Ένας αμφορέας της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (11ος π.Χ.), που βγαίνει για πρώτη φορά στο φως, αποκαλύπτει καλά κρυμμένα μυστικά της Ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Προέρχεται από σωστική ανασκαφή στην περιοχή της Πολίχνης, είναι τεφροδόχο αγγείο και μέσα του βρέθηκαν τα οστά του νεκρού ή της νεκρής, τα οποία μελετώνται.
Ο αµφορέας αυτός αποτελεί το αρχαιότερο αντικείμενο της περιοδικής έκθεσης που µε τίτλο «Κώμες και πολίσματα στον μυχό του Θερμαϊκού», που εγκαινιάζεται στις 21 Δεκεμβρίου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, όπου θα παραμείνει έως τις 2 Ιουνίου 2019.
Μαζί µε άλλα αγγεία, χρυσά και χάλκινα κοσμήματα, τµήµα μαρμάρινης κεφαλής γενειοφόρου άντρα, αλλά και πλούσιο εποπτικό υλικό, η έκθεση συστήνει στο κοινό την Ιστορία και την Προϊστορία της πόλης. Το σύνολο σχεδόν των 130 ευρηµάτων εκτίθεται για πρώτη φορά και προέρχεται από την ΕΦΑ Πόλης, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και την πανεπιστηµιακή ανασκαφή στο Καραµπουρνάκι. Τα εκθέµατα επικεντρώνονται σε τέσσερις αρχαιολογικές θέσεις: στην Πολίχνη, την Τούµπα, στο Καραµπουρνάκι και στην πιο πρόσφατη από αυτές, την Πυλαία, όπου οι εργασίες για την κατασκευή του µετρό ανάδειξαν ένα προκασσάνδρειο πόλισµα του 4ου π.Χ. αιώνα.
«Με την έκθεση αυτή η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης επιχειρεί να αναδείξει τα προϋπάρχοντα πολίσµατα, που η αρχαιολογική σκαπάνη έχει εντοπίσει στο άµεσο περιβάλλον της Θεσσαλονίκης. Ευρήµατα από την Πολίχνη, την Τούµπα, την Πυλαία και το Καραµπουρνάκι, µαζί µε πλούσιο εποπτικό υλικό, θα φιλοξενηθούν σε τµήµα του υπόσκαφου µουσείου της Αρχαίας Αγοράς, του µοναδικού διαχρονικού µουσείου της πόλης, µε εκθέµατα αποκλειστικά από τον ίδιο αρχαιολογικό χώρο όπου βρίσκεται. Για πρώτη φορά, όµως, αυτά θα συνυπάρξουν µε άγνωστα αντικείµενα, προερχόµενα από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, για να φωτίσουν τις αιτίες που οδήγησαν τον Κάσσανδρο στον συνοικισµό των πολισµάτων και τελικά στην ίδρυση της νέας πόλης» λέει στο «Εθνος της Κυριακής» ο προϊστάµενος της ΕΦΑ Πόλης Θεσσαλονίκης Γιώργος Σκιαδαρέσης.
Όταν στα 316/315 π.Χ. ο Κάσσανδρος θέλησε να ιδρύσει την Θεσσαλονίκη, επέλεξε τη µέθοδο του «συνοικισµού», της µετακίνησης δηλαδή κατοίκων πολλών µικρών οικισµών σε µια πόλη. Το πώς έγινε η µετακίνηση είναι ασαφές.
Ο αρχαίος οικισμός στο Καραμπουρνάρι (πρώην στρατόπεδο Κόδρα) στην Καλαμαριά |
Ο γεωγράφος Στράβωνας, που µας πληροφορεί για τον «συνοικισµό» της Θεσσαλονίκης -300 χρόνια µετά το γεγονός-, χρησιµοποιεί τη λέξη «καθελών». Είναι, όµως, βέβαιο αυτό; Κάποιοι κάτοικοι ίσως µετακινήθηκαν οικειοθελώς.
«Ισως ο Κάσσανδρος να φρόντισε για τη δωρεάν µετακόµιση της οικοσκευής τους. Ισως να τους πριµοδότησε µε φοροαπαλλαγές. Αλλά, όπου συναντούσε αντιρρήσεις, είναι πιθανόν ότι χρησιµοποίησε στρατιωτική πειθώ» αναφέρει ο προϊστάµενος του Τµήµατος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Μουσείων της ΕΦΑ Πόλης και επιστηµονικά υπεύθυνος της έκθεσης Αστέριος Λιούτας.
