Ο Παρμενίδηςγεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της Προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζήτησε την ενότητα του κόσμου σε κάποια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο των όντων και όλων των πραγμάτων.
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στην Φιλοσοφία του το «ΕΙΝΑΙ», και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται «Οντολογία», δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του «ΕΙΝΑΙ». Σε αντίθεση με τους Ίωνες, ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το «τι» των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο «ΕΙΝΑΙ». Η σκέψη του είναι εξαιρετικά σύνθετη, και δυσνόητη θα συνοψίσω εδώ κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την σκέψη του που αφορούν την απατηλότητα του κόσμου των φαινομένων...
Το Ον είναι αγέννητο, πλήρες ενιαίο και ατάραχο και τέλειο. Δεν ήτανε ποτέ, ούτε θα είναι κάποτε, γιατί το τότε και το τώρα αποτελούν μαζί το παν, το Ένα. Οι αισθήσεις παραπλανούν. Ο Κόσμος των Φαινομένων είναι μια εικονική φαντασμαγορία, μία ατελείωτη αντανάκλαση του Όντος σε ένα μαγικό καθρέφτη. Ο μαγικός καθρέφτης πολλαπλασιάζει το Έν, κινεί το ακίνητο, διαιρεί το αδιαίρετο, παραμορφώνει το τέλειο, ενδεχομενοποιεί το αναγκαίο. Αλλά στο σύνολό της η Εικόνα είναι η απεικόνιση του ενός απόλυτου Όντος.
Ο μαγικός καθρέφτης δημιουργεί τις φανταστικές διαστάσεις του χώρου και του χρόνου για να υπάρξει ανύπαρκτα ο κόσμος των φαινομένων. Αλλά ούτε και ο μαγικός καθρέφτης δεν μπορεί να υπάρχει δίπλα στο απόλυτο «Είναι». Όλα είναι μια οφθαλμαπάτη στην έρημο του μη όντος, όπως η «Μάγια» στον «Ινδουισμό».
Πίσω από τον κόσμο των φαινομένων για τον Παρμενίδη, βρίσκεται η παντοδυναμία της τελειότητας του απόλυτου Όντος. Tο «ΕΙΝΑΙ», μπορούμε να το προσεγγίσουμε εάν βυθιστούμε κάτω από τη φαντασμαγορία των φαινομένων στη μονότητα του «ΕΙΝΑΙ» και ταυτιστούμε με αυτήν. Τότε ο νους και η νόηση μας συμπίπτουν με το οντολογικό «ΝΟΕΙΝ» το οποίο ταυτίζεται με το «ΕΙΝΑΙ». Και σε αυτή την ταύτιση δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από το «ΕΙΝΑΙ», ούτε καθρέφτης, ούτε γλώσσα ούτε λόγος, ούτε αισθήσεις ούτε κόσμος των φαινομένων...
Αντιπαραθέστε αυτό το βίωμα της ταύτισης με το απόλυτο «ΕΙΝΑΙ», το αιώνιο, το πλήρες, το αμετάβλητο, το παντέλειο, το αναγκαίο, προς το βίωμα του Βουδιστιλης «κενότητος», την Νιρβάνα. «Το Ον είναι ον»περιγράφει την κατάσταση της σκέψης αμέσως πριν βυθιστεί στην «ενόραση» του «ΕΙΝΑΙ», όπου το Νοείν ταυτίζεται απολύτως προς το «Είναι». Δια της «ενόρασης» τότε, με τα λόγια του Παρμενίδη :
«Θα γνωρίσεις δε την αιθέρια φύση και όλα τα σήματα στον αιθέρα και της καθαρής του αγίου Ηλίου λαμπάδας τα έργα τα αόρατα και από πού εξέγιναν, και τα έργα θα μάθεις τα περιπλανώμενα της κυκλοπρόσωπης Σελήνης, και τη φύση της, θα γνωρίσεις δε και τον ουρανό τον περισφίγγοντα, από πού γεννήθηκε, και πώς επάγοντάς τον η Ανάγκη τον δέσμευσε να κρατάει τα όρια των άστρων…»
Ο Πλάτωνας αργότερα (στις επιστολές Επιστ. 341 c-d ) περιγράφει τη μέθοδο ενόρασης του Θείου, χωρίς όμως να γνωρίζουμε εάν η μέθοδος αυτή, είναι η ίδια, με αυτή που χρησιμοποιεί ο Παρμενίδης :
«Η γνώση της ουσίας του όντος έρχεται σαν αποτέλεσμα του συνεχούς στοχασμού – διαλογισμού σχετικά με το θέμα και της επικοινωνίας με αυτό, ώσπου ξαφνικά, ξεπηδά όπως η φωτιά που ανάβει από τον σπινθήρα. Έτσι γεννιέται στην ψυχή και τρέφει ή ίδιο τον εαυτό της..»
Ο Πλωτίνος περιγράφει πιο ξεκάθαρα την «μυστικιστική ένωση» (την οποία κατόρθωσε να επιτύχει μόνο τέσσερις φορές στην ζωή του σύμφωνα με τον μαθητή του Πορφύριο) με το Θείο, το Εν (Εννεάδες IV .8.1.1-11). Ας τον παρακολουθήσουμε:
«Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν"ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)»
Στην κατάσταση της έκστασης ο Πλωτίνος αναφέρει πως πλημμύριζε από ένα μεταφυσικό φως, όπως λέει: «Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το φως, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί:
«Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε..δεν υπάρχει ένα από πού, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου».
To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής κατά τον Πλωτίνο, είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα ( Πλωτ. Εννεάδ. VI 9.10.20, vi, ix, 11,38 & VI 7,34,12, VI 9.11.5):
«.. Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα».