Σύζυγος δύο αυτοκρατόρων, μητέρα του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου και αδίστακτη πολιτικός.
Η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, Θεοφανώ, οργάνωσε τη δολοφονία του συζύγου της για να τον αντικαταστήσει με τον εραστή της και ανιψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή.
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση γυναίκας στην εξουσία είναι η αυτοκράτειρα Θεοφανώ, η οποία έδρασε στο δεύτερο ήµισυ του 10ου µ.Χ. αιώνα στην Κωνσταντινούπολη.
Οι πληροφορίες που έχουµε για την καταγωγή της είναι συγκεχυµένες και αόριστες. Κάποιοι χρονικογράφοι της εποχής την αναφέρουν ως κόρη ευγενούς, ενώ µια άλλη, επικρατέστερη άποψη τη θέλει να κατάγεται από τη Λακωνία.
Μάλιστα, φέρεται ο πατέρας της να ήταν ένας Κρατερός, που διατηρούσε πανδοχείο-ταβέρνα στην Κωνσταντινούπολη.
Η Θεοφανώ γεννήθηκε στην Πελοπόννησοκαι ήταν κόρη ενός ταπεινού ταβερνιάρη. Κανείς δεν ξέρει πώς κατάφερε μία φτωχή κοπέλα από άσημη οικογένεια να φτάσει στο υψηλότερο αξίωμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μία εκδοχή είναι ότι έγινε διαγωνισμός ομορφιάς για να επιλεχθεί η νύφη του μελλοντικού αυτοκράτορα και η Θεοφανώξεχώρισε για τα κάλλη της. Η άλλη εκδοχή μιλάει για έναν φιλήδονο νεαρό διάδοχο, τον Ρωμανό, ο οποίος μαγεύτηκε απ’ την αξεπέραστη γοητεία της Πελοποννήσιας.
Ο Ρωµανός ήταν γνωστός για τη ροπή του προς τις διασκεδάσεις και την αδυναµία του προς το ωραίο φύλο. Θρυλείται δε ότι η Θεοφανώυπήρξε εκπάγλου καλλονής.
Παρά το γεγονός ότι η υποψήφια νύφη έπρεπε να είναι ευγενούς καταγωγής, για τα ήθη της αυτοκρατορικής αυλής δεν ήταν ασυνήθιστο να γίνονται εξαιρέσεις, όταν το σήκωνε η περίσταση.
Η καταγωγή της νύφης σχολιάστηκε αρνητικά από τους αυλικούς και ιδιαίτερα από τον πατέρα του γαμπρού, τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’, που ήθελε μία αριστοκράτισσα στον θρόνο. Το 956, ο διάδοχος Ρωμανός και η Θεοφανώ παντρεύτηκαν.
Έτσι το 956, τη µέρα των αυτοκρατορικών γάµων, η Κωνσταντινούπολη γιόρταζε ξέφρενα στους δρόµους επευφηµώντας το νεαρό ζευγάρι που έκλεβε το ενδιαφέρον ακόµα περισσότερο για την οµορφιά του, καθώς και ο Ρωµανός φηµιζόταν για την αθλητική παρουσία του.
Στο γάµο παρευρίσκονταν ο πατέρας του γαµπρού και αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ζ’ µαζί µε τη γυναίκα του Ελένη, πλαισιωµένοι από τις πέντε κόρες τους.
Διπλά στην εκθαµβωτική νύφη έστεκε ο κατά πέντε µόλις έτη µεγαλύτερος Ρωµανός, ολόξανθος, αρρενωπός, το όνειρο όλων των κοριτσιών της πρωτεύουσας που είχαν την τύχη να τον αντικρίσουν ή να συνδεθούν στενότερα µαζί του.
Η τελετή λοιπόν αυτή του διαδόχου του θρόνου Ρωµανού µε τη δεκαεξάχρονη Θεοφανώπου τελέστηκε στον ναό του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε η αρχή της πραγµάτωσης των φιλοδοξιών της νεαρής κοπέλας, που ζούσε µέσα στο µεγαλείο ενός πραγµατικού ονείρου.
Πολύ σύντομα, η Θεοφανώέμεινε έγκυος και ο Ρωμανός, παρά την αδυναμία που της είχε, επέστρεψε στις ερωμένες του. Τα πρώτα χρόνια του γάμου η Θεοφανώέμενε συνεχώς έγκυος και οι δολοπλοκίες της αυλής δεν την απασχολούσαν.
Όμως, όταν πέθανε ο Αυτοκράτορας το 959, οι αυλικοί «κατασπάραξαν» τη νύφη του. Την κατηγόρησαν ότι τον δηλητηρίασε, γιατί ο Αυτοκράτορας συνέχιζε να τη δυσφημεί στο γιο του.
