Οι πρώτοι και πιο σημαντικοί Έλληνες ποιητές ήταν ο Όμηρος και ο Ησίοδος, που απήγγειλαν τις ιστορίες τους σε γιορτές, πανηγύρια και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Τα έργα τους απέκτησαν γραπτή μορφή τον 8ο αιώνα π.Χ. Αυτοί δε χρησιμοποίησαν ποτέ τη λέξη «παράδεισος», αφού στην εποχή τους δεν υπήρχε. Η λέξη αυτή μπήκε στην Ελληνική γλώσσα τον 4ο αιώνα π.Χ. από τον ιστορικό Ξενοφώντα, όταν επέστρεφε από τα ταξίδια του στην Περσία.
Ο Ξενοφώντας ελληνοποιώντας την περσική λέξη pairidaeza (περίκλειστος κήπος) δημιούργησε τη λέξη παράδεισος. Στην αρχική της χρήση η λέξη σήμαινε τους βασιλικούς κήπους -γεμάτους άγρια ζώα και γάργαρα νερά- του Πέρση βασιλιά Κύρου και δεν είχε καμιά σχέση με τη μεταθανάτια ζωή. Η λέξη αποκτά για πρώτη φορά πνευματικό περιεχόμενο, όταν οι Έλληνες μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης τη χρησιμοποιούν για να περιγράφουν την Εδέμ στο βιβλίο της Γένεσης.
Οι αρχαίοι ποιητές μπορεί να μη γνώριζαν τη λέξη «παράδεισος», οπωσδήποτε, όμως, μιλούσαν για τόπους αιώνιας μακαριότητας και καταστάσεις ατέρμονης απόλαυσης που σήμερα θα ονομάζαμε παραδείσους. Αυτές οι περιγραφές πρωτοεμφανίζονται στα ομηρικά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, και στα έργα του Ησιόδου -αρκετά μικρότερα σε μέγεθος- θεογονία και Έργα και Ημέραι.
Και οι δύο ποιητές εκφράζουν στο έργο τους τις διαδεδομένες πεποιθήσεις της εποχής τους. Όμως, επειδή η όμορφη αφήγηση μιας ιστορίας ήταν πολύ πιο σημαντική από την ίδια την ιστορία, οι δύο ποιητές συχνά πέφτουν σε αντιφάσεις μέσα στα ποιήματα τους αλλά και μεταξύ τους. Επιπλέον, έζησαν και εργάστηκαν σ’ έναν προφορικό πολιτισμό, όπου όλοι ήξεραν τις παλαιές ιστορίες και ο καθένας μπορούσε ελεύθερα να τις παραλλάξει. Έτσι, η έννοια του παραδείσου θα μπορούσε να αλλάζει από απαγγελία σε απαγγελία. Άρα, για να συνθέσει κανείς μια εικόνα του παραδείσου, πρέπει να ανατρέξει σε πολλές πηγές -συχνά και σε πρόχειρα αποσπάσματα έργων-και να συνδυάσει τα έργα ποιητών και φιλοσόφων, όπως ο Πίνδαρος, ο Απολλόδωρος και ο Πλάτωνας. Οι Ρωμαίοι συγγραφείς Οβίδιος και Βιργίλιος επηρεάστηκαν πολύ από τους Έλληνες. Αυτό το κεφάλαιο θα επικεντρωθεί, κυρίως, στις ελληνικές πηγές, αλλά θα δείξει, επίσης, πώς η ελληνική αντίληψη του παραδείσου αναπτύσσεται στα ρωμαϊκά έργα και από τόπος όπου δεν μπορούσαν να φτάσουν οι απλοί θνητοί γίνεται κάτι που μπορεί να απολαύσει ο καθένας.
