ΟΔεινοκράτης που έφτιαξε σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τον τάφο στην Αμφίπολη είναι από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες όλων των εποχών.
Γεννήθηκε στη Μακεδονία ή στη Ρόδο και στα κείμενα της αρχαίας γραμματείας αναφέρεται με πολλά ονόματα: Στασικράτης, Στησικράτης, Χειροκράτης, Δεινοχάρης, Δεινοκράτης κ. ἄ
Με διαταγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Δεινοκράτηςοροθέτησε το σχέδιο της Αλεξάνδρειας, σχεδιάζοντας, σύμφωνα με την παράδοση, τη γραμμή των τειχών της με μία λωρίδα αλεύρι.
Έργο του είναι και ο επιτάφιος τύμβος του Ηφαιστίωνα στη Βαβυλώνα, ένα κολοσσιαίο μνημείο έξι ορόφων πλάτους 180 μέτρων στη βάση του, με διάφορες χρυσές διακοσμήσεις στους ορόφους.
Το όνομα του Δεινοκράτη συνδέεται και με μία μελέτη μετατροπής του όρους Άθω.
Η μελέτη προέβλεπε το σκάλισμα του βουνού ώστε να κατασκευαστεί ένα πελώριο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Αυτό το έργο έφερε κοντά τον Μέγα Αλέξανδρο με τον σημαντικό αρχιτέκτονα.
Τη συνάντηση του Δεινοκράτη με τον Αλέξανδρο την περιγράφει ο Πλούταρχος στο «Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς»:
[...Μεταξὺ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν ζοῦσε τότε καὶ ὁ ἀρχιτέκτων Στασικράτης, τοῦ ὁποίου τὰ ἔργα δὲν ἐπιδίωκαν χάρη καὶ συγκίνηση καὶ προοπτικὴ μὲ τὴ μορφή τους. Τὰ σχέδιά του ἦταν τόσο μεγαλεπήβολα ὥστε τὰ ἔσοδα ἑνὸς μεγάλου κράτους μὲ δυσκολία θὰ ἐπαρκοῦσαν γιὰ τὴν ἐκτέλεσή τους.
Αὐτός, ἀφού πῆγε στὸν Ἀλέξανδρο, κατηγοροῦσε τὶς ζωγραφιστὲς εἰκόνες του καὶ τοὺς μαρμάρινους ἢ χάλκινους ἀνδριάντες του ὡς ἔργα δειλῶν καὶ ταπεινῶν τεχνιτῶν.
«Ἐγώ» εἶπε «ἔχω σκεφτεῖ, βασιλιά, νὰ ἐμπιστευθῶ τὴν ὁμοιότητα τοῦ σώματός σου σὲ ὕλη ἄφθαρτη καὶ ζωντανὴ ποὺ νὰ ἔχει θεμέλια αἰώνια καὶ βάρος ἀκίνητο καὶ ἀπαρασάλευτο.Δηλαδὴ τὸ ὄρος Ἄθως τῆς Θράκης, ἐκεῖ ὅπου ἔχει τὸ μεγαλύτερο ὄγκο του καὶ ὑψώνεται περιφανέστατος καὶ ἔχει ὕψος καὶ πλάτη συμμετρικὰ καὶ βραχώδεις ἐκτάσεις καὶ συναρμογὲς καὶ διαστήματα μὲ κάποια μορφή.
Ὁ Ἄθως αὐτός εἶναι δυνατὸν μὲ τὴν τέχνη νὰ κατεργαστῇ καὶ νὰ μετασχηματιστῂ ὧστε νὰ ὀνομάζεται ἀνδριάντας τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ νὰ εἶναι ἀληθινὸς ἀνδριάντας αὐτοῦ, ποὺ μὲ τὰ πόδια του θὰ ἐγγίζῃ τὴ θάλασσα, μὲ τὸ ἕνα χέρι θὰ ἀγκαλιάζῃ καὶ θὰ ὑποβαστάζῃ πόλη ἰκανὴ νὰ περιλάβῃ 10.000 κατοίκους.
Μὲ τὸ δεξί χέρι κρατῶντας φιάλη νὰ χύνῃ ἀπὸ αὐτὴ σπονδὲς πρὸς τιμὴ τῶν θεῶν ὁλόκληρο ποταμὸ ποὺ θὰ ρέῃ ἀκατάπαυστα καὶ θὰ ἐκβάλλῃ στὴ θάλασσα. Τὰ χρυσὰ καὶ χαλκὰ καὶ τὰ ἐλεφάντινα καὶ τὰ ξύλινα καὶ τὰ ἔγχρωμα ἔργα, ὅλες τὶς μικρὲς καὶ ἀγοραστὲς εἰκόνες ποὺ τὶς κλέβουν ἄς τὶς ἀφήσουμε».
Αὐτά, ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Ἀλέξανδρος, θαύμασε τὴν τόλμη τοῦ καλλιτέχνη, ἐπαίνεσε τὴν πεποίθησή του καὶ πρόσθεσε: «Ἄσε τὸν Ἄθω νὰ μένει στὴ θέση του, ἀρκεῖ ὅτι εἶναι μνημεῖο τῆς ὕβρεως τοῦ βασιλιᾶ (ἐννοούσε τὸν Ξέρξη, ποὺ εἶχε ἐπιχειρήσει νὰ κατασκευάσῃ διώρυγα). Ἐμένα θὰ μὲ κάνῃ γνωστὸ ὁ Καύκασος καὶ τὰ Ἠμωδά ὄρη (Ἱμαλάια) καὶ ὁ Τάναης καὶ ἡ Κασπία θάλασσα. Οἱ πράξεις μου θὰ εἶναι οἱ εἰκόνες μου...]
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Δεινοκράτη ήταν και η θεμελίωση της Αλεξάνδρειας το 325 π.Χ. στην τοποθεσία της αρχαίας αιγυπτιακής πόλης Ρακώτις, εκτιμώντας ότι η πόλη θα εξελισσόταν σε μεγάλο εμπορικό κέντρο λόγω του εξαιρετικού λιμένα, που κατασκεύασαν οι μηχανικοί Διάδης και Χαρίας, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη.
Τα όρια της Αλεξάνδρειας σχεδίασε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, εμπνευστής του φιλόδοξου ονείρου μιας πόλης με επιβλητικά ανάκτορα, πολυτελέστατα κτίρια, περίτεχνους ναούς και πολλούς πνεύμονες πράσινου.
Ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης ο Ρόδιος ανέλαβε την πολεοδόμηση και την ανέγερση των βασιλικών κτιρίων, κατασκευάζοντας μια πόλη – πρότυπο για την εποχή εκείνη.
Ήταν ο εμπνευστής του τύπου «Καννάβου», που αποτέλεσε αργότερα το πρότυπο για τη δημιουργία πολλών νέων πόλεων.
Την χώρισε σε πέντε περιφέρειες, που ενώνονταν με φαρδείς δρόμους, ενώ σε όλο το μήκος των δύο κεντρικών λεωφόρων, πλάτους 22 μέτρων η καθεμιά, υπήρχαν στοές.
Σημεία αναφοράς για τον επισκέπτη ήταν τα ανάκτορα, το θέατρο, η αγορά, ο ναύσταθμος με τις τεράστιες αποθήκες, οι βασιλικοί κήποι, το Μουσείο, το Σώμα, όπου για πολλούς βρισκόταν θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά και η Βιβλιοθήκη και ο Φάρος.