Η λεηλασία αρχαιολογικών χώρων αποτελεί γνωστό πρόβλημα σε πολλά μέρη του κόσμου και παρά τα όσα γνωρίζουμε σχετικά με την κλίμακα της καταστροφής, η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, η αρχαιοκαπηλίαείναι ένα "σπορ"που με τα χρόνια αυξάνεται.
Οι ποινές κατά των αρχαιοκάπηλων και οι προσπάθειες για προστασία των πολιτιστικών αγαθών έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς απέναντι στο διογκούμενο παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων. Αυτό είναι αποτέλεσμα -εν μέρει- των περιορισμένων πόρων των διωκτικών αρχών αλλά και της αυξανόμενης ζήτησης στην αγορά αρχαιοτήτων, σε συνδυασμό με την ανομία και την οικονομική κρίση ειδικά σε εμπόλεμες περιοχές.
Σύμφωνα με έκθεση της Standard Chartered Bank το 2018, το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων είναι μια παγκόσμια βιομηχανία αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Παρότι οι αριθμοί αυτοί έχουν αμφισβητηθεί, όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για μια αγορά πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων.
Υποστηρικτής της τέχνης το… οργανωμένο έγκλημα
Οι πρωταγωνιστές αυτής της βιομηχανίας δεν είναι απαραίτητα... λάτρεις της τέχνης, καθώς, όπως έχει συχνά αποδειχτεί, η αρχαιοκαπηλία αποτελεί σημαντική πηγή χρηματοδότησης για εγκληματικές ομάδες. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια, η νοµιµοποίηση παράνοµων κεφαλαίων µέσω του εµπορίου έργων τέχνης και αρχαιοτήτων κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος.
Ας θυμηθούμε πως το Ισλαμικό Κράτος για να χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις του πουλούσε αρχαία από ιστορικούς χώρους που λεηλατήθηκαν, όπως η Παλμύρα στη Συρία. Επίσης, οι Ταλιμπάν, η Αλ Κάιντα, η ιταλική μαφία, καθώς και τα καρτέλ της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής εμπλέκονταν στην πώληση πολιτιστικών αγαθών με στόχο να χρηματοδοτήσουν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες.
Την ίδια στιγμή με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η επικοινωνία μεταξύ πωλητών και αγοραστών έχει γίνει ακόμα πιο εύκολη. Τον Φεβρουάριο, για παράδειγμα, ειδικοί που παρακολουθούν το έγκλημα στο διαδίκτυο προέτρεψαν τους εισαγγελείς στις Ηνωμένες Πολιτείες να λάβουν μέτρα απέναντι στο Facebook, το οποίο εμμέσως διευκολύνει πλήθος παράνομων συναλλαγών, είτε αυτές αφορούν ναρκωτικά είτε παράνομες αρχαιότητες.
Ευρωπαϊκή Επιχείρηση "Pandora V": 300 έρευνες και 67 συλλήψεις
Παρά τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, η επιχείρηση Pandora που ως στόχο έχει την πάταξη της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών ήταν η πιο επιτυχημένη των τελευταίων χρόνων. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας των Europol, Interpol, Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων (WCO) και των αστυνομικών αρχών 31 χωρών, μεταξύ των οποίων και της ελληνικής, ήταν η κατάσχεση πάνω από 56.400 πολιτιστικών αγαθών. Στα κατασχεθέντα περιλαμβάνουν αρχαιολογικά αντικείμενα, νομίσματα, πίνακες ζωγραφικής, μουσικά όργανα και γλυπτά.
Τα αποτελέσματα της επιχείρησης Pandora ανακοινώθηκαν πριν από λίγες μέρες. Η επιχείρηση έλαβε χώρα από την 1η Ιουνίου 2020 μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2020 και περιλάμβανε δεκάδες χιλιάδες ελέγχους σε αεροδρόμια, λιμάνια, συνοριακά σημεία διέλευσης, καθώς και σε οίκους δημοπρασιών, πλειστηριασμούς, μουσεία και ιδιωτικές κατοικίες. Συνολικά άνοιξαν 300 υποθέσεις και συνελήφθησαν 67 άτομα, 34 εκ των οποίων στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, η Ελληνική Αστυνομία πραγματοποίησε 34 συλλήψεις ενώ κατέσχεσε συνολικά 6.757 αρχαιότητες, συμπεριλαμβανομένων κεραμικών και μαρμάρινων αντικειμένων, καθώς και 6.452 νομίσματα, 5.533 εκ των οποίων ανακτήθηκαν σε μία μόνο έρευνα. Μάλιστα, σε μία υπόθεση, δύο Έλληνες υπήκοοι συνελήφθησαν επειδή προσπάθησαν να πουλήσουν 6 αρχαία μάρμαρα και πήλινα αντικείμενα για 150.000 ευρώ.
