Είδε ξανά το φως του αργολικού ουρανού χάρη στην παρατηρητικότητα των επιστημόνων, οι οποίοι διαπίστωσαν ένα λάθος στα σχέδια του ιερού που χρησιμοποιούνταν μέχρι πρόσφατα.
Ενα ολοκαίνουργο αναπάντεχο εύρημα - ένα σφραγισμένο με τελετουργική πυρά ορθογώνιο κτίριο, τα όρια του οποίου χάνονται κάτω από το πλέον εμβληματικό οικοδόμημα του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Επιδαύρου, της Θόλου - ανατρέπει την εικόνα σε ένα από τα σημαντικότερα ιερά της αρχαιότητας. Γεννά νέα ερωτήματα για τη λατρεία του Ασκληπιού και οδηγεί τους αρχαιολόγους να μιλούν για ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα των τελευταίων ετών.
Ορθογώνιο, με τη μία διάστασή του να φτάνει τα 5 μ. και την άλλη ακόμη να βρίσκεται υπό διερεύνηση, με υπόγειο στεγασμένο χώρο, λευκό βοτσαλωτό δάπεδο, τοίχους επενδυμένους με κόκκινο κονίαμα και περιστύλιο από ξύλινους κίονες, παρέμενε άγνωστο και «αθέατο» ακόμη και από τις αρχαίες πηγές για 28 αιώνες. Κατεδαφίστηκε για να χτιστεί η Θόλος - το κομψότερο και πλουσιότερα διακοσμημένο οικοδόμημα της κλασικής εποχής μετά το Ερέχθειο - και ο υπόγειος χώρος του χρησιμοποιήθηκε ως αποθέτης για την ευλαβική κατάχωση του οικοδομικού υλικού του. Και είδε ξανά το φως του αργολικού ουρανού χάρη στην παρατηρητικότητα των επιστημόνων, οι οποίοι διαπίστωσαν ένα λάθος στα σχέδια του ιερού που χρησιμοποιούνταν μέχρι πρόσφατα.
«Ολα ξεκίνησαν όταν η Επιτροπή Επιδαύρου μελετώντας τις αεροφωτογραφίες διαπίστωσε ότι τα μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενα σχέδια του ιερού είναι λανθασμένα και ότι ο θεωρούμενος βωμός του Απόλλωνα ή του Ασκληπιού είναι αξονικά προσανατολισμένος προς τη Θόλο» εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο επικεφαλής των ανασκαφών του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Αρχαία Επίδαυρο, ομότιμος καθηγητής, Βασίλης Λαμπρινουδάκης, ο οποίος και θα παρουσιάσει μαζί με τους συνεργάτες του, Αλεξάνδρα Σφυρόερα και Βαγγέλη Καζολιά, τα αποτελέσματα των φετινών ανασκαφικών ερευνών στις 3 Φεβρουαρίου στις 19.00 στο αμφιθέατρο «Αλκης Αργυριάδης» του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σχεδιαστική αναπαράσταση του οικοδομήματος
Για ποιον λόγο λοιπόν τον 4ο αι. π.Χ. οι κατασκευαστές της Θόλου - του περιβεβλημένου μέχρι σήμερα με μυστήριο οικοδομήματος στο ιερό του Ασκληπιού κυρίως λόγω του λαβυρίνθου που βρίσκεται στο υπόγειό του - θέλησαν να τη συνδέσουν με τον αρχαϊκό βωμό του 6ου αι. π.Χ.; «Θεωρήσαμε ως λογικό συμπέρασμα ότι στη θέση της Θόλου ή κοντά σε αυτήν υπήρχε "κάτι", προς το οποίο ήταν προσανατολισμένος ο αρχαϊκός βωμός και το οποίο αντικατέστησε η Θόλος» απαντά ο ανασκαφέας για την απαρχή της έρευνας, που πραγματοποιείται με αρωγή του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και την υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας.
Χρειάστηκε να φτάσουν σε βάθος 3 μ. έως ότου αποκαλύψουν το ιδιαιτέρως καλά διατηρημένο ψηφιδωτό δάπεδο από μικρά λευκά βότσαλα, το οποίο βρίσκεται μισό μέτρο πιο χαμηλά από το δάπεδο των υπογείων δακτυλίων της Θόλου και κοσμούσε το υπόγειο του κτιρίου. Γρήγορα εντόπισαν και το παχύ κονίαμα με το βαθύ κόκκινο χρώμα που κάλυπτε τους τοίχους, χωρίς όμως τους λίθους που είχαν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση μεταγενέστερων κτιρίων. Το υπόγειο είχε ύψος 2,3 μ. Το ωφέλιμο ύψος του ισογείου υπολογίζεται σε 2,8 μ. Βρέθηκαν δε και τετράγωνες λίθινες βάσεις που στήριζαν ξύλινους στύλους, οι οποίοι περιέβαλαν το ιδιαίτερο αυτό κτίσμα.
Πρόδρομος του θόλου
Οσο για την ταυτότητά του; «Αν και έχει ανασκαφεί μόνο ένα τμήμα του, διαφαίνεται ήδη ότι σχετίζεται με την πρώιμη, χθόνια, λατρεία του Ασκληπιού, αποτελώντας το ιερό κτίριο-πρόδρομο της Θόλου, κατεξοχήν τόπου της χθόνιας λατρείας του συγκεκριμένου θεού. Ο υπόγειος χώρος του χρησιμοποιήθηκε ως αποθέτης για την ευλαβική κατάχωση του οικοδομικού υλικού του, μετά την κατεδάφισή του, λίγο πριν από την έναρξη ανέγερσης της Θόλου.
Χάρη στα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και λατρευτικά χαρακτηριστικά του η ανασκαφή του θα συμβάλει στη διεύρυνση των γνώσεών μας στην ιστορία και εξέλιξη της αρχιτεκτονικής της εποχής αυτής και κυρίως στην κατανόηση των απαρχών της λατρείας του Ασκληπιού στη συγκεκριμένη θέση. Ελπίζουμε ότι θα αποκαλύψει δηλαδή μια άγνωστη έως τώρα πτυχή της ιστορίας του ιερού και έχουμε κάθε λόγο να μιλάμε πλέον για ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα των τελευταίων χρόνων» καταλήγει ο Βασίλης Λαμπρινουδάκης.
Πηγή: Τα Νέα