«Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος» λέει ο Επίκουρος, γιατί «όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος είναι απών, και όταν ο θάνατος είναι παρών, δεν υπάρχουμε εμείς».
Ο θάνατος είναι πάντοτε άσχετος μ’εμάς αν και προκαλεί μεγάλη στενοχώρια σε πολλούς ανθρώπους για μεγάλο διάστημα της ζωής τους.
Η έγνοια του θανάτου καλύπτει σαν πέπλο την εμπειρία της ζωής, είτε γιατί οι άνθρωποι προσβλέπουν σε μετά θάνατο ζωή και τρομοκρατούνται και εξευτελίζονται προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια του Θεού, που θα μπορούσε κάλλιστα να τους τιμωρήσει για τις κακές τους πράξεις, είτε γιατί λυπούνται και τρομάζουν με την ιδέα ότι δεν θα υπάρχουν μετά το θάνατό τους.
Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας.
Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις.
Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου.
Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς.
Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.
Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια.
Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν’ αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής.