Έρως ανίκατε μάχαν,
Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις, ός εν μαλακαίς παρειαίς νεάνιδος εννυχεύεις…
-Αντιγόνη-
Σοφοκλής, 496-406 π.Χ.
Παντοδύναμος και ανίκητος, ο έρωτας αποτελεί την ισχυρότερη δύναμη του σύμπαντος. Πανταχού παρών ο Έρως, άχρονος και αέναος, σημαδεύει με τα πανίσχυρά του βέλη θνητούς και αθανάτους, που υποχωρούν και καθυποτάσσονται στη θέληση του μικρού φτερωτού θεού.
Είτε γεννημένος από το κοσμικό αυγό της Νύκτας και του Ερέβους (κατά τον Αριστοφάνη, αν και ο ορφικός Έρως-Φάνης-Πρωτογόνος είναι διαφορετικός από τον Έρωτα που ασχολούνταν με τους θνητούς) είτε ως γνήσιο τέκνο της Αφροδίτης και του Άρη ή του Ηφαίστου, όπως λέγεται σε κάποιες διηγήσεις , ο Έρωτας κατείχε μια σημαντικότατη θέση στην αρχαία ελληνική μυθολογία και σκέψη. Λέγεται ότι κάποτε ο ίδιος ο Έρωτας έπεσε θύμα των βελών του και ερωτεύτηκε την Ψυχή.
Ο μύθος για τον Έρωτα και την Ψυχή αποτυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Ρωμαίο πλατωνικό φιλόσοφο και ποιητή Lucius Apuleius.
Σύμφωνα με τον μύθο, ένας βασιλιάς είχε τρεις κόρες, εκ των οποίων οι δύο φημίζονταν για τη γοητεία τους. Η τρίτη όμως, η Ψυχή, φημιζόταν για την ομορφιά της που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την ομορφιά της θεάς Αφροδίτης.
Λέγεται, μάλιστα, ότι οι άνθρωποι, στη θέα της πανέμορφης κοπέλας, απαρνούνταν την ίδια τη θεά, πλέκοντας στο κορίτσι επαίνους και τραγούδια και αφιερώνοντάς της λουλούδια, τα οποία σε άλλες περιπτώσεις θα προορίζονταν για τη θεά.
Η θεά Αφροδίτη τότε εξοργίστηκε, καθώς οι εκδηλώσεις θαυμασμού προς τη θνητή ήταν ανίερες και αισχρές και σοβαρή ύβρις απέναντί της.
Art by Kinuko Y. Craft
Διέταξε τότε τον γιο της τον Έρωτα, να την εκδικηθεί την Ψυχή και να την τιμωρήσει με μοναξιά και απαξίωση, προκειμένου οι άνθρωποι και πιο συγκεκριμένα οι άρρενες να λατρεύουν και πάλι τη θεά. Τότε, ο γιος της επισκέφτηκε τον κήπο της μητέρας του, όπου και γέμισε δύο χάλκινους αμφορείς με το νερό των δύο πηγών του κήπου. Ο ένας αμφορέας έφερε το γλυκό νερό της χαράς. ενώ ο άλλος το πικρό νερό, με το οποίο σκόπευε να δηλητηριάσει την ομορφιά και τη γοητεία της Ψυχής.
Αφού εισχώρησε στο δωμάτιο της κοιμισμένης κοπέλας και την αντίκρισε, ένιωσε μεγάλο θαυμασμό∙ θέλησε, ωστόσο, να εκπληρώσει τον σκοπό του και να της δώσει το νερό της πίκρας. Αφού στάλαξε μερικές σταγόνες του πικρού, δυσοιώνου νερού στο στόμα της κοιμισμένης κοπέλας, άθελά του την ξύπνησε. Εκείνη, φυσικά, δεν μπόρεσε να τον διακρίνει, καθώς ο Έρωτας βρισκόταν στην αόρατη μορφή του μέσα στο δωμάτιό της. Μέσα, όμως, στο σάστισμά του από την απροσδόκητη αφύπνιση της, ο Έρωτας τρυπήθηκε από τα ίδια του τα βέλη. Αδιαφορώντας για τον αυτοτραυματισμό του, προσπάθησε να ολοκληρώσει το έργο του και, μες στη βιασύνη του, της πρόσφερε το γλυκό νερό αντί του πικρού.
Έτσι, εκδικήθηκε η Αφροδίτη την πριγκίπισσα, διότι παρόλο που η ομορφιά της μπορούσε να σαγηνεύσει τον οποιοδήποτε, πλέον δεν ήταν αρκετή για να οδηγήσει κάποιον βασιλιά ή πρίγκιπα ή οποιονδήποτε άλλο αριστοκράτη να τη ζητήσει σε γάμο και να της δώσει όρκους αγάπης.
Τότε, οι γονείς της Ψυχής, απελπισμένοι για τη μοίρα και την τύχη της πανέμορφής τους κόρης, ζήτησαν τη βοήθεια του μαντείου των Δελφών. Ο χρησμός ήταν καταλυτικός, καθώς η πεντάμορφη Ψυχή δεν θα παντρευόταν ποτέ κάποιον πρίγκιπα, αλλά κάποιο αθάνατο τέρας στην κορυφή ενός βουνού, που ήταν ανίκητο από θεούς και ανθρώπους. Η Ψυχή δέχτηκε τη μοίρα της και προς μεγάλη θλίψη των γονιών της, δέχτηκε να σκαρφαλώσει στο βουνό και να συναντήσει τον εκλεκτό που η μοίρα είχε ορίσει για εκείνη.
