Η Διοτίμα από τη Μαντινεία, συνήθως μνημονεύεται ως ιέρεια, και μας είναι γνωστή από το Πλατωνικό Συμπόσιο.
Σύμφωνα με μιαν άποψη, πρόκειται για πρόσωπο επινοημένο από το Πλάτωνα. Η Διοτίμαοδηγεί, ως πραγματική ιεροφάντης, τον ανίδεο ακόμη Σωκράτη στη φιλοσοφική και βαθύτερη (μυστική) έννοια της ερωτικής λειτουργίας, ακολουθώντας την πορεία της θρησκευτικής μύησης και φανερώνοντας σ’ αυτόν σχεδόν τελετουργικά τη «θεωρία της ιδέας».
Έτσι η πλατωνική άποψη για την ψυχική ταυτότητα του Έρωτα διατυπώνεται με τόνο μυστηριακό, προφητικό, ποιητικό.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ:
«Το λόγο για τον έρωτα, που κάποτε άκουσα από μια γυναίκα από τη Μαντίνεια, από τη Διοτίμα, που και σ’ αυτά ήτανε σοφή και σ’ άλλα πολλά και στους Αθηναίους κάποτε, που έκαναν θυσίες για ν’ αποτρέψουν την πανώλη, έφερε δέκα χρόνια αναβολή της αρρώστιας – κι αυτή δα είναι που δίδαξε και σ’ εμένα τον έρωτα-το λόγο λοιπόν, που έλεγε εκείνη, θα δοκιμάσω μόνος μου, όπως μπορώ, να σας τον ειπώ ολόκληρο… Μου φαίνεται λοιπόν, πως το πιο εύκολο είναι να τα διηγηθώ με τον τρόπο, που τότε η ξένη εκείνη γυναίκα, ερωτώντας με, μου τα έλεγε.
Γιατί κι εγώ σχεδόν κάτι τέτοια έλεγα σ’ αυτήν, σαν αυτά, που τώρα λέγει σε μένα ο Αγάθων, πως ο Έρωτας είναι μεγάλος θεός και πως είναι από τα όμορφα. Κι εκείνη με αντίκρουσε με τα ίδια επιχειρήματα, σαν αυτά, που εγώ τώρα αντικρούω αυτόν, πως ούτε όμορφος είναι κατά τα λεγόμενά μου, ούτε καλός. Και εγώ είπα «πως το λες αυτό Διοτίμα; Άσχημος λοιπόν είναι ο Έρως και κακός;» Και εκείνη είπε «δεν έχεις καλό λόγο να ειπείς; Η νομίζεις, πως ό,τι δεν είναι όμορφο είναι ανάγκη να είναι άσχημο;». Και βέβαια», είπα εγώ. «Και στ’ αλήθεια, ότι δεν είναι σοφό είναι άμαθο;» Η δεν έχεις καταλάβει, πως υπάρχει κάτι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια;» . «Τι είναι αυτό;».
«Το να’χεις ορθή γνώμη χωρίς να μπορείς να δώσεις λόγο, δεν γνωρίζεις, είπε εκείνη, πως μήτε γνώση είναι (γιατί άλογο πράγμα πως θα ήταν γνώση;) μήτε αμάθεια; Είναι δα σχεδόν κάτι τέτοιο η ορθή γνώμη, ανάμεσα στη γνώση και στην αμάθεια». «Αληθινά λέγεις», είπα εγώ. – «Μη θέλεις λοιπόν σώνει και καλά, ότι δεν είναι όμορφο να είναι άσχημο, μήτε ότι δεν είναι καλό να είναι κακό. Έτσι λοιπόν και για τον Έρωτα, αφού μόνος σου ομολογείς πως δεν είναι καλός μήτε όμορφος, να μη νομίζεις, πως πρέπει για αυτό να είναι άσχημος και κακός, αλλά κάτι ανάμεσα σ’ αυτά, είπε εκείνη. «Και όμως, είπα εγώ, δέχονται όλοι πως είναι μεγάλος θεός».
