Ζήτησε να έρθουν στην Αθήνα μία δωδεκάδα πριόνια για μάρμαρο διαφορετικού μεγέθους. «Οσο πιο γρήγορα γίνεται», έγραφε ο αιδεσιμότατος Φίλιπ Χαντ, γραμματέας του λόρδου Ελγιν, στην επιστολή του. Ζήτησε επίσης 3-4 πριόνια ακόμη, μήκους 20 ποδών, για να πριονίσει το μεγάλο ανάγλυφο, τον κεντρικό λίθο της ανατολικής ζωφόρου, τον οποίο δεν μπορούσαν να μετακινήσουν αν δεν μειωνόταν το βάρος του. Τον βρήκαν πεσμένο στο έδαφος, κοντά στον ναό του Παρθενώνα, κι ήταν ένα από αυτά τα κομμάτια των αρχαίων γλυπτών που ο λόρδος επέλεξε να στείλει στην Αγγλία.
Είχε βάρος 10 τόνων. Τον τεμάχισαν οριζόντια κατά μήκος για να γίνει ελαφρύτερος, αποκόπτοντας το πίσω μέρος και κρατώντας τα 5 εκατοστά της όψης με το ανάγλυφο. Και το κομμάτι μετά έσπασε στα δύο, αλλά μάλλον αυτά συμβαίνουν όταν κάνει κανείς βιαστικά τέτοιες δουλειές, θα σκέφθηκε ο Ελγιν.
Τα κομμάτια μπήκαν σε κιβώτια, και φορτώθηκαν μαζί με άλλα στο πλοίο του λόρδου, το «Μέντωρ», που απέπλευσε από τον Πειραιά. Η επιχείρηση για την πρώτη αποστολή ξεκίνησε το 1801, αλλά τα πράγματα καθυστερούσαν λίγο. Και άργησαν να φτάσουν στην Αγγλία ακόμη περισσότερο, επειδή το καράβι ναυάγησε στα ανοιχτά των Κυθήρων το 1802.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, και ο μεγάλος λίθος, του οποίου την ιστορία διηγούμαστε, έμειναν στη θάλασσα 2 ολόκληρα χρόνια. Ηρθαν βουτηχτές από την Κάλυμνο κατ’ εντολήν του Ελγιν, και ανέσυραν το φορτίο το 1804. Τα κιβώτια κρατήθηκαν στη Μάλτα –ήταν ταραγμένες εποχές–, κι όταν εντέλει έφτασαν στο Λονδίνο μεταφέρθηκαν σε 4 σπίτια έως ότου καταλήξουν τελικά στο Βρετανικό Μουσείο. Κι ακόμη βρίσκονται εκεί.
Η περιπέτεια του 5ου λίθου, του κεντρικού, που βρισκόταν επάνω από την είσοδο του Παρθενώνα και απεικονίζει την παράδοση του πέπλου, την ύψιστη στιγμή της τελετουργίας. Τα αποκομμένα γλυπτά «λάφυρα της τυμβωρυχίας του λόρδου Ελγιν επικαλύφθηκαν από τη δήθεν αρχαιολατρία του».
Σκηνή αρματοδρομίας. Τμήμα από τη βόρεια ζωφόρο του Παρθενώνα, τμήμα λίθου XXVII. Στο Βρετανικό Μουσείο βρίσκεται το επάνω μέρος (κεφαλές οπλίτη, ανδρικής μορφής και αλόγων). Στο Μουσείο Ακρόπολης βρίσκεται το κάτω μέρος (κάτω μέρος κορμού οπλίτη, ανδρικής μορφής και δύο αλόγων). Η σύνθεση της κεντρικής εικόνας απεικονίζει αποκατεστημένο το γλυπτό, όπως παρουσιάστηκε σε εκδήλωση στο Ιδρυμα «Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη».
Κάτι έχει μείνει στην Αθήνα για να θυμίζει το γεγονός: «Ενα θραύσμα, το κεφάλι της θεάς Ιριδας που είναι στραμμένο προς την πομπή των Παναθηναίων. Αυτό το μικρό κεφαλάκι, που βρέθηκε το 1889 εντοιχισμένο σε ένα βυζαντινό τοίχο, αποτελεί τη “γέφυρα” μεταξύ θεών και ανθρώπων», λέει ο Δημήτρης Παντερμαλής. Συμβολικά φέρει το ανθρωποκεντρικό μήνυμα της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου αιώνα π.Χ., που ενέπνευσε στον καλλιτέχνη τη σύνθεση. Αυτό το μήνυμα ο επισκέπτης δεν μπορεί να το διαβάσει επειδή ο κορμός της Ιριδας, και δίπλα της η Ηρα και ο Δίας, δεν βρίσκονται κοντά.
Εμφανείς πληγές
Σχετική, και εξίσου βίαιη, είναι η ιστορία του 26ου λίθου της ζωφόρου. Ή εκείνη του Κέκροπα και της κόρης του Πανδρόσου, που στέκονταν μαζί στο δυτικό αέτωμα. Τα γλυπτά του Μουσείου της Ακρόπολης φέρουν εμφανείς πληγές. Ενα άλογο που το κεφάλι του βρίσκεται στην Αθήνα, το σώμα στο Βρετανικό Μουσείο και η ουρά στην Αθήνα. Ο μυθικός πρώτος βασιλιάς της Αθήνας, ο αυτόχθων, που γεννήθηκε από τα χώματα της Αττικής έχει εδώ τον κορμό του αλλά το φίδι, το άλλο του μισό, βρίσκεται στο Λονδίνο. Ενα καμπύλο κομμάτι μάρμαρο, το οποίο στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου μοιάζει ασύνδετο και χωρίς σημασία. Συνολικά με τις αποστολές του λόρδου Ελγιν έφυγαν από 200 κιβώτια με ελληνικές αρχαιότητες.
