Μια γυναίκα σε μια τομή του αθηναϊκού χρόνου. Τι προκαλεί άραγε σήμερα μια μικρή φωτογραφία που χωράει στη θερμή αγκαλιά μιας παλάμης; Άγνωστη σε μένα αυτή η μορφή, αλλά η φωτογραφία, τραβηγμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1930, είναι στα χέρια μου. Είναι τόσο μικρή, ώστε να χωράει σε πορτοφόλι και προσπαθώ να αναπαραστήσω τη σκηνή της πόζας με τον πλανόδιο φωτογράφο της πλατείας Συντάγματος. Ολόγυρα, από τα μέγαρα της πλατείας, ένα μόνο διασώζεται.
Η διαφήμιση για τα αμερικανικά ραδιόφωνα RCA στη στέγη του ξενοδοχείου της Αγγλίας, γωνία με την Ερμού, δεσπόζει ως ένδειξη νεωτερικότητας, αλλά να, που το άγαλμα της Ιπποδάμειας στα χέρια του Θησέαδίνει ένα δραματικό τόνο στη γεμάτη διαβάτες πλατεία.
Είναι φορές, που στο ίδιο σημείο σήμερα, με το σιντριβάνι, χωρίς πλέον το δικό του αγαλματίδιο, παρατηρώ τις δεκάδες πόζες για μια αναμνηστική φωτογραφία της στιγμής. Είναι βέβαιον ότι η επιθυμία είναι ταυτόσημη με αυτή της γυναίκας της φωτογραφίας, που με το ένα χέρι στη μέση (να ήταν υπόδειξη του φωτογράφου ή αυθόρμητη φιλαρέσκεια;) «παγώνει» τον χρόνο. Ήταν μία στιγμή πριν από 80 και πλέον χρόνια, και μαζί με τη γυναίκα περνούν σε μία ακούσια αθανασία οι περαστικοί ολόγυρα. Ο Ζαχαράτος και ο Ελευθερουδάκης ήταν πάντα στο βάθος προς τη Σταδίου. Να έρχονταν άραγε από εκεί;
Αλλά αυτό που κάνει τη φωτογραφία αυτή ιδιαίτερη είναι ότι εκ των υστέρων γίνεται μάρτυρας αλλαγής. Το άγαλμα του Θησέα που σώζει την Ιπποδάμεια, έργο του Γερμανού γλύπτη Γιοχάνες Πφουλ (1846-1914), μετακινήθηκε από την πλατεία Συντάγματος για να τοποθετηθεί στην πλατεία Βικτωρίας τον Σεπτέμβριο του 1937.
O Πφουλ, γεννημένος στη Σιλεσία, ήταν ακαδημαϊκός γλύπτης του Βερολίνου, που αγαπούσε τις δραματικές σκηνές της μυθολογίας και είχε δημιουργήσει, στη Γερμανία, και το γλυπτό του Περσέα που απελευθερώνει την Ανδρομέδα. Μπροστά στο γλυπτό της «Ιπποδάμειας» της πλατείας Συντάγματος του Μεσοπολέμου, συμπύκνωση της αισθητικής της πάλαι ποτέ γερμανικής αυτοκρατορίας, στέκει χρόνια μετά τη δημιουργία του (1904) η γυναίκα της φωτογραφίας. Εχει έρθει στο κέντρο της πρωτεύουσας και η στιγμή απαιτεί απαθανάτιση.
Με χρονολογική ασφάλεια, λόγω της ύπαρξης του αγάλματος στο Σύνταγμα αλλά και λόγω της αισθητικής των ενδυμάτων, η φωτογραφία πρέπει να τραβήχτηκε την περίοδο 1934-1936. Η γυναίκα της πλατείας Συντάγματος στέκει με μία δόση αμηχανίας αλλά και ισχυρή αίσθηση αυτοσυνειδησίας στο συμβολικό κέντρο των Αθηνών, δίπλα ακριβώς στο αναβλύζον ύδωρ. Δεν γνωρίζει ότι λίγο μετά, τον Σεπτέμβριο του 1937, στο ίδιο σημείο θα συγκεντρωνόταν πλήθος για να παρακολουθήσει τη μετακίνηση της Ιπποδάμειας. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» θα έγραφε στις 30 Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους ότι η «μετακόμισις» συντελέστηκε «υπό τας ιαχάς αφθόνου αθηναϊκής μαρίδας». Χρειάστηκαν μερικές ημέρες για να ολοκληρωθεί το έργο, λίγες ημέρες και ένα φορτηγό, που μετέφερε τον Θησέα και την Ιπποδάμεια σχοινοδεμένους, ως αιχμαλώτους δεσμώτες ή ως άψυχα λάφυρα πολέμου, από την μία πλατεία στην άλλη.
Αυτές οι στιγμές της θεατρικής δραματικότητας στο θέατρο της πόλης, που σαν μια σκηνή διατηρεί το ιδρυτικό γεγονός της μεταβλητότητας, χαράσσονται εκ των υστέρων στο μεγάλο βιβλίο της Αθήνας. Είναι τα γεγονότα που καλύφθηκαν από τη λήθη αλλά που, όμως, όπως και η γυναίκα της πλατείας Συντάγματος, ανασύρονται με την απλή πρόκληση μιας ελάχιστης αφορμής. Όπως μία φωτογραφία που χωράει σε μια παλάμη.