Ο Κολοσσός της Ρόδουείναι ένα υπερμέγεθες άγαλμα που απεικονίζει τον θεό Ήλιο το οποίο υψωνόταν στην είσοδο του λιμανιού Μανδράκι και κατασκευάστηκε ως ανάθημα στον πολιούχο του νησιού για να θυμούνται την βοήθεια και το σθένος που τους πρόσφερε κατά την αντίστασή τους στην πολιορκία των Μακεδονικών δυνάμεων του Αντίγονου, στρατηγού του Μ. Αλέξανδρου, και ιδιαίτερα του γιου του, Δημήτριου του Πολιορκητή, το 305 π.Χ., επειδή αρνήθηκαν να ταχθούν ενάντια στον Πτολεμαίο, επίσης στρατηγού του Μέγα Αλεξάνδρου, όταν μετά τον θάνατο του τελευταίου, η αυτοκρατορία είχε αρχίσει να καταρρέει και να διαλύεται.
Αυτό που έκανε τον Δημήτριο να σταματήσει την πολιορκία του, δεν ήταν μόνο η ανδρεία των Ροδίων, αλλά και το ότι μέχρι και οι δούλοι τους ανέβηκαν στα τείχη και στάθηκαν άξιοι συμπολεμιστές τους. Ο Πολιορκητής δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει αυτό που έβλεπε, τόσο που σταμάτησε κάθε πολιορκητική μηχανή, σε ένδειξη τιμής και χειραψίας στην γενναιότητα και την παλικαριά αυτών των ανδρών.
Ωστόσο ο Πλίνιος μας λέει πως ο Δημήτριος κουράστηκε από την παρατεταμένη πολιορκία και εγκατέλειψε. Οι Ρόδιοι απέδωσαν την νίκη τους αυτή στον θεό Ήλιο όπου και ήταν αφιερωμένο το νησί (Ρα = Ήλιος), στο οποίο αποφάσισαν να αφιερώσουν τον Κολοσσό, ένα τεράστιο για τα τότε δεδομένα χάλκινο άγαλμα, διότι η όψη του θεού είναι γνωστή μόνο στους απογόνους του, όπως μας λέει ο Φίλων ο Βυζάντιος.
Οι Ρόδιοι ανέθεσαν το κολοσσιαίο έργο στον Χάρη, Έλληνα χαλκοπλάστη από την Λίνδο, ο οποίος ήταν και επιστήθιος φίλος και μαθητής του φημισμένου και περίφημου γλύπτη Λύσιππου, από την Σικύωνα της Πελοποννήσου. Η κατασκευή του αγάλματος ξεκίνησε γύρω στο 294 π.Χ. και ανεγέρθηκε περί το 281-282 π.Χ.
Ο Πλίνιος, όπως και οι περισσότερες αρχαίες πηγές, μας λέει ότι αυτό το άγαλμα είχε ύψος 70 κύβιτα δηλαδή 33 μ. Ωστόσο υπάρχει και η εκδοχή να ήταν 80 κύβιτα, η οποία μάλλον συμπεριλαμβάνει και τη βάση του αγάλματος. Ζύγιζε περί τους 200 τόνους.
Αν και πανύψηλα αγάλματα δεν ήταν άγνωστα στην τεχνοτροπία των Ελλήνων, τα 33 μέτρα ήταν κάτι πρωτοφανές. Μόνο οι Αιγύπτιοι κατασκεύαζαν τέτοια μεγέθη, από όπου και εμπνεύστηκε ο Χάρης. Εξάλλου η Ρόδος και η Αίγυπτος ήταν ήδη πολύ στενά συνδεδεμένες εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Φίλωνα του Βυζάντιου, ο καλλιτέχνης δαπάνησε γι αυτό το έργο 500 τάλαντα χαλκού και 300 σιδήρου. Η ποσότητα του χαλκού που χρησιμοποιήθηκε για ένα και μόνο άγαλμα ήταν τέτοια που θα μπορούσε να «εξαφανίσει» όλο τον χαλκό του αρχαίου κόσμου. Τα χρήματα αποκτήθηκαν από τις πολιορκητικές μηχανές και άλλο πολεμικό εξοπλισμό που ο Δημήτριος είχε εγκαταλείψει όταν κουράστηκε.