Ο Στράβωνας γράφει, επίσης, ότι οι κώµες και τα πολίσµατα που συνοικίσθηκαν ήταν 26, όµως δίνει µόνο έξι ονόµατα. Αλλά 15 ονόµατα είναι γνωστά από διάφορες πηγές, ωστόσο οι µέχρι τώρα ανασκαφές δεν έφεραν στο φως κάποιο βέβαιο στοιχείο ώστε να εξασφαλιστεί η ταύτιση ενός οικισµού από τα 21 γνωστά ονόµατα.
Μέχρι σήµερα έχουν εντοπιστεί 87 οικισµοί στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, και οι 33 από αυτούς είναι καθαρά προϊστορικοί, χρονολογούνται δηλαδή από τη Μέση Νεολιθική µέχρι την Εποχή του Χαλκού, ενώ οι υπόλοιποι 54 έχουν και µεταγενέστερες οικοδοµικές φάσεις, της Εποχής του Σιδήρου και των ιστορικών χρόνων.
Η ιδέα για την έκθεση αυτή ξεκίνησε την περασµένη άνοιξη από τον κ. Λιούτα και την τότε προϊσταµένη της Εφορείας Τζένη Βελένη, σήµερα γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής κληρονοµιάς του υπουργείου Πολιτισµού, στην οποία και ανήκει ο τίτλος «Κώµες και πολίσµατα στον µυχό του Θερµαϊκού κόλπου». «Είναι σηµαντικό να γνωρίζουµε πώς ήταν η κατάσταση γύρω από τον Θερµαϊκό πριν από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Υπήρχαν αρκετές κώµες και πολίσµατα στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, όλα σηµαντικά, καθώς βοηθούσε το φυσικό περιβάλλον µε τις εκβολές των ποταµών και τη θάλασσα.
Η ίδρυση της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε ίσως την πρώτη µορφή ενός συστήµατος τύπου «Καποδίστρια», για το οποίο ο Κάσσανδρος έδωσε κίνητρα για να µετακινηθούν οι πληθυσµοί» δήλωσε στο «Εθνος της Κυριακής» η κ. Βελένη, προσθέτοντας ότι η επιλογή του χώρου στην είσοδο του µουσείου της Αρχαίας Αγοράς διόλου τυχαία δεν είναι, καθώς, όπως αναφέρει, «προτού µπει κάποιος στο µουσείο για να δει τα εκθέµατα της πόλης θα δει τι προηγήθηκε της ίδρυσής της».
Ο αµφορέας του 1050 π.Χ.- 1040 π.Χ., που αποτελεί το αρχαιότερο έκθεµα, εντοπίστηκε στο δυτικό νεκροταφείο της Πολίχνης, όπου βρέθηκαν 202 τεφροδόχα αγγεία.
Σύµφωνα µε τον κ. Λιούτα, που ήταν ο επί χρόνια ανασκαφέας της θέσης, αξιοµνηµόνευτη είναι η σαρκοφάγος πολεµιστή µε κράνος και δόρατα, ένα χρυσό επιστόµιο, ασηµένια δαχτυλίδια και αση-µένια διπλή περόνη, ενώ πλούσια ήταν τα κτερίσµατα της καύσης νεαρής κοπέλας που έζησε περίπου 20 χρόνια στα µέσα του 3ου π.Χ. αιώνα.
«Ο οικισµός της Τούµπας Πολίχνης είναι τουλάχιστον της Μέσης Εποχής του Χαλκού, µέχρι την Πρώιµη Εποχή του Σιδήρου, στις αρχές της οποίας (γύρω στα 1050 π.Χ.), λόγω της αύξησης του πληθυσµού και της έλλειψης χώρου, άρχισε να χάνει τους κατοίκους της, οι οποίοι µετακόµισαν νοτιότερα» µας λέει ο κ. Λιούτας.
Το µεγαλύτερο σε έκταση πόλισµα είναι αυτό στον σύγχρονο οικισµό της Ανω Τούµπας, ο οποίος πήρε το όνοµά του από τον αρχαιολογικό χώρο, που ανέσκαψαν οι καθηγητές του ΑΠΘ Στ. Ανδρέου και Κων. Κωτσάκης. Πρόκειται για µία από τις πιο σηµαντικές θέσεις της Εποχής του Χαλκού στην περιοχή του Θερµαϊκού Κόλπου, µε διάρκεια ζωής µέχρι τους πρώιµους Ελληνιστικούς Χρόνους, και έφτανε σε έκταση τα 100.000 τ.μ.