Η Χρυσή Εποχή
Στην αρχή χρυσό έπλασαν το γένος των ανθρώπων οι αθάνατοι, που κατοικούν στου Ολύμπου τα παλάτια. Αυτοί [οι άνθρωποι] υπήρχαν τον καιρό του Κρόνου, τότε που αυτός βασίλευε στον ουρανό. Ζούσαν σα θεοί, ξέγνοιαστα, χωρίς κόπους και βάσανα. Ούτε υπήρχαν τα γηρατειά, που εμείς τρέμουμε, κι έχοντας πάντα νεανικά τα χέρια και τα πόδια γλεντοκοπούσαν σε συμπόσια, μακριά από κάθε κακό. Και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Κι είχαν όλα τα καλά’ η ζωοδότρα γη πρόσφερε μονάχη της καρπούς σε μεγάλη αφθονία, κι εκείνοι, ευχαριστημένοι, ζούσαν ξεκούραστα από τα κτήματά τους ανάμεσα σε πολλά αγαθά.
Ησίοδος, Έργα και Ημεραι
Αυτό το απόσπασμα είναι σχεδόν όλα όσα μας λέει ο Ησίοδος για τη Χρυσή Εποχή, την πρώτη εποχή του ανθρώπου, που ανάγεται σ’ ένα μακρινό μυθολογικό παρελθόν. Το Έργα και Ημέραι είναι η αρχαιότερη γραπτή πηγή αυτού του μύθου, που μιλάει για μια παραδείσια αλλά προ πολλού χαμένη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, οι χρυσοί άνθρωποι που έπλασαν οι θεοί έζησαν πολύ πριν ο Δίας γίνει αρχηγός στον Όλυμπο.
Η περιγραφή του Ησιόδου προκαλεί στον αναγνώστη μια νοσταλγία για τη χαμένη εποχή, τότε που οι άνθρωποι ζούσαν σαν θεοί στον ουρανό. Δε χρειαζόταν να δουλεύουν -η φύση έδινε τα αγαθά της με αφθονία και χωρίς κόπο- και δεν υπέφεραν ποτέ από αρρώστιες ούτε γερνούσαν. Τελικά πέθαιναν, αλλά ήρεμα στον ύπνο τους. Ζούσαν και πέθαιναν ως θνητοί – πολύ καλύτερα,όμως, από τους μετέπειτα θνητούς.
Ο Ησίοδος λέει σαφώς ότι οι χρυσοί άνθρωποι μετά το θάνατό τους γίνονταν από το Δία (που στο μεταξύ είχε σφετεριστεί την εξουσία του πατέρα του) θεία πνεύματα που φύλαγαν τους ζωντανούς.
Όμηρος, Οδύσσεια
Η άποψη του Ομήρου είναι ελαφρώς διαφορετική απ’ αυτή του Ησιόδου. Στα ομηρικά έπη η Χρυσή Εποχή δεν είναι εντελώς χαμένη. Ο ποιητής μιλάει για τους Φαίακες και τους Αιθίοπες, λαούς χαρούμενους και ειρηνικούς, που έχουν καλή σχέση με τους θεούς και απολαμβάνουν την εύνοιά τους. Οι Φαίακες πριν από πολλά χρόνια ζούσαν πολύ κοντά στους τυραννικούς Κύκλωπες (αυτό χρονικά τους τοποθετεί πριν από τη Χάλκινη Εποχή του Ησιόδου). Γι’ αυτό ο θείος βασιλιάς τους, ο Ναυσίθοος, τους ξεσήκωσε και τους έκανε να μεταναστεύσουν στη Σχερία:
… μακριά από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Έβαλε τείχος γύρω από την πόλη κι έχτισε σπίτια κι ανέγειρε ναούς των θεών και μοίρασε τα χωράφια. Αλλά εκείνος, αφού χτυπήθηκε από την κοινή μοίρα, πέθανε, και βασίλευσε τότε ο Αλκίνοος, που οι θεοί τον είχαν προικίσει με σοφία.
Οι Φαίακες εκεί ζουν «πολύ μακριά, στη φουσκωμένη θάλασσα, στην άκρη του κόσμου, όπου δεν έρχονται άλλοι θνητοί για να αναμειχθούν μαζί τους». Για τους ενάρετους Αιθίοπες ο Όμηρος μας λέει ότι ζούσαν στη νότια πλευρά της γης.