«Περιγράφοντας τον δραματικό διαμελισμό των γλυπτών –ανάλογο με τον διαμελισμό που συμβαίνει σε ένα σώμα–, καταλήγουμε εντέλει στον ακρωτηριασμό της “ανάγνωσης” του εκθέματος από τον θεατή», σχολιάζει στην «Κ» ο Δημήτρης Παντερμαλής. «Στόχος μας λοιπόν στο μουσείο είναι να συγκεντρώσουμε όλες τις δυνατές πληροφορίες, ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα το καθένα από τα γλυπτά που εκτίθενται, με τη δική του προσωπικότητα και τα βάσανά του».
Το θραύσμα που εικονίζει το κεφάλι της Ιριδας από την παράσταση της πομπής του πέπλου, στην ανατολική ζωφόρο, τμήμα κεντρικού λίθου V.
Δεν υπήρξε φιρμάνι, λένε οι μελετητές των oθωμανικών αρχείων
Tο ερευνητικό πρόγραμμα που εκπονείται στο μουσείο έχει σκοπό να αναζητήσει τις περιπέτειες των γλυπτών του Παρθενώνα, κατανοώντας τον τρόπο που λειτουργούσε η Ακρόπολη τον 19ο αιώνα. Βασικό στοιχείο, το πώς συμπεριφέρονταν οι τουρκικές υπηρεσίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε σχέση με τα μνημεία.
Στην ημερίδα για την επανένωση των γλυπτών ο Δημήτρης Παντερμαλής αναφέρθηκε στις διαπιστώσεις δύο έμπειρων μελετητών των οθωμανικών αρχείων, της καθηγήτριας Ζεϊνέπ Αϊγκέν και του ιστορικού Ορχάν Σακίν, που ανακοινώθηκαν σε διάλεξη στο πλαίσιο της θεματικής «Οθωμανικά αρχεία για την Ακρόπολη». Οι δύο επιστήμονες παρουσίασαν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή στην Ακρόπολη στις αρχές του 19ου αι. και για τα έγγραφα, πρωτότυπα και αντίγραφα, που αφορούν τον λόρδο Ελγιν και την οθωμανική διοίκηση. Μία από αυτές έγινε είδηση: Δεν υπήρξε φιρμάνι –δηλαδή διάταγμα του σουλτάνου– για την απόσπαση και τη μεταφορά των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν. Συνεπώς, η όλη επιχείρηση έγινε χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα – αυτά τα οποία η πολύ προσεκτική Υψηλή Πύλη παρείχε μόνον έπειτα από εξονυχιστική εξέταση αιτημάτων που αφορούσαν μνημεία.
Καθώς η έρευνα των δύο ιστορικών συνεχίζεται, προτίμησαν να μην κάνουν περισσότερες δηλώσεις σχετικά με τα στοιχεία που ήδη δημοσιοποίησαν. Ωστόσο, είναι σαφές ότι το έγγραφο που σώζεται δεν είναι η διαταγή του σουλτάνου Σελίμ Γ΄ που επικαλέσθηκε ο λόρδος Ελγιν.
Πρόκειται για διοικητική επιστολή από τον ανώτατο διοικητή, πασά Σεγίντ Αμπντουλάχ, αντικαταστάτη του Μεγάλου Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη, προς τις Αρχές της Αθήνας. «Και είναι πολύ ενδιαφέρον ότι σύμφωνα με το κείμενό του επιτρέπεται να σχεδιάσει, να βγάλει εκμαγεία, να μετρήσει και επίσης να κάνει ανασκαφές στους σωρούς των χωμάτων γύρω από το μνημείο –είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της κατάρρευσης που προκάλεσε η έκρηξη του Μοροζίνη– για να βρει επιγραφές και γλυπτά. Δεν γράφει πουθενά ότι μπορεί να αφαιρέσει συστηματικά τον μισό γλυπτό διάκοσμο του μνημείου», σχολιάζει ο Δημήτρης Παντερμαλής.
«Τα ελληνικά μουσεία έχουν το προνόμιο να μένουν ζωντανά διατηρώντας τον παλμό μεταξύ του ιστορικού τόπου και των εκθεμάτων τους. Σε αντίθεση με τα λεγόμενα “εγκυκλοπαιδικά”, τα πολυσυλλεκτικά μεγάλα μουσεία της Βόρειας Ευρώπης που εκθέτουν αντικείμενα των οποίων δεν ξέρουμε συχνά την προέλευση. Οσο για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, δεν μιλάμε για επιστροφή στην Ελλάδα, δηλαδή τον επαναπατρισμό έργων τέχνης που αυτούσια μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό. Επιμένω στον όρο “επανένωση” γιατί δηλώνει την πραγματικότητα».
Πηγή: Καθημερινή