Μόνο κάποιος από το περιβάλλον του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα είχε τα χρήματα να κατασκευάσει το μνημείο
Με αρχαιολογικό «κρεσέντο» παρομοίασε η κυρία Μενδώνη τις διαδοχικές αποκαλύψεις από τον Τύμβο Καστά. Φυσικά, η μέχρι στιγμής κορύφωση αυτής της δραματικής έντασης των ευρημάτων είναι το ψηφιδωτό αριστούργημα του δεύτερου θαλάμου, το οποίο αποκαλύφθηκε πλήρως εχθές Πέμπτη, 16/10.
Η κυρία Λίνα Μενδώνη, γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, κατά την ενημερωτική συνεδρία με εκπροσώπους των ΜΜΕ στο Μουσείο της Αμφίπολης, τόνισε ότι «η σημαντικότητα του μνημείου ανεβαίνει με την αποκάλυψη του ψηφιδωτού». Πολύ επιγραμματικά, αυτό σημαίνει ότι, ανεξαρτήτως του τι θα ακολουθήσει κατά την ανασκαφή του επόμενου και πιθανώς τελευταίου ταφικού θαλάμου, αρκούν και μόνο τα έως τώρα ευρήματα για να αναδείξουν τον Τάφο Καστά σε ένα μνημείο χάρη στο οποίο γράφεται από την αρχή η ιστορία της ελληνικής αρχαιότητας. Ή, αν μη τι άλλο, προστίθενται νέα κεφάλαια στην αρχαιολογική και καλλιτεχνική γνώση για τον 4ο π.Χ αιώνα.
Η αποτίμηση του ψηφιδωτού μπορεί να γίνει προς δύο κατευθύνσεις:
Πρώτον, το συμβολισμό του που το συνδέει, σχεδόν απευθείας, με τη δυναστεία των Τημενιδών, δηλαδή με τον Φίλιππο Β'και τον Μέγα Αλέξανδρο.
Δεύτερον, με την ασύλληπτη πρωτοπορία του καλλιτέχνη που το σχεδίασε, καθώς η προσπάθεια απόδοσης της τρίτης διάστασης, δηλαδή του βάθους και μιας, υποτυπώδους έστω, προοπτικής με φωτοσκιάσεις κ.λπ. προηγείται της εποχής της. Και μάλιστα όχι κατά μερικά χρόνια ή δεκαετίες, αλλά κατά αρκετούς αιώνες.
Οι τάφοι «της Περσεφόνης» και «της Ευρυδίκης»στη Βεργίνα αποδεικνύουν ότι το μοτίβο της Αρπαγής ήταν προσφιλές στην διακόσμηση βασιλικών μακεδονικών τάφων και προφανώς συνδέεται με τις μυστηριακές λατρείες του Κάτω Κόσμου, τον ορφισμό κ.ο.κ. Ο εκάστοτε βασιλιάς των Μακεδόνων ήταν, εξ ορισμού, και αρχιερέας, επομένως τόσο ο Φίλιππος όσο και ο Αλέξανδρος είχαν ιδιαίτερη σχέση με τα σύμβολα αυτού του αρχαίου αποκρυφισμού.
Η δαπάνη της κατασκευής του Τύμβου στο Λόφο Καστά θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο με χρήματα που προήλθαν από τα λάφυρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και μόνο ένα πρόσωπο άμεσα συνδεόμενο με τον Μακεδόνα ηγέτη θα μπορούσε να φιλοδοξεί την ταύτιση με τη δυναστεία των Τημενιδώνμέσω του μεγαλοπρεπούς ταφικού μνημείου. Όπως δηλώνεται έμμεσα από το ίδιο το ψηφιδωτό, αυτός που παράγγειλε την ανέγερση του Τύμβου επιθυμούσε να υπογραμμίσει εις τους αιώνες των αιώνων την συγγένειά του με τον Μέγα Αλέξανδρο -συγγένεια όχι απαραίτητα εξ αίματος. Η πολιτική ταύτιση ήταν αρκετή.
Επίσης, μόνο κάποιος που είχε την αξίωση να θεωρείται περίπου ισότιμος του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα προσελάμβανε τον κορυφαίο καλλιτέχνη της εποχής για να επιμεληθεί τη διακόσμηση του Τύμβου. Διότι είναι σαφές ότι το χέρι που σχεδίασε την παράσταση στο ψηφιδωτό της Περσεφόνης ανήκε σε μια μεγαλοφυΐα Η απόδοση των λεπτομερειών της σύνθεσης μαρτυρούν το πόσο ανήσυχο και τολμηρό πνεύμα ήταν αυτός που συνέλαβε την εικόνα της Αρπαγής -αλλά και πόσο άξιος ήταν, βέβαια, ο ψηφοθέτης που εξετέλεσε το σχέδιο στο δάπεδο του Τύμβου, χρησιμοποιώντας φυσικά και όχι επεξεργασμένα βότσαλα.
Το ότι η σύνθεση είναι ελαφρώς άνιση, με το πάνω και δεξιό άκρο να σφύζουν από περιεχόμενο σε σύγκριση με την αριστερή πλευρά που έχει περισσότερο «αέρα» δεν καταλογίζεται ως ατέλεια. Ούτε βέβαια το ότι το άρμα είναι στραμμένο λοξά προς τον θεατή ενώ ο ψυχοπομπός Ερμής φαίνεται να τρέχει προς τα αριστερά. Εκείνο που έχει σημασία είναι τα επιμέρους στοιχεία, όπως η απελπισμένη έκφραση της Περσεφόνης, η τραγική ένταση με το υψωμένο αριστερό της χέρι που φτάνει ως το απώτατο άκρο του πλαισίου -και οριακά καλύπτεται από αυτό.
Η συμμετρία ανάμεσα στην Περσεφόνη και τον Ερμή έγκειται στην τρισδιάστατη απόδοση της μορφής τους. Και αυτό είναι αξιοθαύμαστο, καθώς οι καλλιτέχνες είχαν μεν αρχίσει να διερευνούν το πώς θα αποτυπώσουν το βάθος ήδη από την αρχαιότητα -ακόμη και ο Αριστοτέλης γράφει για «σκηνογραφία». Όμως, η προοπτική είναι ένα θέμα που απασχολεί την Αναγέννηση, καθώς τότε, περίπου 18 αιώνες μετά από το ψηφιδωτό του Τύμβου Καστά, οι εικαστικοί καλλιτέχνες θέλησαν να ξεφύγουν από την ισοπέδωση του βάθους την οποία είχε καθιερώσει η βυζαντινή τέχνη.
Εάν το συμπαγές χρυσό φόντο της βυζαντινής εικονογραφίας με τις δισδιάστατες και αφαιρετικές μορφές υποβάθμιζε τα γήινα και έδινε έμφαση στα υπερβατικά, θεϊκά κ.λπ. στοιχεία, η φροντίδα για ακριβή αποτύπωση του τρισδιάστατου χώρου έδειχνε το αντίθετο: Την ομορφιά και την περιπλοκότητα του πραγματικού κόσμου. Πιθανότατα από εδώ και πέρα οι ιστορικοί της τέχνης θα αναφέρονται στο ψηφιδωτό της Αμφίπολης σαν προπομπό της Αναγέννησης.