Το ευτυχισμένο γένος των Υπερβορείων, σύμφωνα με τον Πίνδαρο, ζούσε σε παντοτινή ευτυχία και διαρκή άνοιξη στη βόρεια περιοχή της γης, πέρα από τα βουνά που υποτίθεται ότι γεννούσαν το βόρειο άνεμο. Δεν υπέφεραν από αρρώστιες και γηρατειά, δεν πολεμούσαν και δε χρειαζόταν να δουλέψουν. Η περιγραφή μάς θυμίζει έντονα τη χαμένη Χρυσή Εποχή, αλλά έχει προστεθεί ένα σημαντικό στοιχείο: αυτός ο λαός είναι απροσπέλαστος από ξηρά και θάλασσα. Ο παράδεισος της Χρυσής Εποχής παραμένει ένα άπιαστο όνειρο, αλλά αρκετά δελεαστικό, για να παρακινήσει έναν ανήσυχο ναυτικό να σκεφτεί: «Πιθανόν να ναυαγήσω, αλλά κοίτα πού μπορεί να με ξεβράσει η θάλασσα!». Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν εμφανίζεται η αισιόδοξη προοπτική μιας μελλοντικής ζωής. Οι ελληνικοί μύθοι και η επική ποίηση κοιτούν νοσταλγικά το παρελθόν, ποτέ, όμως, το μέλλον. Οι Λατίνοι συγγραφείς ήταν αυτοί που δημιούργησαν μια πιο ελπιδοφόρα εικόνα για τη μεταθανάτια ζωή.
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις
Μια σειρά συγγραφέων, όπως ο Άρατος και οι Ρωμαίοι Τίβουλλος, Βιργίλιος και Οβίδιος εμπνεύστηκαν από τον Ησίοδο και ξανααφηγήθηκαν την ιστορία του. Ο Οβίδιος πρόσθεσε την ιδέα της ειρήνης στην εικόνα του Ησιόδου για τη Χρυσή Εποχή. Για τον Οβίδιο δεν υπήρχε ανάγκη πολέμου. Όλοι οι λαοί ζούσαν αρμονικά, ήταν ελεύθεροι να κάνουν ότι επιθυμούσαν και ήταν από τη φύση τους ενάρετοι. Η εικόνα που δίνεται είναι αυτή της ασφάλειας και της προστασίας από τον έξω κόσμο. Η Χρυσή Εποχή είναι ένα καταφύγιο ηρεμίας. Επιπλέον, στη Χρυσή Εποχή του Οβιδίου δεν υπάρχουν πλοία, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει θαλασσοπλοΐα. Χωρίς θαλάσσια ταξίδια δεν υπήρχε η δυνατότητα οι άνθρωποι να ανακαλύψουν νέους τόπους και έτσι να αρχίσουν πολέμους. Αντί να πολεμούν, οι άνθρωποι μπορούσαν να ζουν χωρίς έγνοιες, απολαμβάνοντας τους καρπούς της φύσης:
Ο ακαλλιέργητος αγρός έγινε άσπρος από τα μεστωμένα στάχυα. Εκεί τώρα κυλούσαν ποταμοί από γάλα, κυλούσαν ποταμοί από νέκταρ και χρυσαφένιο μέλι στάλαζε από την πράσινη βελανιδιά.
