Αν λοιπόν o φόβος προκύπτει από την προσδοκία ότι θα πάθουμε κάποια συμφορά, είναι φανερό ότι κανείς από εκείνους πού νομίζουν ότι δεν πρόκειται να πάθουν κανένα κακό, δε φοβάται.
Και δεν φοβούνται ούτε αυτά πού νομίζουν ότι δεν πρόκειται να πάθουν, ούτε εκείνους από τούς οποίους δεν νομίζουν ότι θα τα πάθουν, και ούτε και τότε φοβούνται, όταν δεν νομίζουν ότι πρόκειται να πάθουν τίποτε. Συνάγεται λοιπόν ότι κατ’ ανάγκη φοβούνται εκείνοι πού νομίζουν ότι κάτι θα πάθουν, και τα πρόσωπα από τα όποια φοβούνται ότι θα το πάθουν, και αυτά πού θα πάθουν, και το χρόνο πού θα το πάθουν.
Και δέν πιστεύουν ότι θά πάθουν τίποτε εκείνοι πού βρίσκονται σε μεγάλη ευτυχία η νομίζουν ότι βρίσκονται σε μεγάλη ευτυχία, για αυτό είναι και αυθάδεις και αλαζονικοί και θρασείς (και τέτοιους κάνει τούς ανθρώπους ό πλούτος, ή σωματική δύναμις, οί πολλοί φίλοι, ή κοινωνική επιρροή).
Επίσης δεν φοβούνται αυτοί πού νομίζουν ότι έχουν πάθει ήδη τα πάνδεινα και βλέπουν με ψυχρή αδιαφορία το μέλλον, σαν αυτούς πού είναι καταδικασμένοι στο θάνατο με αποτυμπανισμό. Αλλά πρέπει να υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας από την αγωνία τού φόβου. Απόδειξις είναι το γεγονός ότι ο φόβος κάνει τούς ανθρώπους να σκέπτονται, γιατί βέβαια κανείς δεν σκέπτεται τα ανέλπιστα.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣΡΗΤΟΡΙΚΗ, 1383α