Γνωστή η ιστορία του φρουρίου Ιτζεδίν στα Χανιά, στην είσοδο του κόλπου της Σούδας στην καρδιά του Καλαμίου, συνεχίζει μέχρι και σήμερα να συγκινεί και να κινητοποιεί.
Το Καλάμι μέχρι το 2010 και σύμφωνα με την διοικητική διαίρεση του σχεδίου “Καποδίστριας”, άνηκε στον Δήμο Σούδας και στην κοινότητα Μεγάλων Χωραφίων της πρώην επαρχίας Αποκορώνου. Πλέον ανήκει στην Δημοτική Ενότητα Σούδας του Δήμου Χανίων. Μεγάλο το ταξίδι του μνημείου μέσα στον χρόνο και πολλές οι περιπέτειές του. Οθωμανικό Οχυρό, Κεντρικό Σωφρονιστήριο Κρήτης, Εγκληματικές Φυλακές Καλαμίου.
Από το 1902 που επίσημα λειτούργησε σαν φυλακή μέχρι και το 1971 που σφάλισε για πάντα την μεγάλη σιδερένια πόρτα του, έγραψε τις πιο τραγικές σελίδες στο βιβλίο της ιστορίας του. Ανθρώπινες ψυχές, δικαίως ή αδίκως, κλείστηκαν πίσω από τα καγκελόφραχτα κελιά ζώντας τραγικές στιγμές. Οσοι γλύτωσαν την εκτέλεση είχαν να διηγηθούν συγκλονιστικές ιστορίες γεμάτες πόνο. Τον ίδιο πόνο που αποτύπωναν πάνω στις πέτρες του φρουρίου όσο βρίσκονταν στο εσωτερικό του.
Οι άνθρωποι σμίλεψαν με μαεστρία τις πέτρες τούτου εδώ του τόπου καθώς απομακρυνόταν από τα διαβατικά της ζωής τους. Με μια δρασκελιά πέρασαν τη ρωγμή που άνοιξε η στιγμή και κλείστηκαν σε ανήλιαγα κελιά, εκεί που ο χρόνος λυμαίνεται τις ψυχές αδιάκριτα.
Μέχρι και σήμερα που το μνημείο παραμένει κλειστό, έχει διασωθεί μεγάλος αριθμός χαραγμάτων τόσο στους τοίχους της εσωτερικής αυλής και των κελιών της απομόνωσης όσο και στις πλάκες της ταράτσας του κτηρίου. Συγκλονίζουν τα “αποτυπώματα” των μελλοθανάτων στα λευκά κελιά της τελευταίας νύχτας πριν την εκτέλεση.
Μια αγωνιώδης προσπάθεια ν’ αφήσουν το δικό τους μήνυμα ζωής, λίγες ώρες πριν μια σφαίρα τούς την αφαιρέσει, στον χώρο του σημερινού νεκροταφείου του Καλαμίου. Και όταν πια ήταν νεκροί, οι συγκρατούμενοι επέστρεφαν στο χάραγμα δηλώνοντας με τον τρόπο τους τον σκληρό θάνατο. Μεγάλος και ο αριθμός των χαραγμάτων στην ταράτσα που δυστυχώς τα προηγούμενα χρόνια και για λόγους αντιμετώπισης της υγρασίας καλύφθηκαν με πίσσα. Με την φθορά και την εγκατάλειψη ήρθαν και πάλι στο φως, αφού τα υλικά που τα κάλυπταν διαλύθηκαν από τα φυσικά φαινόμενα.
Τα χαράγματα αποτελούν τεκμήριο ιστορίας και επιβάλλεται η συντήρησή τους από την αρμόδια υπηρεσία συντήρησης αρχαιοτήτων.
Μέσα απ’ αυτό το μικρό αφιέρωμα, αφουγκραζόμαστε τις πέτρες καθώς σκύβουμε στα πάθη των ανθρώπων αυτών, σε μια προσπάθεια να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη.