«Εννοείς, είπε, όλους τους ανίδεους ή και εκείνους, που έχουν γνώση;». «Όλους μαζί, βέβαια». Και εκείνη τότε γέλασε «και πως, είπε, Σωκράτη, δέχονται όλοι, ότι είναι μεγάλος θεός, αυτοί που λένε, πως ούτε θεός δεν είναι;». «Ποιοι είναι αυτοί;» είπα εγώ. «Ένας βέβαια, είπε, εσύ και μία εγώ». Κι εγώ είπα «πως το εννοείς αυτό;» Κι εκείνη είπε «πολύ απλά». Πες μου λοιπόν, όλοι οι θεοί δεν δέχεσαι, πως είναι ευτυχισμένοι και όμορφοι; Η θα τολμούσες να ειπείς, πως κάποιος από τους θεούς δεν είναι όμορφος και ευτυχισμένος;». «Εγώ όχι, μα τον Δία», είπα. «Και ευτυχισμένους δα δεν εννοείς όσους έχουν τα καλά και τα όμορφα;». «Βέβαια». «Έχεις όμως ομολογήσει, πως ο Έρως επειδή δεν έχει τα καλά και τα όμορφα επιθυμεί ακριβώς αυτά που δεν έχει». «Το ομολόγησα βέβαια».
«Και πως λοιπόν θα ήτανε θεός εκείνος, που του λείπουν τα όμορφα και τα καλά;». «Με κανέναν τρόπο, καθώς φαίνεται». «Βλέπεις λοιπόν, είπε, πως και συ τον Έρωτα δεν τον πιστεύεις για θεό;». «Τι λοιπόν, είπα, να είναι ο Έρως; θνητός;». «Κάθε άλλο». «Αλλά τι τότε;». «Σαν τα προηγούμενα παραδείγματα, είναι, είπε, κάτι ανάμεσα στο θνητό και στο αθάνατο». «Δηλαδή τι, Διοτίμα;». «Μεγάλος δαίμονας, Σωκράτη». Γιατί κάθε δαιμονικό είναι ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο»……
Επειδή λοιπόν είναι του Πόρου και της Πενίας γιος ο Έρως, βρίσκεται σ’ αυτήν εδώ την κατάσταση. Και πρώτα-πρώτα είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και όμορφος, όπως νομίζουν οι πολλοί, αλλά σκληρός και ακατάστατος και ανυπόδετος και άστεγος, πλαγιάζει πάντα χάμω και χωρίς στρώμα, κοιμάται στο ύπαιθρο, στις θύρες και στους δρόμους, έχοντας της μητέρας του τη φύση, πάντα με τη φτώχεια σύντροφος.
Και κατά τον πατέρα του πάλι είναι επίβουλος στους όμορφους και στους καλούς, όντας ανδρείος και φιλοκίνδυνος και ολόσφιχτος, κυνηγός δυνατός, πάντα πλέκοντας κάποια σχέδια, κι επιθυμητής της φρόνησης και είναι άξιος να την εύρει, φιλοσοφώντας σε όλη του τη ζωή, δυνατός γοητευτής και φαρμακευτής…Και πάλιν είναι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια.
Γιατί το πράγμα είναι τούτο: από τους θεούς κανένας δεν φιλοσοφεί, μήτε έχει τον πόθο να γίνει σοφός γιατί είναι. Μήτε κανείς άλλος, αν είναι σοφός δεν φιλοσοφεί.
Μήτε πάλιν οι ανόητοι φιλοσοφούν, μήτε θέλουν να γενούν σοφοί γιατί αυτό δα είναι η αμάθεια, μη όντας μήτε όμορφος και καλός μήτε φρόνιμος , να νομίζεις, πως σου είναι αυτό αρκετό. Δεν ποθεί λοιπόν εκείνος που δεν πιστεύει, πως του λείπει τίποτα, αυτό που δεν θα πίστευε, πως του λείπει.
Ποιοι λοιπόν είπα εγώ (δηλ. ο Σωκράτης), Διοτίμα, είναι εκείνοι που φιλοσοφούν, αφού δεν είναι μήτε οι σοφοί μήτε οι ανόητοι; Φανερό δα, είπε, είναι τούτο και σε ένα παιδί, πως εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο, κι απ’ αυτούς δα είναι και ο Έρως.
Γιατί η σοφία είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα, κι ο Έρως είναι Έρως για το όμορφο, ώστε είναι ανάγκη ο Έρως να είναι φιλόσοφος…
Πλάτων
Συμπόσιον
Μετάφραση Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου