Επτά Απριλίου του 1824, πεθαίνει στο Μεσολόγγι ο λόρδος Βύρωνας (Τζορτζ Γκόρντον Νόελ Μπάιρον), ο δήθεν “Φιλέλληνας”. Γεννήθηκε το 1788 στο Λονδίνο, από αριστοκρατική οικογένεια. Τα πρώτα του ποιητικά έργα χλευάστηκαν αλλά απάντησε και συνέχισε να γράφει, με το Childe Harold’s Pilgrimage (Tο προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ) να εκδίδεται το 1812.
Η πρώτη έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε αμέσως και ακολούθησαν ακόμα πολλές εκδόσεις.
Παράλληλα εκφώνησε τον πρώτο του λόγο στη Βουλή των Λόρδων, συντασσόμενος με τους φιλελεύθερους. Ξεκίνησε μια μεγάλη Ευρωπαϊκή περιοδεία, όπως έκαναν κατά τα πρότυπα της εποχής οι νεαροί Άγγλοι ευγενείς. Στα Βαλκάνια, ο αριστοκράτης τυχοδιώκτης, αν και Φιλελεύθερος “επαναστάτης” γοητεύτηκε από την υποδοχή του Αλή Πασά. Στην Αθήνα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα την Τερέζα Μακρή, την μόλις 12χρονη κόρη του Άγγλου προξένου, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του “Κόρη των Αθηνών”. Κατέληξε στην Πάτρα όπου προσβλήθηκε από ελονοσία.
Επέστρεψε στην Αγγλία και-ως επιτυχημένος ποιητής-συνέχισε την ζωή της σπατάλης,των ερωτικών σκανδάλων, της ανίας, των ρομαντικών παρορμήσεων και των επαναστατικών εξάρσεων. Το 1816,η κατακραυγή για ένα νέο οικονομικό σκάνδαλο και την συμπεριφορά του απέναντι στην σύζυγο του (που εγκατέλειψε το σπίτι λίγο πριν κατασχεθούν τα έπιπλα) προκάλεσαν ραγδαία μείωση της δημοτικότητας του.
Βουτηγμένος στα σκάνδαλα, με τους πιστωτές και πρώην ερωμένες να τον κυνηγούν, αναγκάστηκε να φύγει από την Αγγλία το 1816. Δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά. Κατέληξε στην Ιταλία όπου υποστήριξε το κίνημα των καρμπονάρων για ανεξαρτησία έναντι των Αυστριακών.
Όμως η επαναστατικότητα του συνυπήρχε πάντα με την υπεροψία. Όταν οι εξεγερμένοι δεν ανταποκρίνονταν στις “προσδοκίες” του (θεατή) λόρδου τότε προχωρούσε σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. “Οι λαοί θα νικήσουν” έγραφε, όμως μετα την ήττα των Ιταλών κατέληξε ότι “οι Ιταλοί πρέπει να ασχολούνται αποκλειστικά με την όπερα και τα μακαρόνια”.Σχεδίαζε να αγοράσει ένα πριγηπάτο στην Χιλή κ.α. Μπορεί να είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα αλλά δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για τον Ελληνικό αγώνα.
Με τους Έλληνες δεν τον έδενε απολύτως τίποτα:
”Οι Έλληνες είναι πιθανώς ο πιο εκφυλισμένος, ο πιο διεφθαρμένος λαός του κόσμου. Συντρίβοντας με την επανάσταση τους εύθραστους κρίκους της αλυσίδας τους αποκάλυψαν τον πραγματικό τους χαρακτήρα..είναι η πιο ματαιόδοξη..η πιο ανειλικρινής φυλή της γής”.
Ακόμα και όταν επαινούσε τους Έλληνες, δεν ξεχνούσε να κάνει συγκρίσεις-αρνητικές για αυτούς-με τους Οθωμανούς: “Μου άρέσουν οι Έλληνες είναι γοητευτικοί κατεργαρέοι με όλα τα ελαττωματα των Τούρκων αλλά χωρίς το θάρρος τους”. Ξαφνικά, ο αδιάφορος για την επανάσταση ποιητής αποφασίζει να αφοσιωθεί στην υπόθεση της ελληνικής ελευθερίας
.Είναι η στιγμή που η Αγγλία επιχειρεί να θέσει υπό τον έλεγχό της την εξέγερση των Ελλήνων υπερφαλαγγίζοντας τους ανταγωνιστές της.
