Κατά τη διάρκεια των ερευνών του PRAP, ορισμένες από τις έρευνες των φυσικών επιστημόνων εξελίχθηκαν σε μια αναζήτηση στοιχείων που θύμιζε αστυνομικό μυθιστόρημα.
Όλα άρχισαν με μια παλαιότερη μελέτη, σχετικά με την εξέλιξη του φυσικού τοπίου της δυτικής Μεσσηνίας.
Είκοσι περίπου χρόνια πριν, οι συνάδελφοί μας John Kraft του πανεπιστημίου του Delaware, George Rapp και Stanley Aschenbrenner του Πανεπιστημίου της Minnesota, συνειδητοποίησαν ότι η κοίτη του ποταμού Σέλα, που περνά δίπλα από τη δυτική πλευρά του ανακτόρου (στον άνω Εγκλιανό), είχε εκτραπεί με ανθρώπινη παρέμβαση.
Αιώνες πριν, το ποτάμι χυνόταν στον Κόλπο του Ναβαρίνου, ύστερα όμως εγκατέλειψε την παλαιά του κοίτη και σήμερα στρέφεται δεξιά, προς Δυσμάς, παρακάμπτει την πεδιάδα που πλημμύριζε και εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος.
Ο Kraft και οι συνεργάτες του υπέθεσαν ότι αυτή η εκτροπή έγινε τεχνητά, για να προστατευθεί η εύφορη κοιλάδα στη βόρεια άκρη της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας- Οσμάναγα από τις ετήσιες πλημμύρες του ποταμού. Υπέθεσαν, επίσης, ότι η πιθανότερη περίοδος για μια τέτοια ανθρώπινη παρέμβαση στο υδρολογικό περιβάλλον, είναι η Ύστερη Εποχή του Χαλκού, γιατί από τη μυκηναϊκή περίοδο μας είναι γνωστά αρκετά ανάλογα έργα. Ανάμεσά τους, μια παρόμοια εκτροπή ποταμού στην Τίρυνθα λειτουργεί μέχρι σήμερα, πάνω από 3.000 χρόνια μετά την κατασκευή της.
Όλα τα παραπάνω ήταν υποθέσεις, αποτελούσαν όμως έναυσμα για περαιτέρω έρευνα. Η στενή παρακολούθηση του ποταμού Σέλα αποτέλεσε, συνεκδοχικά, έναν από τους κύριους σκοπούς της γεωφυσικής έρευνας του PRAP, και μας απασχόλησε πέντε χρόνια, μέχρις ότου καταλήξαμε σε μια απλή εξήγηση για αυτό το περίπλοκο σύστημα.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου εργασίας στο πεδίο, καθώς προσπαθούσαμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία για την ιδιάζουσα πορεία του Σέλα, παρατήρησα ότι το ρεύμα διασχίζει μια προσχωσιγενή πεδιάδα με ασυνήθιστο ορθογώνιο σχήμα, μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα πριν βγει στο Ιόνιο Πέλαγος, βόρεια από το χωριό Ρωμανού (Εικ.1).
Αυτή η ορθογώνια πεδιάδα μοιάζει σαν να ήταν μια μικρή τεχνητή λίμνη, που αργότερα προσχώθηκε. Αν αυτό ισχύει, τα εντυπωσιακά ευθύγραμμα όρια της πεδιάδας, τα οποία έχουν διαστάσεις 230 επί 320 μέτρα, και το γεγονός ότι βρίσκεται σε αμμώδες περιβάλλον, όπου είναι μάλλον απίθανο να εμφανιστούν φυσικές λίμνες, συνηγορούν υπέρ της τεχνητής δημιουργίας της λίμνης.
Η μοναδική λογική χρήση μιας τεχνητής λίμνης, τόσο κοντά στη θάλασσα, θα ήταν εκείνη ενός προστατευμένου λιμανιού. Έτσι, από νωρίς, η υπόθεση εργασίας που διατυπώθηκε σχετικά με την ορθογώνια πεδιάδα κοντά στο Ρωμανού, ήταν ότι επρόκειτο για λιμάνι του βασιλείου της Πύλου, στην ύστερη Εποχή του Χαλκού, που κατόπιν προσχώθηκε.
Το να διαπιστωθεί κατά πόσον υπήρχε κάποτε νερό στη λεκάνη, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι εύκολο. Πρέπει να ερευνηθούν οι υπόγειες αποθέσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχουν στρώματα ιζημάτων στη στρωματογραφία, τα οποία δημιουργούνται μόνο κάτω από το νερό. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, της δεύτερης περιόδου εργασίας στο πεδίο, προσπαθήσαμε να κάνουμε μια σειρά από πυρηνοληψίες με τρυπάνι χειρός. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι θεωρία και πράξη μπορεί να είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Όλες οι πυρηνοληψίες μας σταματούσαν σε μικρό βάθος, χτυπώντας σε παχύ, αδιαπέραστο, στρώμα από χαλίκια. Στο στάδιο αυτό ήμασταν έτοιμοι να αφήσουμε την πρώτη μας υπόθεση και να σταματήσουμε την έρευνα στη λεκάνη, ύστερα όμως από την ενθάρρυνση των αρχαιολόγων της ομάδας, που είχαν εξασφαλίσει επιπλέον χρηματοδότηση, επιστρέψαμε την επόμενη χρονιά με ένα περιστρεφόμενο μεγάλο τρυπάνι, το οποίο νοικιάσαμε από ντόπιο πηγαδά.
Χρησιμοποιώντας αυτό το τρυπάνι, μπορέσαμε να φτάσουμε βαθύτερα, παρά τη διαρκή απειλή της κατάρρευσης των τοιχωμάτων των οπών διάτρησης (Εικ.2). Κάτω από το χαλίκι ανακαλύψαμε ένα παχύ στρώμα πηλού. Ο πηλός αποτελεί απόθεση που δημιουργείται μόνο κάτω από νερό (Eικ.3). Έτσι, η αρχική υπόθεση, ότι η πεδιάδα μπορεί να αποτελούσε τεχνητή λιμνοδεξαμενή, επιβεβαιώθηκε.
Στο επόμενο στάδιο, έπρεπε να διαπιστώσουμε κατά πόσον το νερό στη λίμνη ήταν αλμυρό ή γλυκό. Μικροσκοπική εξέταση των ιζημάτων από τις πυρηνοληψίες αποκάλυψε όστρακα εκατοντάδων οργανισμών, οι οποίοι ζούσαν αποκλειστικά σε θαλάσσιο περιβάλλον, οπότε και το νερό στη λίμνη πρέπει να συνδεόταν με την ανοικτή θάλασσα.
Η ανακάλυψη αυτή επίσης συνηγόρησε υπέρ του ότι η λίμνη ήταν, έστω ενμέρει, τεχνητή, διότι δεν υπάρχει φυσική διαδικασία σχηματισμού τόσο κάθετων τοιχωμάτων λεκάνης σε τόσο μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Κατόπιν η λεκάνη θα γέμισε, προφανώς πολύ γρήγορα, με το πολύ παχύ στρώμα χαλικιού, το οποίο μας δημιούργησε τόσα προβλήματα. Από γεωλογική άποψη,το περιβάλλον απόθεσης άλλαξε άρδην από το ένα άκρο στο άλλο.
Πρώτα, η λεκάνη πρέπει να συγκέντρωσε χώμα φερμένο από τον άνεμο, και αργότερα γέμισε με φυσικό χαλίκι που μετέφερε ο ποταμός. Οι αποθέσεις χαλικιών προέρχονται από αλλαγές στην κοίτη ποταμών. Όταν λοιπόν ο Σέλας άλλαξε κοίτη, η τεχνητή λεκάνη γέμισε με χαλίκι από τον πυθμένα του.
Είναι φανερό πως θα θέλαμε να βρούμε πότε κατασκευάσθηκε η λεκάνη, για πόσο λειτούργησε και πότε άλλαξε η κοίτη του ποταμού, οπότε και καταστράφηκε η λεκάνη. Οι πυρηνοληψίες από τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, οι οποίες ήταν με ασφάλεια χρονολογημένες και τις είχαμε πάρει κυρίως για να συλλέξουμε κόκκους γύρης, μας βοήθησαν να λύσουμε το πρόβλημα.
Αποδείχτηκε ότι η ποσότητα φερτών υλικών που απέθετε ο ποταμός στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, μειώθηκε κατά πολύ γύρω στα -1200. Προφανώς οι Μυκηναίοι μηχανικοί επενέβησαν στη ροή του ποταμού Σέλα, αλλάζοντάς την αρχικά ενμέρει. Οπωσδήποτε, μετά το -1200, όταν κατέρρευσε η κεντρική, ανακτορική διοίκηση, το ποτάμι διάλεξε μόνιμα το συντομότερο δρόμο μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος.
Το ερώτημα ήταν γιατί οι Μυκηναίοι μηχανικοί ήθελαν να επέμβουν στο ποτάμι. Αυτό το πρόβλημα αποδείχτηκε το δυσκολότερο από όλα, γιατί η λεκάνη του λιμανιού και η νέα πορεία του ποταμού φαινόταν να αποκλείουν το ένα το άλλο. Μια τεχνητή λίμνη κοντά στη θάλασσα, που χρησίμευε ως καλά προφυλαγμένο λιμάνι, είναι κάτι απολύτως λογικό.
Αυτή η κατασκευή, που αποκαλείται λιμάνι- κώθων, ήταν αρκετά συνηθισμένη και κατά την εποχή της φοινικικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο. Κανένας μηχανικός, εντούτοις, δεν θα ήθελε να κατευθύνει το ποτάμι μέσα από μια ανάλογη λεκάνη, κυρίως επειδή τα φερτά υλικά που μεταφέρονται από το ρεύμα του ποταμού, ιδιαίτερα με τις χειμωνιάτικες πλημμύρες, θα γέμιζαν τη λεκάνη μέσα σε λίγα χρόνια.
Από τη στιγμή που η λεκάνη ήταν αναμφισβήτητα τεχνητή, αρχίσαμε να εξετάζουμε το ενδεχόμενο οι αλλαγές στην κοίτη του ποταμού να είναι επίσης τεχνητές. Καταλήξαμε έτσι σε ισχυρά επιχειρήματα, ότι πρόκειται για τεχνητή αλλαγή, με σημαντικότερο το ότι η νέα πορεία του ποταμού περνούσε από τη μέση βραχώδους εξάρματος.
Στο σημείο αυτό ζητήσαμε τη συμβουλή ενός ειδικού στη μυκηναϊκή υδρομηχανική και καλέσαμε τον Jost Knauss, του Πανεπιστημίου του Μονάχου, να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Ο Κnauss έχει μελετήσει όλα τα γνωστά υδραυλικά συστήματα που έχουν κατασκευάσει Μυκηναίοι μηχανικοί στο Γλα, την Τίρυνθα, τις Μυκήνες, την κεντρική Αρκαδία, και έχει γράψει τέσσερα βιβλία και πολλά άρθρα πάνω στο θέμα.
Κατά την επιτόπια εργασία, ο Knauss εντόπισε τις αποθέσεις μιας μεγάλης λίμνης που βρισκόταν λίγο πιο μακριά από την τεχνητή λεκάνη, σε μεγαλύτερη απόσταση από την ακτή. Το βραχώδες έξαρμα που αναφέραμε παραπάνω, χώριζε τη λίμνη από τη λεκάνη. Αλλά ούτε κι αυτή η καινούργια ανακάλυψη εξηγούσε το σύστημα πίσω από την όλη κατασκευή.
Το να υπάρχει μια λίμνη πάνω από ένα τεχνητό λιμάνι αυξάνει ακόμα πιο πολύ τον κίνδυνο να γεμίσει το λιμάνι από φερτά υλικά, όταν η λίμνη φουσκώνει ύστερα από ασυνήθιστα σφοδρή βροχόπτωση. Ο Jost Knauss έκανε λεπτομερείς παρατηρήσεις, συνέταξε χάρτες και διαγράμματα και, σε συνδυασμό με μια παρατήρηση του συνεργάτη του Daniel Vischer, από το Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, κατέληξε, μετά το τέλος της ερευνητικής περιόδου του 1995, σε συμπεράσματα που αφορούν το σύνολο του συστήματος λίμνης- λιμανιού.
Όλα είχαν τελικά σχέση με το επίθετο «αμμουδερή» Πύλος. Σήμερα έρημες αμμουδερές παραλίες εκτείνονται αρκετά χιλιόμετρα βόρεια από το Ρωμανού. Άμμος πρέπει να κάλυπτε την ακτή και κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού. Έτσι, με αυτές τις συνθήκες, προφανώς ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η είσοδος της λεκάνης του λιμανιού ελεύθερη, χωρίς αποθέσεις και φερτά υλικά. Το νερό της θάλασσας που έμπαινε στη λεκάνη μετέφερε ποσότητες άμμου, με αποτέλεσμα σε μικρό χρονικό διάστημα να κλείνει η είσοδος του λιμανιού.
Άρα η όλη κατασκευή του λιμανιού συνέφερε μόνον εφόσον θα εξασφαλιζόταν ότι δεν θα έκλεινε από τα φερτά υλικά. Για να το πετύχουν αυτό χρειαζόταν η διαρκής, σε μικρές ποσότητες, ροή καθαρού νερού. Μικρή ποσότητα καθαρού, χωρίς άμμο νερού, έρρεε στη λεκάνη του λιμανιού με σταθερή ροή και κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Έτσι δεν μπορούσε να εισχωρήσει θαλασσινό νερό, με φερτά υλικά, στη λεκάνη.
Άρα το ρεύμα του ποταμού άλλαξε, προκειμένου να καθαρίζεται η λεκάνη του λιμανιού. Το νερό όμως του ποταμού μεταφέρει κι αυτό πολλά υλικά, οπότε οι Μυκηναίοι μηχανικοί έπρεπε να κατασκευάσουν πρώτα μια «παγίδα» για τα φερτά υλικά, και έτσι εξηγείται η κατασκευή της λίμνης. Όταν το νερό του ποταμού έμπαινε στη λίμνη, έχανε την ορμητικότητά του και απέθετε στον πυθμένα της τα υλικά που μετέφερε.
Κατόπιν, ένα μικρό ρεύμα καθαρού νερού, από την επιφάνεια της λίμνης, διοχετευόταν μέσω τεχνητού καναλιού στη λεκάνη του λιμανιού, ενώ το παραπανίσιο νερό έφευγε από την αρχική κοίτη του ποταμού, που έφτανε στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Το σύστημα αυτό προφανώς έπρεπε να παρακολουθείται συνεχώς από άνθρωπο, ο οποίος ήλεγχε την ποσότητα νερού που έμπαινε στη λεκάνη και την ποσότητα βρώμικου νερού που έφευγε προς τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Όταν έλειψε αυτή η παρακολούθηση, με την παρακμή του μυκηναϊκού βασιλείου, το ποτάμι ανενόχλητο πια διάλεξε το συντομότερο δρόμο, μέσα από την παλαιά λεκάνη του λιμανιού.
Αυτή η τεχνητή λεκάνη στο Ρωμανού δεν αποτελεί μόνο το πρώτο γνωστό τεχνητό λιμάνι της προϊστορικής Ευρώπης δείχνει, επίσης, για πρώτη φορά, ότι η δεξιότητα των Μυκηναίων στην υδρομηχανική δεν περιοριζόταν στην οικιστική αποχετευτική και τα αρδευτικά συστήματα, αλλά περιλάμβανε και λιμενικές εγκαταστάσεις.
Η ανακάλυψη αυτή μας δίνει νέες πληροφορίες για το θαλάσσιο εμπόριο και τα ταξίδια κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού. Μέχρι τώρα πολλοί μελετητές πίστευαν ότι κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο, τα πλοία απλώς τα τραβούσαν έξω στην ακτή, προφανώς γιατί αυτή τη διαδικασία περιγράφει ο Όμηρος. Σήμερα γνωρίζουμε την ύπαρξη τεχνητών λιμανιών και ότι πρέπει να τα αναζητούμε με προσοχή, ακόμα και αν βρίσκονται θαμμένα κάτω από μέτρα χαλίκι.
Eberhard Zangger
«Το λιμάνι του Νέστορα» στο «Πύλος η αμμουδερή» Jack L. Davis
Αναπαράσταση Μυκηναϊκού πολεμικού πλοίου (περ. -1200). Η αναπαράσταση έχει γίνει με βάση την παράσταση που βρέθηκε σε πυξίδα που είχε τοποθετηθεί ως κτέρισμα σε έναν από τους δύο Θολωτούς τάφους της Τραγάνας, οι οποίοι βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση από το τεχνητό λιμάνι.