Στην Ελληνική μυθολογία ο Κάρανος ήταν ο μυθικός γενάρχης του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας. Ο Κάρανος αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Θεόπομπο. Οι παραδόσεις όμως οι σχετικές με τη γενεαλογία του είναι ποικίλες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.
Συνήθως ο Κάρανος αναφέρεται ως ένας από τους γιους του Τημένου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Κάρανος πολέμησε με τους αδελφούς του για τη διαδοχή του στον θρόνο του Άργους. Αφού απέτυχε, απεφάσισε να βρει μία άλλη χώρα για να βασιλεύσει και απευθύνθηκε στο Μαντείο των Δελφών. Εκεί η Πυθία του έδωσε τον εξής χρησμό:
«Έστι κράτος βασίλειον αγαυοίς Τημενίδαισι γαίης πλουτοφόροιο. Δίδωσι γαρ αιγίοχος Ζευς. Αλλ’ ίθ’ επειγόμενος Βοττηίδα προς πολύμηλον. Ένθα δ’ αν αργικέρωτας ίδης χιονώδεας αίγας ευνηθέντας ύπνω, κείνης χθονός εν δαπέδοισι θύε θεοίς μακάρεσι και άστυ κτίζε πόληος.»
(= «Οι ευγενείς Τημενίδες βασιλεύουν σε εύφορη γη, δώρο του Δία που κρατά την αιγίδα. Σπεύσε όμως για τη γη των Βοττιαίων, χώρα πολλών κοπαδιών (πολύβοσκη), και όπου δείς αίγες λευκές σαν το χιόνι με κέρατα αστραφτερά, που κοιμούνται ύπνο βαθύ, στο επίπεδο μέρος αυτής της γης θυσίασε στους μακάριους θεούς και ίδρυσε την πόλη του κράτους σας.» – Διόδωρος ο Σικελιώτης, Bibliotheca historia, Exc. Vat., P3, cf, 16,1, T.L.G.)
Τότε ο Κάρανος και όσοι τον ακολούθησαν μετακινήθηκαν προς βορρά σε αναζήτηση της κατάλληλης γης. Τελικά έφθασε σε μία εύφορη κοιλάδα, όπου βρήκε τις γίδες, όπως στην περιγραφή, οπότε σκέφθηκε ότι η προφητεία είχε εκπληρωθεί. Εκεί λοιπόν έχτισε μια πόλη που την ονόμασε «Αιγαί» (από την ελληνική λέξη αίγα = γίδα), δίπλα στη σημερινή κωμόπολη Βεργίνα.
Από τα μέσα, λοιπόν, του 4ου αι. π.Χ. ως πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας φέρεται ο Κάρανος, όνομα που είχε ένας από τους γιους του Φιλίππου Β’ και ένας από τους ιππάρχους του Αλεξάνδρου. Αυτός ο ιδρυτής-πρόγονος, γιος του Ποιάνθη ή Ποία, άλλοτε γιος ή αδελφός του Αργείου βασιλιά Φείδωνα, γιου του Αριστοδαμίδα, είχε έλθει απευθείας από το Άργος για να φτιάξει μια καινούρια πατρίδα. Αλλη εκδοχή αναφέρει ότι ο Κάρανος ήλθε στην Ημαθία με μεγάλη συνοδεία Ελλήνων, σύμφωνα με τον χρησμό που τον διέταξε να ψάξει να βρει τόπο εγκατάστασης στη Μακεδονία.
Ακολουθώντας ένα κοπάδι αίγες που έτρεχαν να προφυλαχθούν από τη βροχή –έβρεχε καταρρακτωδώς και υπήρχε πυκνή ομίχλη– κατέλαβε την πόλη της Έδεσσας χωρίς οι κάτοικοι να τον αντιληφθούν. Και όταν του υπενθύμισαν τον χρησμό που τον είχε διατάξει «να ψάξει ένα βασίλειο όπου θα τον οδηγήσουν οι αίγες», την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Και με πολλή προσοχή διατήρησε από κει και πέρα τη συνήθεια να βάζει τις ίδιες θηλυκές αίγες μπροστά από το λάβαρό του, όποτε παρήλαυνε ο στρατός του, ώστε να είναι οι αρχηγοί των επιχειρήσεών του, ακριβώς όπως είχαν γίνει και πρωτεργάτες της ίδρυσης του βασιλείου του. Σε ανάμνηση του ρόλου των αιγών μετονόμασε την πόλη της Έδεσσας «Αιγές» και τους κατοίκους Αιγεάδες.
