Πώς αποτύπωσε ο ίδιος τα συναισθήματά του - Διαβάστε την επιστολή του
Μια επίσκεψη στην Ακρόπολη μπορεί να προκαλέσει πολλά και διάφορα συναισθήματα. Ο δέκτης των εικόνων, ο άνθρωπος δηλαδή, είναι ικανός να φτάσει από τα επίπεδα της απλής παρατήρησης ενός αρχαίου θαύματος σε αυτά της απόλυτης έκστασης και θαυμασμού.
Αυτό αφορά όλους τους ανθρώπους. Κανείς δεν αποτελεί εξαίρεση. Ούτε καν ένα από τα σπουδαιότερα μυαλά της ανθρωπότητας. Ο Ζίγκμουντ Φρόυντ. Ο πατέρας της ψυχανάλυσης επισκέφθηκε τον Ιερό βράχο τον Σεπτέμβριο του 1904 σε ηλικία 48 ετών.
Όπως ο ίδιος αναφέρει σε κείμενα του τα οποία διασώθηκαν για εκείνη την επίσκεψη, οι ώρες που πέρασε στην Ακρόπολη, ήταν εξαιρετικά σημαντικές. Ο Φρόυντ για εκείνη την εμπειρία του έγραψε ένα γράμμα στον φίλο του Romain Rolllan στο οποίο του εξηγούσε πως ήταν σαν να μην πίστευε ότι το μνημείο αυτό, για το οποίο τόσα είχε μάθει και διαβάσει, υπήρχε όντως!
Έπαθε αυτό που ο ίδιος ονόμασε «σύγχυση της μνήμης»! Με σημερινούς όρους, αυτό που βίωσε ο Φρόυντ στην Ακρόπολη ονομάζεται σύνδρομο «αποπροσωποποίησης – αποπραγμάτωσης» (depersonalization-derealization). Δεν αποτελεί μια μορφή ψύχωσης, αφού ο «ασθενής» διατηρεί την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου.
Κορυφαίοι αναλυτές της ψυχιατρικής αναφέρουν πως την αίσθηση της αποπροσωποποίησης την αποτύπωσε ο Νορβηγός ζωγράφος Μούνχ στον διάσημο πίνακά του «Κραυγή». Χρειάστηκαν 32 ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνη την επίσκεψη στην Ακρόπολη για να καταφέρει ο ίδιος ο Φρόυντ να αναλύσει σε ικανοποιητικό βαθμό εκείνη την εμπειρία.
Η μοναδική επίσκεψη του θεμελιωτή της ψυχανάλυσης στην Αθήνα
Ο Ζίγκμουντ Φρόυντ πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα (για πρώτη και τελευταία φορά) στις 3 Σεπτεμβρίου του 1904. Πριν παραθέριζε μαζί με τον αδερφό του στην Τεργέστη. Αρχικά τα δυο αδέρφια ήθελαν να πάνε στην Κέρκυρα αλλά κάτι ο μεγάλος καύσωνας που είχε «χτυπήσει» εκείνη την περίοδο το νησί των Φαιάκων, κάτι το γεγονός πως τα δρομολόγια του ατμόπλοιου της εταιρείας Lloyd με το οποία θα ταξίδευαν ήταν πιο βολικά, και κάπως έτσι κατέληξαν στην Αθήνα.
Το μεσημέρι της 3ης Σεπτεμβρίου 1904, τα δυο αδέλφια φτάνουν στην Αθήνα. Διανυκτερεύουν στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου «Αθηνά», στο δωμάτιο 31. Ο Φρόιντ γράφει στη σύζυγό του Mάρθα για εκείνες τις ώρες στην ελληνική πρωτεύουσα: «Φόρεσα το καλλίτερο πουκάμισο και ανέβηκα στο λόφο της Ακροπόλεως, για δύο ώρες στις 3 Σεπτεμβρίου, για ολόκληρη την ημέρα στις 4 Σεπτεμβρίου» και διηγείται με γλαφυρό τρόπο πως η Ακρόπολη υπερβαίνει κάθε τι που έχει δει μέχρι τότε, ή που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Είναι ενδεικτικό πως πάνω από είκοσι χρόνια αργότερα ο Φρόυντ είχε πει πως οι κολόνες στο χρώμα του κεχριμπαριού της Ακρόπολης ήταν τα ωραιότερα πράγματα που είχε δει στη ζωή του και πως καθώς στεκόταν εκεί είχε μια περίεργη ψυχολογική εμπειρία. Ήταν μια παράξενη άρνηση να πιστέψει στην πραγματικότητα αυτού που βρισκόταν μπροστά στα μάτια του και έφερε σε αμηχανία τον αδελφό του ρωτώντας τον αν ήταν αλήθεια ότι βρίσκονταν πραγματικά στην Ακρόπολη!
Η επίσκεψη στον Παρθενώνα που του προκάλεσε «σύγχυση της μνήμης»
Από εκεί που μπορεί κανείς να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα για όλα όσα βίωσε ο Φρόυντ με την επίσκεψή του στην Ακρόπολη δεν είναι τα γράμματα προς τη γυναίκα του που σώζονται αλλά ένα άλλο προς τον καλό του φίλο Romain Rolllan (Ρομέν Ρολάν) με τίτλο «Ανάμνηση μιας Διαταραχής στην Ακρόπολη»!