Η ενοχή της δεν αποδείχτηκε ποτέ και η Θεοφανώέγινε αυτοκράτειρα, στο πλάι του Ρωμανού που στέφθηκε ελέω θεού, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων.
Η νέα αυτοκράτειρα ασκούσε τεράστια επιρροή στον άντρα της, που δεν τον γοήτευε η πολιτική και προτιμούσε να γλεντοκοπάει με ωραίες γυναίκες.
Μετά την στέψη του άντρα της ως αυτοκράτορα του Βυζαντίου η Θεοφανώστρέφεται αποφασιστικά εναντίον της υπόλοιπης οικογένειας του πεθαμένου αυτοκράτορα, αρχής γενομένης από τις αδελφές του Ρωμανού.
Χρησιμοποιώντας την επιρροή της στον σύζυγο της, τον πείθει τελικά ότι η ζωή του παλατιού δεν ταιριάζει στις αδελφές του, δεν τις κάνει ευτυχισμένες και καλύτερα για αυτές θα ήταν να βρουν τη γαλήνη που τους λείπει σε ένα μοναστήρι προσευχόμενες.
Φαίνεται από τα αποτελέσματα πως η γοητεία της έχει επίδραση στον σύζυγο γιατί μετά τις ικεσίες των αδελφών, οι οποίες δίχως τη θέλησή τους οδηγούνταν στο μοναστήρι, ούτε τα παρακάλια της μητέρας του Ρωμανού, Ελένης, έπιασαν τόπο.
Έτσι οι πέντε κόρες του πιθανότατα δολοφονημένου Κωνσταντίνου Ζ’ στέλνονται υπό την εποπτεία του Πατριάρχη Πολύευκτου σε μοναστήρι, όπου κουρεύονται και κλείνονται σε κελί φυλακισμένες κανονικά.
Κατόπιν η Θεοφανώ περιόρισε την πεθερά της Ελένη στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της αφήνοντάς τη να θρηνεί τον χαμό του άντρα της και τη δυστυχία των κοριτσιών της.
Ο Ρωμανός όχι μόνο δεν προβληματιζόταν για τις πράξεις της συζύγου του, αλλά τη γέμιζε πλούτη αδειάζοντας το ταμείο του κράτους.
Επίσης αυτό που έδειχνε να τον ενδιαφέρει περισσότερο δεν ήταν η διοίκηση της αυτοκρατορίας όσο οι απολαύσεις και οι ακολασίες, στις οποίες επιδιδόταν με όλο του το είναι.
Έτσι οι κρατικές υποθέσεις είχαν περάσει στα χέρια ενός Ιωσήφ Βρίγγα, στον οποίο όμως δεν άσκουσε καμιά επιρροή η φιλόδοξη και μάλλον επικίνδυνη αυτοκράτειρα.
Στο μεταξύ, αυτό που την είχε εξαντλήσει ήταν οι συνεχόμενες εγκυμοσύνες της: τέσσερα παιδιά σε έξι χρόνια γάμου. Πράγμα που την εμπόδιζε αντικειμενικά να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες της και να ικανοποιήσει την ακόρεστη δίψα για εξουσία που τη διακατείχε.
Η ξέφρενη ζωή, η αδιάκοπη κραιπάλη και οι καταχρήσεις, είχαν άσχημη κατάληξη για το Ρωμανό. Το 963, ο Αυτοκράτορας πέθανε σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Οι αιτίες του θανάτου από κάποιους αποδόθηκαν στον έκλυτο βίο, ωστόσο ο Λέων Διάκονος έγραψε ότι «οι περισσότεροι υποψιάζονται ότι το δηλητήριο του το έδωσαν από τον γυναικωνίτη», φωτογραφίζοντας τη Θεοφανώ.
Για ακόμα μία φορά η Θεοφανώ βρέθηκε στο στόχαστρο των αυλικών, οι οποίοι τη μισούσαν. Φυσικά τη θεώρησαν ύποπτη για τον θάνατό του, αν και δε φαινόταν να έχει κανένα συμφέρον, αφού η απώλεια του Ρωμανού, άφηνε την ίδια και τα παιδιά της απροστάτευτα σε ένα εχθρικό παλάτι.
Η συμμαχία με τον νονό των παιδιών της, Νικηφόρο Φωκά που κατέληξε σε γάμο
Ο πρωτότοκος γιος της και διάδοχος του θρόνου, Βασίλειος, ήταν πολύ μικρός και οι ισχυρότεροι σύμβουλοι του νεκρού αυτοκράτορα εποφθαλμιούσαν το θρόνο.
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Θεοφανούς ήταν ο ευνούχος Ιωσήφ Βρίγγας, αλλά η πανούργα αυτοκράτειρα βρήκε τρόπο να τον αντιμετωπίσει.
Επανέφερε στο παλάτι τον σκληροτράχηλο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος μόλις είχε ολοκληρώσει με επιτυχία την εκστρατεία στην Κρήτη και ήταν φοβερά αγαπητός στον λαό.