Ο Μπλανκιέρ, εκπρόσωπος Άγγλων κεφαλαιούχων που ενδιαφέρονταν για παροχή τοκογλυφικών δανείων σε επαναστατημένες χώρες (κάτι άναλογο έκαναν με Ν.Αμερική) συναντά τον λόρδο το 1823 στην Ιταλία και τον πείθει να αναλάβει αποστολή στην Ελλάδα. Έπρεπε να αξιοποιηθούν η ακτινοβολία και ο τίτλος ευγενείας για τους πολιτικούς ελιγμούς και τις κερδοσκοπικές προσδοκίες από το δάνειο. Αφήνουν να εννοήσει ότι θα πρωτοστατήσει σε μεγαλεπήβολα σχέδια.
Ο στηλιτευτής της απολυταρχίας τώρα βλέπει την Ελλάδα ως μελλοντική αποικία της Μ.Βρετανίας: “Η Ελλάδα θα ικανοποιήσει με κάποιον τρόπο το σημερινό πάθος των Άγγλων για κάθε λογής κερδοσκοπία. Μπορούν να βρουν σ’ αυτή χώρο κατάλληλο για εκμετάλλευση και μάλιστα κοντά στην πατρίδα”.
Φανταζόταν ότι θα γίνει στρατηγός,βασιλιάς κ.α. Έτρεξε να προμηθευτεί πολύχρωμες στολές και περικεφαλαίες. Στο ταξίδι προς την Ελλάδα μάθαινε σκοποβολή και φανταζόταν τον εαυτό του να ηγείται σε μάχες. Με το που φτάνει και βλέπει τις πραγματικές συνθήκες, αρχίζει να καταριέται την μοίρα του (“ήμουν τρελός που ήρθα εδώ”).
Όμως έχει μαθευτεί ότι ένας λόρδος έφτασε στην Ελλάδα και διάφοροι αρχηγοί των-αντιμαχόμενων-παρατάξεων στέλνουν απεσταλμένους για να τον πάρουν με το μέρος τους. Για την τελική απόφαση του να επισκεφτεί το Μεσολόγγι και να υποσχεθεί “προσωρινό” δάνειο τεσσάρων χιλιάδων λιρών φαίνεται ότι έπαιξαν ρόλο κυκλώματα γύρω απο τον Μαυροκορδάτο.
Με την άρνησή του να μεταβεί στην Πελοπόννησο για να συνεργαστεί με την επαναστατική κυβέρνηση και την απόφασή του να εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι ο Βύρωνας συνέβαλε- ίσως άθελα του-στον διχασμό. Η επιρροή του Μαυροκορδάτου στον Βύρωνα προκάλεσε αντιδράσεις άλλων παρατάξεων που έβλεπαν ότι η αγγλόφωνη φατρία θα διαχειριζόταν το δάνειο, δηλαδή την εξουσία.
Ήταν η πρώτη επέμβαση των Άγγλων, με διεκπεραιωτή τον Βύρωνα. Στο Μεσολόγγι τον υποδέχονται σαν Μεσσία. Κυκλοφορεί με συνοδεία, κ.α. Η γνώμη του για τους Έλληνες εξακολουθεί να είναι η χειρότερη. Δημόσια και ιδιωτικά τους αποκαλεί “διαολεμένα ψεύτες” και “βαρβάρους”.
Στο λίγο διάστημα που έζησε στο Μεσολόγγι θα προλάβει να προκαλέσει προβλήματα με την προσπάθεια του να δημιουργήσει ιδιωτικό στρατό απο Σουλιώτες και να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Ελβετό έκδοτη των “Ελληνικών Χρονικών” Ι.Μάγερ επειδή ο τελευταίος στα άρθρα του ασκεί κριτική στις μοναρχίες της Ευρώπης για την στάση τους απέναντι στον αγώνα
.Ο Μπάιρον συνειδητοποιεί την πολιτική αξία του δανείου: “Φοβάμαι μήπως κάποιος απο τους Έλληνες ηγέτες θεωρήσει το δάνειο έπαθλο νίκης με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος”. Αυτό δεν τον εμποδίζει να φαντάζεται τον εαυτό του στρατηλάτη. Σύντομα έπεσε στο κρεβάτι με πυρετό. Aφησε την τελευταία του πνοή 7/4/1824,σε ηλικία 36 χρονών. Χρειάστηκαν 3,5 μήνες παραμονής του σημαντικού ρομαντικού ποιητή στο Μεσολόγγι για τον μύθο του “Φιλέλληνα”, χρήσιμο και για αφηγήσεις της εποχής και για το μετά.
Πηγές: “Επιστολές από την Ελλάδα: 1809-1811 και 1823-1824”, Μπάιρον, “Επιλογές από επιστολές, ημερολόγια και ποιήματα”, Μπάιρον,”Τα Καπάκια”, Κωστής Παπαγιώργης, “Ξενοκρατία Μισελληνισμός και Υποτέλεια”, Κυριάκος Σιμόπουλος, “Τα ψιλά Γράμματα της Ιστορίας”, Θεόδωρος Παναγόπουλος, olympia