Έπειτα εκδίωξε τον Μίδα, που κρατούσε ένα κομμάτι της Μακεδονίας, και άλλους βασιλείς και τους αντικατέστησε. Ήταν ο πρώτος που ένωσε τις φυλές διαφόρων λαών και έκανε τη Μακεδονία αυτό που λέμε ένα σώμα. Και το βασίλειό του μεγάλωσε, επειδή είχε βάλει γερά θεμέλια ανάπτυξης. Μετά από αυτόν βασίλεψε ο Περδίκκας. (Ιουστίνος 7.1.7-12)
Η δυναστεία των Αργεαδών (Έτσι ονομαζόταν η Μακεδονική βασιλική δυναστεία για να θυμούνται την καταγωγή τους από το Άργος της Πελοποννήσου)
Η Δυναστεία των Αργεαδών (Αρχαία Ελληνικά: Ἀργεάδαι) ήταν αρχαίος Ελληνικός βασιλικός οίκος. Ήταν η επικρατούσα δυναστεία της Μακεδονίας περίπου από το 700 έως το 310 π.Χ.. Η παράδοση τους, όπως περιγράφεται σε αρχαιοελληνική ιστοριογραφία, προέρχεται από το Άργος , (παίρνοντας έτσι το όνομα «Αργεάδες»).Αρχικά οι άρχοντες της ομώνυμης φυλής,στην εποχή του Φιλίππου του Β’ είχαν αυξήσει την επιρροή τους, με αποτέλεσμα να συμπεριλάβουν στην διοίκηση της Μακεδονίας όλες της βόρειες περιοχές της Μακεδονίας. Τα πιο εξέχοντα μέλη του οίκου ήταν ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας και ο Αλέξανδρος ο Μέγας, όπου και κάτω από την αρχηγία τους, το Βασίλειο της Μακεδονίας άρχισε να κατακτά έδαφος στην Ελλάδα, νίκησε την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και επεκτάθηκε έως την Αίγυπτο και την Ινδία.
Οι Αργεάδες ισχυρίζονται πως κατάγονται από τους Τημενίδες του Άργους, στην Πελοπόννησο, όπου ο θρυλικός τους πρόγονος ήταν ο Τήμενος, ο τρισέγγονος τουΗρακλή. Στις ανασκαφές του Παλατιού στην Βεργίνα ο Μανόλης Ανδρόνικος ανακάλυψε στην αίθουσα του «θόλου» (σύμφωνα με ορισμένους λόγιους η αίθουσα του «θόλου» είναι η αίθουσα του θρόνου) μια επιγραφή που σχετίζεται με αυτήν την άποψη.Αυτό επιβεβαιώνεται από τον Ηρόδοτο, στις Ηροδότου Ιστορίες, όπου αναφέρει ότι τρία αδέρφια από τη καταγωγή του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας, έφυγαν από το Άργος για να πάνε στους Ιλλυρίους και μετέπειτα στηνΒόρεια Μακεδονία, όπου εκεί υπηρέτησαν τον βασιλιά.
Ο βασιλιάς τους ζήτησε να φύγουν από τη χώρα του, πιστεύοντας σε έναν οιωνό που έλεγε ότι κάτι εξαιρετικό θα συμβεί στον Περδίκκα. Τα παιδιά πήγαν σε ένα άλλο μέρος της Μακεδονίας, κοντά στον κήπο του Μίδα, πάνω από τον οποίο στέκεται το όρος Βέρμιο. Εκεί εγκαταστάθηκαν και σταδιακά δημιούργησαν το δικό τους βασίλειο. Ο Ηρόδοτος σχετίζει επίσης το γεγονός της συμμετοχής του Αλεξάνδρου του Α’ στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 504 π.Χ. ή το 500 π.Χ. όπου υπήρξαν ενστάσεις για τη συμμετοχή του Μακεδόνα βασιλιά από τους παρευρισκόμενους λόγω της μη ελληνικής του καταγωγής. Παρ’ όλα αυτά οι Ελλανοδίκες αφού εξέτασαν την καταγωγή του από τους Αργεάδες επικύρωσαν ότι στην πραγματικότητα οι Μακεδόνες είναι Έλληνες και του επέτρεψαν να διαγωνιστεί.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, στην «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», οι Αργεάδες ήταν αρχικά οι Τημενίδες από το Άργος, όπου κατέβηκαν από τα υψίπεδα στην Νότια Μακεδονία , έδιωξαν τους Πιερίδες από την Πιερία και κατέλαβαν στη Παιονία μια στενή λωρίδα γης κοντά στον Αξιό ποταμό, που εκτεινόταν από την Αρχαία Πέλλα μέχρι τη θάλασσα. Πρόσθεσαν επίσης την Μυγδονία στις περιοχές τους, αποβάλλοντας τους Ηδωνούς, Εορδούς και τους Αλμωπείς από τις περιοχές τους.