Ο Φωκάς στέφθηκε αυτοκράτορας στην Καισάρεια και μπήκε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, όπου κυβερνούσε άτυπα ο Ιωσήφ Βρίγγας. Μετά από αιματηρές οδομαχίες, ο Φωκάς εδραίωσε την κυριαρχία του και νυμφεύτηκε την αυτοκράτειρα Θεοφανώ.
Ο γάμος τους προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο, γιατί ο Φωκάς ήταν πνευματικός πατέρας του δύο γιων της Θεοφανούς και η συγγένεια θεωρούνταν πολύ στενή για γάμο.
Ο Πατριάρχης Πολύευκτος που μισούσε τη Θεοφανώ και ήθελε να την ξεφορτωθεί με κάθε τρόπο, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να εμποδίσει τον γάμο.
Αφόρισε τον Φωκά και αρνούνταν να ευλογήσει τη βασιλεία του, όσο βρισκόταν στο πλευρό του η Θεοφανώ. Ο Φωκάς «ξεμπέρδεψε» με τον Πατριάρχη, όταν δύο μάρτυρες ορκίστηκαν ότι ο Φωκάς δεν ήταν νονός των παιδιών της Θεοφανούς.
Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά με συνεργό τον εραστή της Θεοφανούς, Ιωάννη Τσιμισκή
Ο Φωκάς ήταν η λύση ανάγκης σε μια κρίσιμη περίοδο στη ζωή της Θεοφανούς. Όταν η κατάσταση εξομαλύνθηκε, η Θεοφανώ άρχισε να παρατηρεί τα ελαττώματα του νέου συζύγου της.
Ήταν πολύ μεγαλύτερός της, υπερβολικά σοβαρός και τραχύς χαρακτήρας. Ο στρατηγός ήταν συνηθισμένος στην πειθαρχία και τη λιτότητα του στρατού, κοιμόταν στο πάτωμα και φορούσε ένα χοντρό μάλλινο πουκάμισο μέσα από τα ρούχα του, που του έγδερνε το δέρμα ως τιμωρία για τις αμαρτίες του.
Η θρησκοληψία του δεν ταίριαζε εύκολα με τα «ήθη» της γυναίκας του. Η Θεοφανώ μπορούσε να παραβλέψει τις παραξενιές του στην προσωπική του ζωή, αλλά δεν ανεχόταν την ανικανότητά του στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, που προκαλούσε τεράστια λαϊκή δυσφορία.
Ο στρατηγός αποδείχτηκε ακατάλληλος αυτοκράτορας και η Θεοφανώ, για να μη φθείρεται ο θρόνος των παιδιών της, αποφάσισε να τον αντικαταστήσει με τον ανιψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή, που ήταν και εραστής.
Το βράδυ της 10ης Δεκεμβρίου του 969, ο Τσιμισκής έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, αφού διέσχισε τον Βόσπορο μέσα σε τρομερή καταιγίδα.
Η Θεοφανώ έφυγε νωρίς από την κρεβατοκάμαρα του και άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη. Λίγες ώρες μετά, μπήκε κρυφά στο δωμάτιο ο Τσιμισκής με τους άντρες του και σκότωσαν τον Αυτοκράτορα.
Η Θεοφανώ συμμετείχε στη δολοφονία, υπό την προϋπόθεση ότι ο νέος αυτοκράτορας Τσιμισκής θα την παντρευόταν για να συνεχίσει τη βασιλεία της.
Όμως ο μεγάλος εχθρός της, ο Πατριάρχης Πολύευκτος, επανήλθε δριμύτερος. Αρνήθηκε να στέψει τον Τσιμισκή αυτοκράτορα, εκτός αν την έδιωχνε από την Κωνσταντινούπολη.
Ο εραστής της αυτοκράτειρας επιθυμούσε την εξουσία πιο πολύ από τη Θεοφανώκαι την εξόρισε στα Πριγκιπόννησα. Τον επόμενο χρόνο, ο Τσιμισκής παντρεύτηκε την κόρη του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’, Θεοδώρα, που με εντολή της Θεοφανούς είχε φυλακιστεί σε μοναστήρι.
Το 975, ο γιος της Θεοφανούς, Βασίλειος, διαδέχτηκε τον Τσιμισκή και επανέφερε τη μητέρα του στην αυλή, η οποία υποσχέθηκε να μείνει μακριά από την πολιτική ζωή του παλατιού.
Άλλωστε δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Ο Βασίλειος σύντομα απέκτησε το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος και δεν έμοιαζε με τους αδύναμους ηγέτες του παρελθόντος.
Στην πολυετή βασιλεία του, δεν κοίταξε ποτέ τα συμφέροντα μιας γυναίκας, αλλά υπηρέτησε με αφοσίωση και επιτυχία την αυτοκρατορία.