκατασταθήκαν μόνιμα εκεί.
Ο Όμηρος γράφει «Κατέφθασαν λοιπόν πολλά παλικάρια, από διάφορα μέρη της Αρκαδίας. Και να, απ’ τους πρόποδες της Κυλλήνης όπου βρίσκεται ο τάφος του Αιπύτου, ήλθαν αρκετοί γενναίοι κονταρομάχοι. Επίσης ήλθαν απ’ τον Φενεό και τον Ορχομενό όπου τρέφουν πολλά κοπάδια πρόβατα.
Άλλοι ήλθαν από τη Ρίπη, τη Στρατία και την ανεμοδαρμένη Ενίσπη. Άλλοι απ’ την Τεγέα και την όμορφη Μαντίνεια κι άλλοι απ’ τον Στύμφαλο και την Παρρασία. Αρχηγός τους ήταν ο Αγαπήνωρ, ο γιός του Αγκαίου.
Όλοι τους ήσαν εμπειροπόλεμοι και μπήκαν αρκετοί σε κάθε πλοίο απ’ τα εξήντα που τους έδωσε ο Αγαμέμνων, ο γενικός αρχηγός της εκστρατείας. Αυτά τα πλοία ήσαν γερά και καλοφτιαγμένα, ικανά να περάσουν χωρίς κίνδυνο το βαθυγάλαζο πέλαγος, μιας και οι Αρκάδες δεν είχαν ιδέα από θαλασσινές τέχνες».
Την αρχαία εποχή, η Αρκαδία δεν είχε διέξοδο προς την θάλασσα. Ήταν περιοχή εντελώς μεσογειακή. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Αγαμέμνων εφρόντισε να τους εξασφαλίση εξήντα γερά και καλοφτιαγμένα καράβια.
Οι αρχαίοι Αρκάδες, οι «βαλανηφάγοι», ήσαν άριστοι κτηνοτρόφοι, γεωργοί, αθλητές και πολεμιστές. Η θάλασσα τους ήταν άγνωστη. Απόδειξη, ότι, όταν τους έπιασε η μεγάλη θαλασσοταραχή κατά την επιστροφή τους απ’ την Τροία, κατέφυγαν στις Κυπριακές ακτές της Πάφου και έμειναν εκεί για όλη τους τη ζωή.
Μαρτυρία Παυσανία
Η μαρτυρία του Παυσανία είναι πολύ κατατοπιστική. Επισημαίνουμε μερικά σπουδαία στοιχεία. Η αποβίβαση των Αρκάδων στην Κύπρο, αν και αναγκαστική, δεν είχε προσωρινό χαρακτήρα. Απεφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Είτε διότι δεν είχαν ελπίδες να επιστρέψουν με ασφάλεια στην πατρίδα, είτε διότι τους άρεσε το μέρος, είτε και για τα δυό μαζί, έβαλαν μπροστά σχέδια μόνιμης και σταθερής παραμονής στον φιλόξενο αυτόν τόπο.
Όποιος θέλει να φύγει, όποιος βασανίζεται από το σαράκι του νόστου, δεν χτίζει πολιτείες και ναούς.Για να γίνουν αυτά τα μεγάλα έργα, εχρειάστηκαν δύο παράγοντες.
Χρόνος και εύνοια. Είναι αυτονόητο, ότι πριν αρχίσει ο οργασμός της δημιουργίας, θα είχαν προηγηθή εγκάρδιες επαφές με το ντόπιο ανθρώπινο δυναμικό. Δεν δημιουργεί έργα ο νεοφερμένος σε περιβάλλον εχθρικό. Βασικός παράγοντας κάθε δημιουργίας είναι η γαλήνη, η ασφάλεια και η ησυχία.
Επικρατεί η γνώμη στον κύκλο των ειδικών, ότι από πολύ παλιότερα είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο Αρκάδες, σαν έμποροι, σαν μετανάστες και αποικιστές. Οι νέοι του Αγαπήνορα, μαζί με τους παλιούς, ανακατεύτηκαν με τους γηγενείς κατοίκους και έπλασαν μια δυναμική και δημιουργική φυλή.