Ο Φίλων μας λέει πως τα μέρη που τον αποτελούσαν χυτεύτηκαν μεμονωμένα και όλα μαζί ενώθηκαν μετά για να σχηματίσουν τον Κολοσσό. Πρώτα από όλα, όμως, ο καλλιτέχνης είχε φροντίσει να κατασκευάσει ένα μεταλλικό πλαίσιο που υποστηριζόταν από τετραγωνισμένους λίθινους δόμους, που αποτελούσαν τον σκελετό που θα πλαισίωναν την όλη κολοσσιαία κατασκευή με τις θεϊκές αναλογίες.
Σε μία βάση από λευκό μάρμαρο, τοποθέτησε τα πόδια ως το ύψος της ποδοκνημικής άρθρωσης, και οι αστράγαλοι χύθηκαν κατόπιν. Αφού έγινε το πρώτο βήμα, το δεύτερο προπλάσθηκε επάνω στο πρώτο, το τρίτο πάνω στο δεύτερο.
Κάθε τμήμα που τελείωνε «θαβόταν» σε χώμα, δημιουργώντας έτσι ανάχωμα, για να δώσει την δυνατότητα στους τεχνίτες να συνεχίσουν ψηλότερα στο επόμενο τμήμα.
Με αυτό τον τρόπο, ανεβαίνοντας λίγο-λίγο κάθε φορά, ολοκληρώθηκε η τελική μορφή του αγάλματος, το οποίο μετά την αφαίρεση των αναχωμάτων, ήταν όμοιο με τον ίδιο τον θεό Ήλιο, προσφέροντας έτσι έναν δεύτερο ήλιο στον κόσμο.
Χωρίς να είναι βέβαιο, καθώς δεν υπάρχουν οι ανάλογες πληροφορίες, το άγαλμα πρέπει να απεικονιζόταν γυμνό, αλλά κυρίως όρθιο, με τα χέρια κατά μήκος του κορμού ή το πολύ με κάποιο από αυτά πάνω από το κεφάλι, κι αυτό για καθαρά λόγους ισορροπίας, καθώς το τεράστιο μέγεθός του και το ιδιαίτερα μεγάλο βάρος του δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει απλωμένα χέρια. Επίσης και τα πόδια θα πρέπει να ήταν ενωμένα ή έστω σε μία μικρή και λογική διάσταση μεταξύ τους. Θα θύμιζε περίπου το άγαλμα της Ελευθερίας στις ΗΠΑ (το οποίο πιθανότατα είναι εμπνευσμένο από τον Φωτοφόρο Απόλλωνα ή τον ίδιο τον Κολοσσό της Ρόδου).
Η εκδοχή ότι τα πόδια του αγάλματος ήταν ανοιχτά, με το ένα πόδι στην μία και το άλλο στην άλλη άκρη της εισόδου του λιμανιού, ώστε να περνούν από κάτω πλοία, και η οποία πρωτοεκφράστηκε από έναν Ιταλό προσκυνητή ονομαζόμενο de Martoni που επισκέφθηκε την Ρόδο το 1394 και το 1395, δεν μπορεί να στέκει, καθώς το άνοιγμα των ποδιών θα έπρεπε να ξεπερνάει τα 400 μέτρα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο αμέσως θα ακύρωνε από τον απεικονιζόμενο θεό, κάθε χάρη, αίγλη και κάλλος.
Ωστόσο αυτή η άποψη όπως και εκείνη ότι κρατούσε πυρσό αναμμένο ήταν ευρύτατα διαδεδομένες στον Μεσαίωνα και φτάνουν ως και τις μέρες μας. Με βάση το ύψος του η σωστή διάσταση των ποδιών θα πρέπει να ήταν περίπου στα 20 μέτρα, πολύ μικρή όμως, για είσοδο λιμανιού.