Στη Γαλλία κατασχέθηκαν 27.300 αρχαιολογικά αντικείμενα, στην Ιταλία οι Carabinieri ανέκτησαν περισσότερες από 2.700 αρχαιότητες, συμπεριλαμβανομένων κεραμικών, αρχαιολογικών αγαθών και βιβλίων συνολικής αξίας 1.155.000 ευρώ.
Στην Ισπανία, οι Αρχές κατάσχεσαν περισσότερα από 7.700 πολιτιστικά αγαθά αξίας άνω των 9 εκατ. ευρώ. Η Guardia Civil, η οποία ηγήθηκε της επιχείρησης πανευρωπαϊκά, συνέλαβε ένα άτομο και κατέσχεσε 165.000 ευρώ που βρέθηκαν στο σπίτι του. Ο συλληφθείς κατηγορείται ότι προσπάθησε να πουλήσει στο διαδίκτυο τα κλεμμένα αγαθά, μεταξύ των οποίων κι ένα ασημένιο δισκοπότηρο του 16ου αιώνα κι ένα χειρόγραφο της Αποκάλυψης από τον μοναχό Μπεάτους της Λιεμπάνα.
Τέλος, στη Σλοβακία κατασχέθηκαν αρκετές εκατοντάδες χειροβομβίδες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε μια ανησυχητική εξέλιξη, καθώς ορισμένες από αυτές εξακολουθούν να λειτουργούν και να προκαλέσουν απώλειες.
Χ. Τσιρογιάννης: Η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο για την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας
Το Capital.gr επικοινώνησε με τον αρχαιολόγο και ερευνητή διεθνών κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας, Χρήστο Τσιρογιάννη, σχετικά με τις πιο πρόσφατες και μεγάλες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας στην Ελλάδα. Όπως ανέφερε ο αρχαιολόγος "η Ελλάδα συνεχίζει να αιμορραγεί λόγω της αρχαιοκαπηλίας, μέσω της δράσης οργανωμένων σπειρών που κατασκάπτουν όλη την επικράτεια".
"Η υπόθεση της σύλληψης από την Ασφάλεια Πατρών δεκάδων μελών ενός μεγάλου δικτύου αρχαιοκαπήλων το 2016 και του επαναπατρισμού ορισμένων μόνο από τις αρχαιότητες που λαθραίως έσκαψαν και εξήγαγαν, αποδεικνύει του λόγου το αληθές", υπογράμμισε.
Ο Χ. Τσιρογιάννης αναφέρεται στην υπόθεση αρχαιοκαπηλίας που έγινε γνωστή μετά την ανεύρεση δύο μαρμάρινων μεσαιωνικών αγαλμάτων που εντοπίστηκαν από την αστυνομία μέσα σε ένα πηγάδι βάθους 8 μέτρων γεμάτο με νερό, σε αμπελώνα στην περιοχή της Νεμέας. Για την υπόθεση αυτή κατηγορούνται 42 άτομα και εμπλέκονται τέσσερις οίκοι δημοπρασιών του εξωτερικού. Τον Οκτώβριο του 2020 το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πάτρας επρόκειτο να εκδικάσει την υπόθεση αλλά λόγω της πανδημίας του κορονοϊού πήρε αναβολή για τον Οκτώβριο του 2021.
Τέλος, όπως σημείωσε ο αρχαιολόγος, "Ο πρόσφατος επαναπατρισμός στην πατρίδα μας δύο αρχαιοτήτων που ταύτισα το 2017, ενός τμήματος μαρμάρινης ρωμαϊκής σαρκοφάγου σε γκαλερί των ΗΠΑ και μιας επιτύμβιας στήλης που ταύτισα στους Sotheby's του Λονδίνου, αλλά και η ταυτόχρονη αδυναμία των αρμοδίων ελληνικών πολιτιστικών αρχών να πράξουν το ίδιο, με τα ίδια στοιχεία που κατέχουν, αποτελούν δύο μόνο από τα πολλά παραδείγματα που καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να κάνει έστω και τα βασικά προς την ουσιαστική καταπολέμηση του φαινομένου της αρχαιοκαπηλίας, ακόμη και για υποθέσεις που χρονολογούνται στις δεκαετίες του 1970 και 1980".
Πηγή: Δ. Μαραγκουδάκη, Capital