Αν και ο κόσμος της Αφροδίτης μοιάζει κάπως σκοτεινός και μυστηριώδης, μέσα στο σκοτάδι αυτό μπορούμε να διακρίνουμε κάποια επαναλαμβανόμενα θέματα. Ένα από τα πιο σημαντικά εξ αυτών είναι η απόπειρα να χαράξουμε μια σαφή διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη ερωτικής συνομιλίας: τη ρομαντική στρατηγική του κόρτε, του φλερτ και της αποπλάνησης και την πιο άμεση προσέγγιση της αγοραπωλησίας του σεξ.
Αυτή η διάκριση υπονοείται σε πολλές πραγματείες για το πώς πρέπει να φέρεσαι στους εραστές και ενίοτε βγαίνει στο φως και υπόκειται σε αυστηρή εξέταση από κυνικούς, όπως ο σκλάβος Καρίων στον «Πλούτο» του Αριστοφάνους. Ο αφέντης του μιλάει για τη δύναμη του χρήματος:
— Και οι εταίρεςοι Κορίνθιες, όπως λένε, φτωχός αν τις γυρέψει, ούτε γυρίζουν να τον κοιτάξουν, αλλά αν είναι πλούσιος, αμέσως του κουνάνε την ουρά τους.
— Και τα παιδιά έτσι, λένε, κάνουν· όχι γι αυτούς που τα αγαπούνε· για το χρήμα.
— Τα πρόστυχα, όχι τα όπως πρέπει, αυτά δεν ζητούνε λεφτά.
— Και τι ζητούνε;
— Λαγωνικά ή ένα καλό αλογάκι…
— Ντρέπονται για λεφτά να πούνε, κι έτσι με λέξη ωραία τυλίγουν τη ντροπή τους.
Ο Αριστοφάνηςθίγει εδώ ένα ζήτημα θεμελιώδους σημασίας για τη σύγχρονη ανθρωπολογία: τη διάκριση ανάμεσα στην ανταλλαγή αγαθών και την ανταλλαγή δώρων, ανάμεσα στις αμοιβές και τις δωρεάν παροχές.
Πρόκειται για μια διάκριση που δε γίνεται εύκολα κατανοητή, αλλά, όπως ελπίζω να αποδείξω, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο είναι τόσο σημαντική. Η ανταλλαγή αγαθών εγκαθιδρύει μια σχέση ανάμεσα σε αντικείμενα, μια σχέση που εκφράζεται με γνώμονα την τιμή. Τα αγαθά είναι ανταλλάξιμα, εύκολα μετρήσιμα και συγκρίσιμα, η ποσότητα και η ποιότητά τους μπορούν να διαχωριστούν σε μικρές μονάδες, συχνά μάλιστα σε νομισματικές μονάδες. Είναι κατά κάποιο τρόπο απρόσωπα και κάπως ανώνυμα εμπορεύματα και η ανταλλαγή αγαθών αντανακλά αυτή την ανωνυμία. Η συναλλαγή είναι καθαρή και οριστική, ο πωλητής χάνει τα αγαθά διά παντός κι αυτά περνάνε πια στην κατοχή του αγοραστή.
Η ανταλλαγή δώρων, από την άλλη, δεν εγκαθιδρύει σχέσεις ανάμεσα σε αντικείμενα αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους, που συνδέονται έκτοτε με δεσμούς κηδεμονίας και φιλίας. Κατά συνέπεια, τα δώρα είναι προσωπικά. Θα πρέπει να είναι μοναδικά, ατομικά, και να μην υπόκεινται σε αντικειμενική εκτίμηση. Αντίθετα από τα αγαθά, τα δώρα είναι αντικείμενα που «κολλάνε». Ο δωρητής δε χάνει ποτέ εντελώς το δώρο.