Βέβαια, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η τοποθεσία του Κολοσσού δεν αναφέρεται από καμία αρχαία πηγή, έτσι, αν θέλουμε να λάβουμε σοβαρά την άποψη του de Martoni θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποιο άλλο λιμάνι, ή να υποθέσουμε ότι τα δύο άκρα του λιμανιού που στήριζαν τα πόδια βυθίστηκαν στην θάλασσα. Ίσως, σε κάποιο σε σεισμό.
Ενδεχομένως, σε εκείνον που το 226 π.Χ., 56 χρόνια μετά την έγερσή του, έριξε τον Κολοσσό.
Ο Στράβων, όμως, στα Γεωγραφικά του μας λεει ο σεισμός έσπασε το άγαλμα στα γόνατα. Εννοείται πως, για να το λεει αυτό, η βάση του μαζί με το μέρος εκείνο του λιμανιού δεν βυθίστηκε. Υπονοείται, επίσης, πως τα πόδια ήταν ενωμένα. Από την άλλη, λέγεται πως με την πτώση του ο Κολοσσός έπεσε πάνω σε σπίτια, άρα δεν ήταν κοντά στο λιμάνι.
Η πιο ταιριαστή, ίσως, περιοχή, ανάμεσα σε άλλες που έχουν προταθεί είναι το άγαλμα να βρισκόταν τοποθετημένο κοντά εκεί που αργότερα χτίστηκε ο ναός των Ιπποτών, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη του Κολοσσού (επίθετο, άλλωστε, που κατά τον Μεσαίωνα χαρακτήριζε σχεδόν ολόκληρη την πόλη της Ρόδου). Εκεί κοντά, εξάλλου, έχουν βρεθεί επιγραφές που υποδεικνύουν ή μαρτυρούν έμμεσα για ένα ιερό ή ναό του θεού Ήλιου. Τι πιο λογικό ένα ευχαριστήριο ανάθημα να έχει στηθεί έξω από τον ναό του!
Σήμερα, στην θέση του Κολοσσού είναι στημένα τα δύο ελάφια
Όπως και να έχει, ο Κολοσσός της Ρόδου, ακόμα και σπασμένος να κείτεται στο έδαφος, με τις τεράστιες κοιλότητες να αναδεικνύουν το εσωτερικό της κατασκευής του, αποτελούσε ένα θαύμα. Μόνο τα δάχτυλά του ξεπερνούσαν το ύψος πολλών αγαλμάτων και λίγοι μόνο άνθρωποι μπορούσαν να ενώσουν τα χέρια τους γύρω από τον αντίχειρά του, μας λένε οι αρχαίοι συγγραφείς.
Δεν έγινε καμία προσπάθεια να αποκατασταθεί η ζημιά και να ξανασταθεί το μεγάλο άγαλμα στην θέση του, αν και ο Πτολεμαίος Γ΄ της Αιγύπτου θέλησε να τον αναστηλώσει. Ένας χρησμός, όμως, δεν επέτρεψε την ανόρθωσή του γενικώς, ίσως, για να μην συμβεί στο μέλλον παρόμοια καταστροφή. Έτσι πέρασε σχεδόν μία χιλιετία μέχρι που μετά την κατάκτηση του νησιού από έναν νομαδικό και ληστρικό λαό της Β.Δ. Αραβίας τους Σαρακηνούς (από αραβική λέξη σαράκα=ληστρικός) το 657 μ.Χ., ο βασιλιάς τους πούλησε τα κομμάτια του ως μέταλλο, οπότε και κατέληξαν στα χέρια ενός Εβραίου από την Έμεσα, οπότε και αγνοείται η τύχη τους. Για την μεταφορά τους λέγεται ότι χρειάστηκαν περί τις 990 καμήλες!
«Κολοσσός» αρχικά σήμαινε απλά ένα άγαλμα. Μετά την κατασκευή του θεού Ήλιου, επικράτησε να χαρακτηρίζει κάθε τι υπερμέγεθες και γιγαντιαίο, κυκλώπειο.
Σημ. Στις μέρες μας γίνονται μελέτες για την ανέγερση ενός σύγχρονου Κολοσσού.
Σπύρος Μακρής, diadrastika.com