Αναστατωμένος από εκείνη την εμπειρία, που τον σημάδεψε, ο Φρόυντ -32 χρόνια μετά- το 1936 γράφει εκείνο το γράμμα όπου ούτε λίγο, ούτε πολύ προσπαθεί να αυτο-αναλύσει εκείνο που του συνέβη επάνω στην Ακρόπολη και αναφέρει το ταξίδι στην Αθήνα σαν αντικείμενο επιθυμίας ανάμεικτης με ενοχή!
Γράφει στην επιστολή του στον Ρομέν Ρολάν: «Αμφέβαλα αν θα έβλεπα ποτέ την Αθήνα με τα ίδια μου τα μάτια. Το να πάω τόσο μακριά, να κάνω τον δικό μου δρόμο, μου φαινόταν εκτός κάθε δυνατότητας. Αυτό το αίσθημα ήταν συνδεδεμένο με την οικονομική δυσπραγία και τις φτωχές συνθήκες ζωής μας όταν ήμουν νέος. Και σίγουρα, τα όνειρά μου για ταξίδια εξέφραζαν επίσης το πάθος να αποδράσω από την οικογενειακή ατμόσφαιρα, αυτό το ίδιο πάθος που ωθεί τόσους εφήβους να φεύγουν από το σπίτι. Είχα καταλάβει από καιρό ότι ένα μέρος της επιθυμίας μου να ταξιδέψω οφειλόταν σε αυτή την επιθυμία να έχω ελεύθερη ζωή, με άλλα λόγια στην δυσαρέσκειά μου από την οικογένεια. Όταν κάποιος βλέπει την θάλασσα για πρώτη φορά, όταν διασχίζει τον ωκεανό, πόλεις και πραγματικά τοπία που τα ονειρευόταν από καιρό ως μακρινά και απροσπέλαστα, νιώθει σαν ήρωας που έκανε απίστευτα κατορθώματα.
Θα μπορούσα εκείνη τη μέρα στην Ακρόπολη να είχα πει στον αδελφό μου: «Θυμάσαι που όταν ήμαστε μικροί, περπατούσαμε κάθε μέρα στους ίδιους δρόμους για να πάμε στο σχολείο, και πως κάθε Κυριακή πηγαίναμε στο Πράτερ ή εκδρομή σε ένα μέρος που ξέραμε πολύ καλά; Και τώρα, είμαστε στην Αθήνα, επάνω στην Ακρόπολη! Μα την αλήθεια, διαβήκαμε μεγάλη απόσταση»
Πρέπει να παραδεχθώ ότι ένα αίσθημα ενοχής μένει συνδεδεμένο με την απόλαυση όταν κάποιος πετυχαίνει τους στόχους του: Ενυπάρχει εδώ κάτι άδικο και απαγορευμένο. Αυτό εξηγείται από την κριτική του παιδιού προς τον πατέρα ... όλα συμβαίνουν λες και το πρωταρχικό στοιχείο στην επιτυχία είναι να πας πιο μακριά από τον πατέρα σου, και ταυτόχρονα σαν να ήταν πάντα απαγορευμένο να τον ξεπεράσεις. Ο πατέρας μας ήταν έμπορας, δεν είχε κάνει λυκειακές σπουδές, η Αθήνα δεν σήμαινε πολλά πράγματα για εκείνον. Έτσι, αυτό που μας εμπόδιζε να απολαύσουμε το ταξίδι μας ήταν ένα αίσθημα λύπησης».
Και αφού αναλύει όλα όσα ένιωσε και βίωσε εκείνες τις ώρες που έμεινε στον Ιερό Βράχο σημειώνει με έναν τρόπο συγκλονιστικό: «Ξέρετε ότι το επιστημονικό μου έργο έχει ως σκοπό να ερμηνεύσει ασυνήθη, περίεργα και παθολογικά φαινόμενα του ψυχικού κόσμου, που σημαίνει το καθορισμό των ψυχικών δυνάμεων που ενεργούν και την ανακάλυψη των ψυχικών μηχανισμών. Αυτό το επιχειρώ κατ'αρχάς στον ίδιο τον εαυτό μου, κατόπιν στους άλλους και τελικά τολμώ να επιθυμώ να το δω να εφαρμόζεται σ΄ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ένα τέτοιο φαινόμενο εβίωσα στον εαυτό μου πριν από χρόνια, το 1904, και δεν το κατανόησα ποτέ. Ξανά και ξανά επανέρχεται τα τελευταία χρόνια στη μνήμη μου και δεν ξέρω γιατί. Τελικά αποφάσισα ν'αναλύσω το βίωμα αυτό, και ιδού το αποτέλεσμα: Σύγχυση της μνήμης στην Ακρόπολη»!
Αυτό το γράμμα, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, δεν είναι ένα απλό γράμμα. Είναι η αφετηρία απ’ όπου σπουδαίοι ψυχαναλυτές κατάφεραν να εξηγήσουν πολλές ανθρώπινες συμπεριφορές όπως το σύνδρομο της «αποπροσωποποίησης-αποπραγμάτωσης»!
Παράλληλα, δεν είναι τυχαίο -αν κρίνει κανείς από τέτοιου είδους γραπτά- πως η επίδραση του Φρόυντ δεν περιορίστηκε μόνο στην ψυχολογία και την ψυχιατρική, αλλά ταυτόχρονα απλώθηκε σε πολλούς τομείς της επιστήμης (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία) και της τέχνης.
Σχεδόν τρία χρόνια μετά από εκείνη την επιστολή, ο Ζίγκμουντ Φρόυντάφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939, σε ηλικία 84 ετών.