Ένα ωραίο παράδειγμα αυτής της αρχής στον ελληνικό πολιτισμό βλέπουμε στο γεγονός ότι, όταν μια πόλη προσέφερε ένα δώρο σε κάποιο θεό, σ’ ένα πανελλήνιο ιερό όπως οι Δελφοί ή η Δήλος, το δώρο παρέμενε σ’ ένα χώρο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό, που ονομαζόταν θησαυρός της πόλης. Το δώρο συντηρεί επίσης τη σχέση, διότι φορτώνει τον αποδέκτη με χρέη και υποχρεώσεις. Με τον ίδιο τρόπο, η ανταλλαγή δώρων κάθε άλλο παρά οριστική είναι, διότι αποτελεί απλώς το τελευταίο επεισόδιο σε μια μακροχρόνια ιστορία παροχής και ανταπόδοσης μιας χάρης.
Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο ειδών σχέσεων δεν είναι απλώς η διαφορά ανάμεσα σε μια ανταλλαγή αντικειμένων και μια χρηματική πληρωμή, αν και εξαιτίας της ανταλλαξιμότητάς τους τα χρήματα έχουν την τάση, όπως είναι φυσικό, να δημιουργούν πιο απρόσωπες σχέσεις. Όταν κάποιος πηγαίνει κάθε πρωί σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος για να ανταλλάξει μια συγκεκριμένη ποσότητα γάλακτος με μια συγκεκριμένη ποσότητα μελιού, μ’ ένα εντελώς άγνωστο άτομο, η συναλλαγή μοιάζει πάρα πολύ με ανταλλαγή αγαθών, παρ’ όλο που δε βλέπουμε νομίσματα να αλλάζουν χέρια.
Ούτε θα πρέπει να θεωρήσουμε την ανταλλαγή δώρων ως ένα πιο πρωτόγονο στάδιο ανάπτυξης, το οποίο ξεπερνούν οι πολιτισμοί όσο πιο πολύπλοκοι γίνονται. Τα δώρα και τα αγαθά απαντώνται στις ίδιες κοινωνίες. Ο διαχωρισμός λοιπόν είναι σχετικός μάλλον παρά απόλυτος. Ένα αντικείμενο μπορεί να είναι δώρο περισσότερο ή λιγότερο και οι ανθρωπολόγοι μιλούν για αντικείμενα (και ανθρώπους) που εμπορευματοποιούνται και αποεμπορευματοποιούνται για να εμπορευματοποιηθούν εκ νέου στις εξής περιπτώσεις: όταν ένα κειμήλιο βγαίνει σε πλειστηριασμό, όταν μία δούλη μεταπίπτει σε ερωμένη, όταν ένα ασημένιο ανάθημα εκτιμάται ανάλογα με το βάρος του και χρησιμοποιείται για να πληρωθούν μισθοφόροι, όταν αυτός που επιλέγει ποιοι θα πληρωθούν είναι η κληρωτίδα, όταν χρονομετρείται μια σεξουαλική συνεύρεση.
Μιλάμε πάνω απ’ όλα για μια συμβολική διάκριση, την οποία οι κοινωνίες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν και να επιβάλλουν. Υπάρχουν οι σαφώς αντιτιθέμενοι χώροι: η αγορά σε αντίθεση προς το σπίτι, ή οι αντιτιθέμενες εποχές του χρόνου: η ημέρα του παζαριού σε αντίθεση με τα Χριστούγεννα. Πιο πολύ όμως είναι το λεξιλόγιο: «φιλία», «χάρες», «προσφορά» από τη μία, και «πληρωμή», «αγορά» και «πώληση» από την άλλη. Δε θα πρέπει να θεωρούμε αυτές τις διακρίσεις παρωχημένες στο σύγχρονο πολιτισμό.
Ένα πολύ μικρό μέρος της σύγχρονης οικονομίας λειτουργεί ως ανταλλαγή δώρων, το οποίο όμως μπορεί να είναι πολύ σημαντικό. Συνεχίζουμε να ανησυχούμε μήπως ξεχάσαμε την τιμή πάνω στο δώρο. Εκτιμάμε προσεκτικά την αξία των δώρων που ανταλλάσσουμε, αλλά αποδοκιμάζουμε όποιον συγκρίνει πολύ κραυγαλέα αυτό που του έδωσαν μ’ εκείνο που έδωσε ο ίδιος, ή — ακόμα χειρότερα — όταν ζητήσει να του εκτιμήσουν κάποιο αναμνηστικό.