Η Αργυρή και η Χάλκινη Εποχή
Σύμφωνα με τον Ησίοδο, τη Χρυσή Εποχή διαδέχτηκε η Αργυρή, που, όμως, ήταν λιγότερο παραδείσια και άρα κατώτερή της. Και οι αργυροί άνθρωποι ζούσαν στον Όλυμπο, πράγμα που δείχνει ότι η ζωή τους ήταν ευτυχισμένη και προνομιακή. Ωστόσο, αυτό το γένος ανθρώπων δεν απολάμβανε την ίδια μακαριότητα με το γένος της προηγούμενης εποχής. Οι αργυροί άνθρωποι είχαν 100 χρόνια ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας, μετά την οποία γίνονταν ενήλικες. Τότε, όμως, άρχιζαν τα προβλήματα. Πέθαιναν γρήγορα και με επώδυνο τρόπο, όπως τους άξιζε, αφού μετά την ήσυχη παιδική ηλικία τους ζούσαν ανήθικα. Οι αργυροί άνθρωποι έκλεβαν συχνά ο ένας τον άλλον και δε σέβονταν τους θεούς. Αρνούνταν να τους υπηρετήσουν και να τους προσφέρουν θυσίες.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ησίοδος επιμένει ότι η Αργυρή Εποχή ήταν μακάρια και ότι παρά τις αδυναμίες τους οι άνθρωποι εκείνης της εποχής πρέπει να τιμούνται.
Η επόμενη φάση ήταν η Χάλκινη Εποχή, μια φρικτή περίοδος στο μυθικό παρελθόν της ανθρωπότητας. Ο Δίας έφτιαξε τους ανθρώπους από φλαμουριές και τους έβαλε_να δουλεύουν το χαλκό. Ήταν βίαιοι και διεφθαρμένοι, δυνατοί αλλά εγωιστές και οδηγούνταν στο θάνατο μόνοι τους, λόγω των μεταξύ τους συγκρούσεων. Ο Ησίοδος λέει ότι τελικά «τους πήρε ο μαύρος θάνατος, κι άφησαν το λαμπερό φως του ήλιου». Με άλλα λόγια, πήγαν στο σκοτεινό Κάτω Κόσμο, στον Άδη – μοίρα θλιβερή για τους αρχαίους Έλληνες, αφού σήμαινε την αιώνια περιπλάνηση σ’ έναν τόπο τόσο άθλιο, που και οι θεοί απέφευγαν. Ήταν μια μισερή ζωή, ανήσυχη και στοιχειωμένη, ατέλειωτη και άχαρη.
Η Ηρωική Εποχή
Ο φριχτός χαρακτήρας της Χάλκινης Εποχής βοηθάει να αναδειχτούν τα θαυμάσια στοιχεία της εποχής που ακολούθησε. Ήταν η Ηρωική Εποχή, κατά την οποία οι άνθρωποι υπήρξαν ευγενείς, δίκαιοι και θεϊκοί. Αυτές οι αρετές ήταν αναμενόμενες, αφού οι Ήρωες προήλθαν από τη συνεύρεση θνητών και θεών. Ήταν ημίθεοι και πολύ τυχεροί, γιατί δε θα χρειαζόταν ποτέ να πάνε στον Άδη. Όταν πέθαιναν, πήγαιναν στα Νησιά των Μακάρων (γνωστά και ως Ηλύσια Πεδία), ένα είδος παραδείσου τον οποίο θα εξετάσουμε παρακάτω.
Οι Ήρωες διαφέρουν τόσο πολύ από τους ανθρώπους της Χάλκινης Εποχής, που πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό το στάδιο του ανθρώπινου παρελθόντος πρέπει να προστέθηκε στην ιστορία του Ησιόδου αργότερα. Σίγουρα, πάντως, βοηθάει το γεγονός ότι αυτό το στάδιο βρίσκεται στον Ησίοδο, γιατί οι μυθικοί Ήρωες είναι κεντρικοί χαρακτήρες στην επική ποίηση του Ομήρου. Έτσι, μπορούμε να τους τοποθετήσουμε στην αμέσως προηγούμενη εποχή απ’ αυτή του Ησιόδου, στην Εποχή του Σιδήρου.
Η Στύγα
Η Διάβαση της Στυγός του Γιόακιμ Πατινίρ, περ. 1520.
Ο διάσημος πίνακας συνδυάζει την κλασική μυθολογία με το χριστιανικό συμβολισμό.