Δύο χάλκινα σπειροηδή ψέλια (βραχιόλια) από τάφο γυναίκας, γύρω στο 500 π.Χ. από την Πολίχνη |
Το πλήθος της εισηγµένης κεραµικής µαρτυρά εµπορικές επαφές µε την Κόρινθο, την Αττική, τα νησιά του Αιγαίου και την Ιωνία, ενώ οι νεκροί θάβονται κυρίως σε λακκοειδείς τάφους και σπανιότερα σε κιβωτιόσχηµους ή πώρινες σαρκοφάγους.
Το νεκροταφείο βρισκόταν γύρω από τον τραπεζόσχηµο λόφο και αναµένονται νέα δεδοµένα στο άµεσο µέλλον, λόγω της επικείµενης ανακατασκευής του γηπέδου του ΠΑΟΚ. Οι οικισµός συρρικνώθηκε ή εγκαταλείφθηκε γύρω στο 300 π.Χ., την περίοδο που πραγµατοποιήθηκαν ο συνοικισµός και η ίδρυση της Θεσσαλονίκης, και οι αρχαιολόγοι εκτιµούν ότι οι κάτοικοι της Τούµπας ήταν µάλλον οι πρώτοι που συνοίκισαν τη νέα πόλη. Το τρίτο πόλισµα από το οποίο προέρχονται σπουδαία ευρήµατα είναι αυτό στο ακρωτήριο Μικρό Καραµπουρνάκι, το πρώην στρατόπεδο Κόδρα στην Καλαµαριά, το οποίο ανασκάπτουν οι Ελ. Μανακίδου και ∆. Τσιαφάκη. Εκτείνεται σε µια χαµηλή τούµπα και µια επιµήκη τράπεζα, και τα νεκροταφεία απλώνονται στη γύρω περιοχή.
Στον θαλάσσιο χώρο µπροστά του και προς το Κυβερνείο - Παλατάκι εντοπίστηκαν κατάλοιπα λιµενικών εγκαταστάσεων, ευδιάκριτα µέχρι σήµερα. Η ίδρυσή του χρονολογείται στο τέλος της Υστερης Εποχής του Χαλκού και η κατοίκησή του συνεχίστηκε µέχρι τη Ρωµαϊκή Εποχή.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως εργαστήρια κατεργασίας σιδήρου και κατασκευής αγγείων που δίνουν πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των κατοίκων, ενώ στα κινητά ευρήµατα κυριαρχούν οι εµπορικοί αµφορείς για τη µεταφορά κρασιού και λαδιού, καθώς επίσης πήλινα ειδώλια, υφαντικά βάρη, µηλόπετρες, µήτρες κοσµηµάτων. Τα ευρήµατα αυτά συµπληρώνουν την εικόνα ενός πλούσιου και ακµαίου οικισµού κατά την Αρχαϊκή Περίοδο – και όχι µόνο.
Τελευταίο από τα πολίσµατα είναι αυτό που ήρθε στο φως το 2012 στη διάρκεια των εργασιών του αµαξοστάσιου του µετρό στην Πυλαία. Βρίσκεται σε ένα φυσικό χαµηλό ύψωµα σε απόσταση περίπου 3 χλµ. από τη θάλασσα και η ιδιαιτερότητά του είναι πως δηµιουργήθηκε και καταργήθηκε µέσα στον 40 π.Χ. αιώνα.
Ερευνήθηκε έκταση 31 στρεµµάτων και αποκαλύφθηκε τµήµα της πόλης, η οποία ήταν οργανωµένη µε το ιπποδάµειο πολεοδοµικό σύστηµα, στα πρότυπα των µεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, της Ολύνθου και της Πέλλας.
Τα πολυάριθµα ευρήµατα παραπέµπουν σε έναν ακµαίο οικισµό µε ισχυρή οικονοµία και ανεπτυγµένες κοινωνικοπολιτικές δοµές.
Η µεγάλη ανάπτυξή του τοποθετείται στο δεύτερο µισό του 4ου αι. π.Χ., διακόπτεται, όµως, από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ., οπότε και εγκαταλείπεται.
Μαρία Ριτζαλέου, Έθνος