Οι Αρκάδες, εκτός από το γερό βιολογικό κύτταρο, έφεραν μαζί τους και τις συνήθειες, τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες, τις δεξιότητες και τις λατρείες τους. Αρχιτεκτονική, πολεοδομία, γλυπτική, πηλοπλαστική, οπλοτεχνία, υφαντική, τέχνη και τεχνική, γλώσσα και γραφή, γνώση και πράξη, μεταφυτεύθηκαν κι ανακατεύτηκαν με τα Κυπριακά και τεχνούργησαν ένα λαμπρό πολιτισμό. Τον Αρκαδοκυπριακό
Σπουδαία ευρήματα
Το μεταναστευτικό ρεύμα απ’ την Αρκαδία προς την Κύπρο, φαίνεται ότι έφτασε σε μεγάλη συχνότητα και πυκνότητα. Οι Αρκάδες, απλώθηκαν, διείσδυσαν και ρίζωσαν σ’ όλο το νησί. Αυτά δεν είναι ευσεβείς πόθοι.
Αποδεικνύονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα που έρχονται στην επιφάνεια, όλο και πιο πλούσια, όλο και πιο εύγλωττα. Οι αρχαιολόγοι, θεωρούν εξαιρετικής σημασίας, δύο χάλκινα αγάλματα που βρέθηκαν στην αρχαία πόλη Έγκωμη. Η Έγκωμη βρισκόταν στην επαρχία της Αμμοχώστου, κοντά στο σημερινό χωριό που έχει την ίδια ονομασία.
Οι ανασκαφές, ξέθαψαν τα ισχυρά τείχη, τους κανονικούς δρόμους, τα βολικά σπίτια, την άριστη ρυμοτομία, τα δημόσια κτίρια, τις πλατείες, τους ναούς, τους βωμούς, τα χυτήρια μετάλλων, χιλιάδες αγγεία, αγάλματα και πολλά άλλα καλλιτεχνικά αντικείμενα.
Μας ενδιαφέρουν πολύ τα δύο χάλκινα αγάλματα που αναφέραμε προηγουμένως. Το ένα, παρασταίνει τον Αρκαδικό θεό Απόλλωνα, τον λεγόμενο Κεραιάτη. Το ύψος του φθάνει τα πενήντα πέντε εκατοστό και είναι φτιαγμένο από συμπαγή χαλκό. Στο κεφάλι του έχει κέρατα, όπως ακριβώς συνέβαινε στην Αρκαδία.
Ο θεός στέκεται όρθιος, φοράει περισκελίδα και στο κεφάλι του φέρνει περικεφαλαία κωνικού σχήματος, καμωμένη από δέρμα προβάτου. Τα μεγάλα κέρατα, είναι φυτρωμένα από την περικεφαλαία. Το αριστερό του χέρι, ακουμπάει στο στήθος.
Το δεξί του, στρέφεται μπροστά με τεντωμένη παλάμη και με κλειστά δάχτυλα, εκτός απ’ τον αντίχειρα. Στη μέση φοράει ζώνη, που του χαρίζει ιδιαίτερη κομψότητα. Το άγαλμα είναι τόσο τέλεια καμωμένο, ώστε φαίνεται σαν ζωντανό.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι λεπτά, αρμονικά κι όμορφα και στα χείλη του χαράζεται ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Το έργο βρέθηκε μέσα στον κεντρικό ναό της Έγκωμης. Τώρα είναι τοποθετημένο στο Κυπριακό Μουσείο της Λευκωσίας.
Σε άλλο ναό βρέθηκε το δεύτερο άγαλμα. Είναι κι αυτό από χαλκό και παρασταίνει ένα θεό με γένια και με κέρατα. Στο δεξί του χέρι κρατάει ακόντιο και στο αριστερό ασπίδα. Κι αυτό, θεωρείται μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, αν και η ταυτότητά του δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί. Να είναι τάχα, ο Αρκαδικός θεός Πάν? Η μορφή, επιτρέπει μια τέτοια υπόθεση. Μα η ασπίδα και το ακόντιο μας κάνουν κάπως διστακτικούς.
Υπάρχουν οι τολμηροί που υποστηρίζουν αυτή την πιθανοφανή άποψη:
το άγαλμα ίσως αποτελεί συγκερασμό αρκαδοκυπριακής συνεργασίας. Για να υπάρχουν αυτά τα αγάλματα και κυρίως το πρώτο, που εικονίζει τον Αρκαδικό θεό Απόλλωνα τον Κεραιάτη, θα πει ότι είχε επιβληθεί η λατρεία του θεού αυτού στην πόλη Έγκωμη.
Αυτό βεβαιώνεται από σχετική επιγραφή που βρέθηκε στην πόλη Λάρνακα. Κοντά στο άγαλμα, βρήκαν αρκετά χάλκινα κρανία (βουκράνια). Αυτά τα φορούσαν οι λατρευτές, την εποχή των θρησκευτικών τελετών προς τιμήν του Αρκαδικού θεού Απόλλωνα του Κεραιάτη.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι Αρκάδες κάτοικοι της πόλης θα ήταν πολλοί και ισχυροί. Η καθιέρωση μιας θρησκευτικής λατρείας μέσα στις λαϊκές μάζες, προϋποθέτει κυριαρχία στον διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα. Το ίδιο και η ανάπτυξη της τέχνης και μάλιστα της μεταλλοτεχνίας, που είναι προχωρημένη μορφή εικαστικής έκφρασης.
Υπάρχουν κι άλλα ευρήματα σε πολλές Κυπριακές τοποθεσίες, που δείχνουν πειστικά κι ολοφάνερα την Αρκαδική παρουσία στην Κύπρο, απ’ τον δέκατον τέταρτον αιώνα π.χ και μετά.
Αρκαδοκυπριακή Διάλεκτος
Όμως εκείνο που έχει το μεγαλύτερο βάρος στον αβρό και καρποφόρο εναγκαλισμό Αρκαδίας και Κύπρου, είναι η γλώσσα. Η ξεχωριστή εκείνη αρχαία Κυπριακή γλώσσα που σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό των ειδικών, λέγεται Αρκαδοκυπριακή Διάλεκτος. Δεν ήταν μόνο προφορική αυτή η διάλεκτος, αλλά και γραπτή.
Οι Κύπριοι είχαν δική τους γραφή. Είναι διαφορετική από τη Μινωική και λέγεται «συλλαβική κυπριακή γραφή». Οι ειδικοί επιστήμονες τοποθετούν την ακμή και χρήση της, γύρω στα 1500 π.χ, αλλά δεν κατάφεραν ακόμη να την αποκρυπτογραφήσουν, παρά τις έντονες προσπάθειες τους.
Τα σύμβολά της αποτελούνται από ευθείες και καμπύλες γραμμές (γραμμική γραφή) και τα βρήκαν χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες ή ζωγραφισμένα επάνω σε αγγεία. Αργότερα, τα χάραζαν επάνω σε φύλλα χαλκού. Επιφάνειες σαν αυτές, με τέτοια γραφή, βρέθηκαν πολλές στην Παλαίπαφο, στο Κίτιο, στην Έγκωμη και αλλού. Τα ονόματα των πόλεων μας θυμίζουν Αρκαδικές εγκαταστάσεις κι Αρκαδικές πολύπλευρες εξάρσεις.
Ειδικά στην πόλη Έγκωμη, βρέθηκε ένας πήλινος κύλινδρος γραμμένος σ’ ολόκληρη την επιφάνεια με σύμβολα μεταγενέστερης εποχής (γύρω τα 1200 π.χ). Εκατό χρόνια αργότερα (γύρω στα 1100 π.χ) παρουσιάστηκαν αρκετά εργαλεία χάλκινα, με χαραγμένες επάνω τους διάφορες επιγραφές, όπως χάλκινα πιάτα, γεωργικά ή ξυλουργικά χάλκινα αντικείμενα, ραβδιά, εξαρτήματα αργαλειού και χάλκινα νομίσματα (τάλαντα). Φαίνεται πως η μόρφωση είχε αναπτυχθή τόσο πολύ, ώστε οι τεχνίτες ήξεραν να γράφουν και οι άνθρωποι του λαού να διαβάζουν.
Τα αντικείμενα αυτά, ήσαν για τις πλατειές λαϊκές τάξεις και όχι για τους παλατιανούς, τους άρχοντες και το ιερατείο. Επομένως, η μόρφωση θα είχε ευρύτερη διάδοση.Αυτός ο τρόπος γραφής με τα γραμμικά σύμβολα, κράτησε ως τον τέταρτον προχριστιανικόν αιώνα. Από τότε κι ύστερα άρχισε να υποχωρή και να παίρνει τη θέση του σιγά – σιγά, ο γνωστός Ελληνικός τρόπος γραφής της εποχής εκείνης.
