Βρέθηκε στο βυθό της θάλασσας των Αντικυθήρων, μαζί με πολλά άλλα γλυπτά, το 1901-1902.
Η κεφαλή, παρόλη τη διάβρωση της επιφάνειας, σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Ίχνη «ραφών» στη βάση του λαιμού, μπροστά και αριστερά, επιβεβαιώνουν ότι είχε χυτευθεί χωριστά από το σώμα. Ένθετα ήταν τα μάτια. Εξωτερικά έφεραν περίγραμμα από λεπτή μετάλλινη ταινία, ενώ οι βολβοί ήταν από λευκή άλλοτε, υποκίτρινη σήμερα, ύλη, ίσως αλάβαστρο. Με τον ίδιο τρόπο, με αλάβαστρο δηλαδή και μετάλλινο περίγραμμα, ήταν κατασκευασμένες και οι ίριδες.
Αντίθετα τα χείλη, που ήταν από κοκκινόχρωμο κράμα καθαρότερου χαλκού, φαίνεται να έχουν χυτευθεί μαζί με το πρόσωπο. Το παχύ μουστάκι και οι λεπτές χαράξεις στο γένι έγιναν με πολύ λεπτό καλέμι. Τρία ορθογώνια «μπαλώματα» στην περιοχή των μαλλιών και του λαιμού οφείλονται σε επισκευές μετά τη χύτευση.
Πρόκειται για το πορτρέτο ενός γενειοφόρου ηλικιωμένου άνδρα, στο οποίο αποδίδονται με ρεαλισμό τα ατομικά του χαρακτηριστικά. Η σχετικά μεγάλη κεφαλή στρέφεται ελαφρώς προς τα αριστερά. Σχεδόν τετράγωνο είναι το σχήμα του κρανίου, ενώ κοντός και στιβαρός ο λαιμός. Τα μαλλιά σχηματίζουν αχτένιστους, ακατάστατους βοστρύχους, σε αντίθεση με τα γένια που είναι πιο ήρεμα και καλοχτενισμένα.
Η μύτη είναι μακριά, με πλατιά πτερύγια, και τα χείλη λεπτά, κρυμμένα κάτω από το παχύ μουστάκι. Τα μάτια είναι μικρά και στρογγυλά και τα βλέφαρα ασυνήθιστα πλατιά. Τα ανασηκωμένα παχιά φρύδια και οι βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο προσδίδουν εκφραστικότητα και ζωντάνια στο πρόσωπο. Η ατημέλητη εμφάνιση της μορφής παραπέμπει σε κυνικό φιλόσοφο. Για το λόγο αυτό έχει διατυπωθεί η άποψη ότι παριστάνει τον Αθηναίο κυνικό Αντισθένη (450/445-365 π.Χ.) που υπήρξε δάσκαλος του Διογένη.
Η Σέμνη Καρούζου διατύπωσε για πρώτη φορά, το 1985, την άποψη ότι το πορτρέτο ίσως παριστάνει τον περίφημο φιλόσοφο του 3ου αι. π.Χ. Βίωνα Βορυσθενίτη (από τον ποταμό Βορυσθένη της Ολβίας, στη σημερινή Ουκρανία). Ο Βίων, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως μαθητής του περιπατητικού Θεόφραστου, έγινε αργότερα διάσημος για τον ηδονιστικό κυνισμό του και την ειρωνεία του, που πήγαζε ίσως από την περιφρόνησή του στην ταπεινή του καταγωγή (λέγεται ότι ήταν γιος ενός ψαρά και μιας εταίρας).
Δίδασκε την αποσύνδεση από τα υλικά πράγματα για την επίτευξη της πνευματικής γαλήνης, ενώ στα στερνά του καταπιάστηκε και με τη μαγεία για να ξεπεράσει το φόβο του θανάτου. Άφησε το στίγμα του στα γράμματα με τις σατιρικές «διατριβές» του. Μια βέβαιη ερμηνεία του απεικονιζόμενου προσώπου είναι αδύνατη, αφού και ο τόπος ανίδρυσης του αγάλματος είναι άγνωστος.
Στο έργο, που αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα παραδείγματα ψυχογραφικής εμβάθυνσης, αναγνωρίζονται στοιχεία του πρώιμου μπαρόκ και για το λόγο αυτό προκρίνεται η χρονολόγησή του γύρω στο 230 ή πιθανόν στα 220-210 π.Χ. Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί και η χρονολόγησή του στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ., εξαιτίας του ρεαλισμού του, που τον φέρνει κοντά σε δημιουργίες της μέσης ελληνιστικής περιόδου.
Προτάσεις για μια πρωιμότερη χρονολόγησή του, περί το 340 π.Χ., που βασίζονται στις τροχάδες, στον τύπο δηλαδή των σανδαλιών που αποδίδονται στο άγαλμα, δεν φαίνεται να ευσταθούν, καθώς αυτό το είδος των σανδαλιών απαντά στην τέχνη από τον 5ο αι. π.Χ. ως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η Σ. Καρούζου θεώρησε την κεφαλή έργο της ροδιακής σχολής χαλκοπλαστικής.
Στον ανδριάντα αποδίδονται η κεφαλή (Χ 13400), τα χέρια (X 15105, X 15108), τα άκρα πόδια που φορούν σανδάλια (X 15091, X 15090) και τα τμήματα ιματίου (X 18932, X 15088).
Σύμφωνα με τη σχεδιαστική αναπαράσταση του Ι. Σβορώνου ο «φιλόσοφος» παριστανόταν όρθιος να πατάει σταθερά και με τα δύο πόδια στο έδαφος και να φοράει μακρύ ιμάτιο, που θα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, ως τα γόνατα, και θα αναδιπλωνόταν στον αριστερό ώμο. Με το αριστερό χέρι κρατούσε ραβδί, ενώ το δεξί, λυγισμένο στον αγκώνα, ήταν προτεταμένο σε χειρονομία χαρακτηριστική των ρητόρων.