Εκτιμάμε ιδιαίτερα τα χειροποίητα δώρα ή όσα έχουν συναισθηματική αξία για εκείνον που τα δίνει. Διερωτόμαστε αν οι πολιτικοί πρέπει να δέχονται προσκλήσεις στη βίλα πλούσιων φίλων τους με προσωπικά συμφέροντα. Διαμαρτυρόμαστε, από την άλλη, όταν κάποιος που μας πληρώνει για τις υπηρεσίες που του έχουμε παράσχει παρουσιάζει την πληρωμή αυτή ως πράξη γενναιοδωρίας, για την οποία υποτίθεται ότι θα πρέπει να νιώθουμε κι ευγνωμοσύνη.
Όπως δείχνουν αυτά τα παραδείγματα, και όπως υποδεικνύει στον αφέντη του ο σκλάβος Καρίων (που είναι κι ο ίδιος ένα αγαθό), στον πυρήνα της προσφοράς ενός δώρου υπάρχει μεγάλος βαθμός προσποίησης ή ακόμη και υποκρισίας. Ο χαρακτήρας του δώρου εξαρτάται από τη γενικότερη πρακτική αυτού που ο ανθρωπολόγος Πιέρ Μπουρντιέ αποκαλεί miconnaissance, δηλαδή την παραγνώριση, την προσποίηση ότι το δώρο δεν κουβαλάει κάποια αξία και δεν απαιτεί τίποτα ως αντάλλαγμα.
Η χάρη που προσδοκά κάποιος ως αντάλλαγμα πρέπει να φανεί σαν κάτι που εναπόκειται εντελώς στη διάκριση του αποδέκτη, ο οποίος τονίζει την ελευθερία της πράξης του, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο της ανταπόδοσής του. Σ’ αυτό βοηθάει όταν τα δώρα είναι ελαφρώς παράταιρα. Και βοηθάει επίσης η μεσολάβηση κάποιου χρονικού διαστήματος — αλλά όχι πολύ μεγάλου — πριν την ανταπόδοση του δώρου. Όταν ένα δώρο ακολουθήσει πολύ γρήγορα μετά από μια χάρη, παύει να είναι δώρο και γίνεται πληρωμή για «προσφερθείσες υπηρεσίες».
Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο είδη σχέσης φορτίζεται ακόμα περισσότερο, όταν ένα από τα αντικείμενα της ανταλλαγής είναι το σεξ. Στην κλασική Αθήνα, το θέμα δεν είναι απλώς αν «το κάνεις για λεφτά» ή αν «το κάνεις για δώρα». Η μετατροπή της σεξουαλικής συνομιλίας σε ανταλλαγή μεταβιβάσιμων αγαθών συνεπάγεται μια τεράστια προσπάθεια συγκεκριμενοποίησης. Τι είναι αυτό που πουλάει η πόρνη; Ένα μέρος του χρόνου της; Τη σεξουαλική πράξη; Το σώμα της; Ένα μέρος του σώματός της;
Οι εταίρες, από την άλλη, για την κατάκτηση των οποίων απαιτούνται δώρα, πρέπει να είναι όσο πιο διακριτικές γίνεται, για να αποφύγουν να θεωρηθούν κοινές πόρνες, ενώ οι εχθροί τους χρησιμοποιούν τη γλώσσα της αγοράς για να τις επαναφέρουν στη θέση τους. Ο προσδιορισμός είναι και ο ίδιος ένα ζήτημα στη σεξουαλική οικονομία. Και αν οι αρχαίοι άντρες και οι σύγχρονοι μελετητές δυσκολεύονται να συλλάβουν την έννοια της εταίρας, σ’ αυτό δε φταίει απλώς ο κόσμος των γυναικών που είναι πολύπλοκος. Η εταίρα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να μην είναι σαφής ούτε η ίδια ούτε η σχέση της με τους άντρες. Αλλιώς δε θα ήταν εταίρα.
***
Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζειμς Ντειβιντσον «Αρχαίοι Αθηναίοι – Ηδονές, καταχρήσεις και πάθη» Εκδότης: Περίπλους
Αντικλείδι , https://antikleidi.com