Σύμφωνα με μια ισχυρή άποψη των ειδικών, η αρχαία Κυπριακή γραφή διαμορφώθηκε απ’ τις αμοιβαίες επιδράσεις Αρκάδων και Κυπρίων. Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες, κατάφεραν να ταξινομήσουν εβδομήντα έξη γραφικά στοιχεία (γράμματα) και πέντε αριθμούς.Η συγγένεια της κυπριακής και αρκαδικής έχει δώσει λαβή στην υπόθεση ότι και οι δύο κατάγονται από κοινή μητέρα, την αρκαδοκυπριακή των μυκηναϊκών χρόνων.
Έτσι βεβαιώνεται ότι ένα μέρος από τους Έλληνες της Κύπρου κατάγονται από την Αρκαδία και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπου ήταν απλωμένη η αρκαδική πριν από την κάθοδο των Δωριέων. Από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι η βόρεια ακτή της Κύπρου λεγόταν "Αχαιών ακτή"κατά τον Στράβωνα και οι ιερείς μιας άγνωστης θεότητας λέγονταν "Αχαιομάντεις".
Αρκαδο-Κυπριακά Τοπωνύμια
Εκτός από την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο και τα κοινά αρκαδοκυπριακά τοπωνύμια , επιβεβαιώνουν τη διαχρονική συνέχεια των δύο αδελφών λαών. "Τόπων τινών ονόματα λεγόμενα μηνύουσι την πάλαι ποτέ αυτών ενοίκησιν", γράφει ο Διον. Αλικαρνασσεύς. Τοπωνύμια υπάρχουν και στην Αρκαδία και στην Κύπρο, τα οποία θα πρέπει να εξετασθούν ως γλωσσικό τεκμήριο αποικισμού και ενδεικτικό της συντηρητικότητας των τοπωνυμίων ως γλωσσικών στοιχείων:
Βάσσαι Αρχαίας Φυγαλίας και Βάσσα (Βήσσα) χωρίον Λεμεσσού.
Σαϊτάς του Ντάρα και Σαϊτάς της Κύπρου.
Λιβεργά της Κανδύλας και Λιβερά της Κύπρου.
Λύμπια Κυνουρίας και Λύμπια Κύπρου.
Μαρί Κυνουρίας και Μαρίν Κύπρου.
Τεγέα Αρκαδίας και Τεγησσός Κύπρου.
Κολλίνες Μαντινείας και Κολλινία (λοφώδης περιοχή Κύπρου).
Κυλλήνη (όρος) Αρκαδίας και Κυλλήνια, χωρίον Πάφου.
Απόλλων Κερεάτης (ιερόν) Αρκαδίας και Απόλλων Κεραιάτης (άγαλμα) Εγκώμης (Αλάσιας) Κύπρου.
Απόλλων Αγυιεύς (Τεγέα) και Αγυάτης Απόλλων (Αγυιά Κύπρου).
Κερύνεια (τοπωνύμιο) Αρκαδίας και Κυρήνεια Κύπρου.
Κλάριος Απόλλων (Αρκαδία) και Κλάριος (ποταμός Κύπρου).
Πύλαι Αρκαδίας και Πύλα Λάρνακος.
Μακαρία Αρκαδίας (Παυσ. Η΄ 3,3) και Μακαρία Κύπρου.
Μαλούς (ποταμός) Αρκαδίας και Μαλούντα της Κύπρου.
Μακούνια Τσακωνιάς και Μακούντα Κύπρου.
Γλανιτσιά χωριό της Γορτυνίας και Αγλαντζιά Κύπρου.
Σπάθαρι, χωριό της Γορτυνίας και Σπαθαρικό Κύπρου
Μάραθα (χωρίον) Γορτυνίας και Μάραθον (ποτάμι) Κύπρου.
Τραπεζούς Αρκαδίας και Τραπέζου (κώμη) επαρχίας Αμμοχώστου Ακόμη επισημαίνουμε και άλλα γνωστά σήμερα Αρκαδοκυπριακά τοπωνύμια, που πρέπει να εξετασθούν κάποτε όπως:
Αγριδάκι, Ζαχαρία, Καλλιάνα, Καλλιάνι, Καμινάρια, Λύμπια, Σόλος, Γόλγος, κ.λ.π.
Τα κοινά αρκαδοκυπριακά τοπωνύμια, η αρκαδοκυπριακή διάλεκτος, η κοινή λατρεία, οι νόμοι, τα ήθη κι έθιμα επιβεβαιώνουν, για όσους αμφιβάλλουν, το φυλετικό δεσμό που δεν αδυνάτισε στη διαδρομή των αιώνων και διαχρονικά συνεχίζονται οι ιστορικές σχέσεις μέχρι σήμερα.