Ο Χάρωνας, που στέκεται όρθιος μέσα στη βάρκα, είναι ο βαρκάρης που μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο διασχίζοντας τη Στύγα. Ο Γιόακιμ την απεικονίζει ως ένα γαλαζοπράσινο, πλατύ και ήρεμο ποτάμι, όπου οι ψυχές των νεκρών πρέπει να κάνουν μια ηθική επιλογή.
Η ανθρώπινη ψυχή, η μικρόσωμη γυμνή φιγούρα που κάθεται μέσα στη βάρκα, πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο παραποτάμους: ο αριστερός είναι ελικοειδής, στενός και δύσκολος, αλλά τελικά οδηγεί στον παράδεισο και την αιώνια ζωή ο δεξιός είναι ο εύκολος δρόμος προς την κόλαση. Ο άγγελος στην αριστερή όχθη νεύει στην ψυχή, για να την κατευθύνει μέσα από τους επικίνδυνους βράχους και να την οδηγήσει στον παράδεισο, αλλά η βάρκα ακολουθεί το βλέμμα του επιβάτη της και στρίβει απαλά προς τη δεξιά όχθη. Με την πρώτη ματιά, φαίνεται να είναι ένα ελκυστικό μέρος, και, παρότι την είσοδο φρουρεί ο Κέρβερος (ο τερατόμορφος σκύλος που, σύμφωνα με τον κλασικό μύθο, φύλαγε τις πύλες του Άδη) που εδώ συμβολίζει το διάβολο, φαίνεται να εκπέμπει την αθωότητα της Εδέμ. Ωστόσο, πιο βαθιά παραμονεύει η κόλαση, και η ψυχή σύντομα θα χαθεί. Ο Χάρωνας δεν κοιτάει ούτε προς τον παράδεισο ούτε προς την κόλαση, παρά ατενίζει έξω από τον πίνακα προς το θεατή, που και αυτός θα χρειαστεί κάποτε να επιλέξει μεταξύ των δύο.
Η Παρούσα Εποχή
Ο Ησίοδος θρηνεί για την ατυχία του να βρίσκεται στο θλιβερό αυτό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, δηλαδή στο παρόν. Ο παράδεισος, λέει, είναι κάτι που ούτε ο ίδιος ούτε οι σύγχρονοί του θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν. Ζουν τώρα σ’ αυτό τον κόσμο μια ζωή αδιάκοπης δυστυχίας και βίαιων παρεμβάσεων από τους πολλούς θεούς του Ολύμπου. Η φρικτή μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη.
Με προφητικό τόνο ο Ησίοδος αποκαλύπτει τα σημάδια του τέλους της εποχής του: θα γεννηθούν μωρά με γκρίζα μαλλιά, οι θεοί της χρηστότητας και του ηθικού ελέγχου, αηδιασμένοι, θα εγκαταλείψουν την ανθρωπότητα και θα επιστρέφουν στο σπίτι τους στον Όλυμπο. Και το χειρότερο απ’ όλα, η ανθρωπότητα δε θα απολαμβάνει πια τη δυνατότητα μιας ευτυχισμένης και αιώνιας μεταθανάτιας ζωής’ ο θάνατος θα οδηγεί στον Κάτω Κόσμο.
Ο μύθος για τις διάφορες εποχές του ανθρώπου δείχνει ότι ο παράδεισος έχει χαθεί, είναι μόνο κομμάτι του παρελθόντος. Και όπου η Χρυσή Εποχή υπάρχει ακόμα, είναι απροσπέλαστη για τον άνθρωπο. Για τον Ησίοδο, είναι η νοσταλγική ανάμνηση μιας πραγματικότητας χαμένης ανεπιστρεπτί. Η διήγηση του Ησιόδου δε μας λέει τίποτα για τη διάρκεια των διαφόρων εποχών του ανθρώπου. Και το σημαντικότερο, δεν εξηγεί καθόλου γιατί εξαρχής οι θεοί ασχολήθηκαν με τους ανθρώπους. Για να καταλάβουμε το γιατί, πρέπει να επισκεφθούμε το βουνό του Ολύμπου, την κατοικία των θεών.