Τα χρόνια περνοδιάβαιναν πίσω από τα κάγκελα αφήνοντας στίγματα στις εύθραυστες ψυχές όσων πάλευαν με τα φουρτουνιασμένα λιμάνια της ζωής τους.
Πού και πού γινόταν οι ίδιοι νούμερα και γράμματα, φουρτουνιασμένα και εκείνα. Κρατώντας στις χαραγματιές τους την υγρασία που κουβάλαγε ο άνεμος από το πέλαγος αλλά και τα δάκρυα που ακουμπούσαν καρτερικά πάνω τους.
Τις μέρες που ο ήλιος έκανε εισβολή στα σκοτάδια του νου τους, τα χρόνια γινόταν ελπίδα και έδειχναν την έξοδο. Ήταν εκείνη που τους βοηθούσε να λιποτακτήσουν από την απελπισία και για τούτο τον λόγο την καλόπιαναν.
Κι όταν το μπαρούτι από τις μάχες έπαψε να μυρίζει, εκείνοι ξανά εκεί, παρίσταναν τα φαντάσματα της ίδιας τους της ζωής. Μιας ζωής που πάντα τσακιζόταν στα χαράκια των ονείρων τους.
Κάποιες φορές πάλι που το μυαλό σκοτείνιαζε και οι σκέψεις το πολιορκούσαν, τα γράμματα έπαιρναν μια αφύσικη όψη, τρομακτική, γεμάτα κραυγές από την απόγνωση.
Χρόνια πολλά έψαχναν να βρουν έναν σύντροφο, εκείνο το στήριγμα που θα τους βοηθούσε να μαζέψουν κουκί-κουκί την αξιοπρέπεια που άφησαν έξω από τη βαριά σιδερένια πόρτα της εισόδου. Κι έμοιαζε με συμβόλαιο η μοιρασιά της ίδιας πέτρας.
Μ’ ένα καρφί θαρρείς και ξεκλήριζαν όλη την απονιά του κόσμου. Έσκαβαν την πέτρα πιθαμή προς πιθαμή και προσπαθούσαν να ξεχρεώσουν τα γραμμάτια της ζωή τους.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που η πέτρα αδυνατούσε να σηκώσει το βάρος της παρηγοριάς και ο χρόνος σαν επίδοξος κλέφτης, αγωνιζόταν να ξεθωριάσει τη μνήμη.
Κάθε γράμμα και μια επίκληση στο Θείο, κάθε χρονολογία και μια υπόσχεση. Κι όλα μαζί η πεθυμιά για τη μάνα, την κόρη, την κυρά.
Καθώς ο χρόνος όρθωνε ανάστημα και έβγαζε περιπαικτικά τη γλώσσα, άφηναν με ανυπέρβλητη επιδεξιότητα το χνάρι τους πάνω στην αφιλόξενη πέτρα. Σαν κάποιος να τους αμφισβητούσε την ίδια τους την ύπαρξη.
Κι όταν το τέλος πλησίαζε, ο τοίχος γινόταν εξομολογητάρι και τα γράμματα νότες μιας ψαλμουδιάς απόκοσμης.
Το τρίξιμο από τη σιδερένια πόρτα της απομόνωσης βελόνιζε την ψυχή και η καρδιά ρήμαζε μέσα σε λίγες ώρες όπως μια ζωή σε λίγα χρόνια. Η στερνή παραγγελιά βιαστικά λογοδοτούσε και εκείνη στον Θεό.
Η χαριστική βολή θέριζε και τους μελλοθάνατους. Εκείνους που η ανασαιμιά τους μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα χανόταν στραγγαλισμένη από τις πράξεις τους ή τις πράξεις των άλλων. Ένας σταυρός και μια αράδα κομματιασμένη, η θλιβερή θύμηση στις σκιές που συνέχιζαν να διεκδικούν μερτικό από τη ζωή. Και έπειτα σιωπή….
Πηγή: Ε. Καλαϊτζάκη, Χανιώτικα Νέα