Art by Marta Dahlig
Η Ψυχή έφθασε μόνη της στην κορυφή του βουνού, με τα δάκρυά της να στεγνώνουν στις αναπνοές του Ζέφυρου, ο οποίος και την παρέσυρε σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Όταν ξύπνησε, παρατήρησε ένα δάσος που απλωνόταν λίγο πιο ‘κει, και το οποίο δεν είχε παρατηρήσει πικραμένη και θλιμμένη όπως ήταν πριν. Μπήκε μέσα στο δάσος και παραξενεύτηκε από τη μαγεία του τόπου, ώσπου αντίκρισε με μεγαλύτερη έκπληξη ένα παλάτι στη μέση του πουθενά.
Γεμάτη θαυμασμό, περπάτησε ανάμεσα στα αριστοτεχνικά φτιαγμένα δωμάτιά του και τις αψίδες, ώσπου άκουσε μια φωνή να την προσκαλεί στο σπίτι της. Κανείς όμως δεν υπήρχε εκεί. Ούτε ο σύζυγός της, ούτε οι υπηρέτες του μαγικού παλατιού.
Οι ημέρες περνούσαν και η Ψυχή δεν είχε δει ακόμη τον σύζυγό της, παρά μόνο όταν εκείνος την επισκεπτόταν τις νύχτες, με τη θερμή αγάπη του να ζεσταίνει την καρδιά της. Ένιωθε, όμως, μοναξιά και απομόνωση από την οικογένειά της, και ίσως και κάποια ζήλια για τις τύχες των αδερφών της.
Όταν εκείνες την επισκέφτηκαν στο μαγικό παλάτι της, ζήλεψαν τα πλούτη της και κατηγόρησαν τον σύζυγό της ότι ήταν ένας τρομερός δράκος που μάστιζε την περιοχή και ότι έπρεπε να τον σκοτώσει για να σωθεί.
Εκείνη, τότε, υπάκουσε στα λόγια των αδερφών της και ετοιμάστηκε να τον σκοτώσει με ένα μαχαίρι μέσα στο σκοτάδι της κάμαράς της. Όταν όμως αποκαλύφθηκε στο φως της λάμπας το πρόσωπο του άνδρα της, η Ψυχή αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν το τρομερό τέρας για το οποίο την είχαν προειδοποιήσει οι αδερφές της, αλλά ο πανέμορφος θεός Έρωτας.
Ο Έρωτας ξύπνησε τότε τρομαγμένος και ευθύς πέταξε μακριά από το παλάτι, εγκαταλείποντάς την. Το παλάτι και ο πανέμορφος τόπος εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και εκείνη απέμεινε στην καταπράσινη κοιλάδα, όπου είχε προσγειωθεί μέσα στη δίνη του Ζέφυρου. Τότε η Ψυχή άρχισε να αναζητά παντού απελπισμένη τον αγαπημένο της. Ζητώντας απεγνωσμένα τη βοήθεια θεών και ανθρώπων, έφθασε στο ναό της Αφροδίτης, όπου και ικέτευσε τη θεά να τη βοηθήσει στην αναζήτηση του αγαπημένου της.
Η θεά τής υποσχέθηκε τον αγαπημένο της, εφόσον, βέβαια, η κοπέλα εκπληρώσει τρεις άθλους. Έπρεπε, λοιπόν, να ταξινομήσει μια αμέτρητη ποσότητα καρπών, να βρει χρυσό μαλλί άγριων προβάτων και να ζητήσει από τη θεά του Κάτω Κόσμου, Περσεφόνη, το κουτί με το φίλτρο της ομορφιάς της. Η Ψυχή, αποφασισμένη, τότε, να πραγματοποιήσει τις δοκιμασίες της θεάς, ολοκλήρωσε με επιμονή και υπομονή τον πρώτο άθλο. Όσο για τη δεύτερη δοκιμασία, η αγάπη της ήταν αρκετή ώστε να ευαισθητοποιήσει τα πνεύματα της φύσης να τη βοηθήσουν στην εκπλήρωση του σκοπού της.
Η Απαγωγή της Ψυχής από τον William-Adolphe Bouguereau (1895)
Ώσπου έφθασε στην τελική της δοκιμασία, με το αχανές βασίλειο του Άδη να εκτείνεται μπροστά της. Όταν έφθασε στο παλάτι της Περσεφόνης, ζήτησε από τη θεά το κουτί που περιείχε όλα τα φίλτρα της αψεγάδιαστης ομορφιάς της, προκειμένου να το δώσει στη θεά Αφροδίτη. Εκείνη της το έδωσε υπό τον όρο να μην ανοιχτεί το κουτί, παρά μόνο από την ίδια την θεά.
Τότε, η Ψυχή κίνησε για τον δρόμο της επιστροφής, στη διαδρομή όμως μπήκε σε πειρασμό να δοκιμάσει λίγο από την ομορφιά των θεών, προκειμένου να γοητεύσει τον σύζυγό της. Ευθύς, όμως, όταν άνοιξε το κουτί, αποκοιμήθηκε ύπνο βαθύ, όμοιο με θάνατο.
Ο Έρωτας, τότε, μετανιωμένος για την Ψυχή, αναζήτησε την αγαπημένη του και όταν την αντίκρισε κοιμωμένη σαν νεκρή, ζήτησε από τον Δία να την κάνει αθάνατη.
Ο Δίας, τότε, συγκινημένος, έδωσε στην Ψυχή αμβροσία, ώστε να γίνει αθάνατη και να μπορέσει να σμίξει με τον Έρωτα αιώνια.
Μαζί με την Ψυχή, θεοποιήθηκε και ένα αδιαμφισβήτητο αρχέτυπο. Το αρχέτυπο των δύο έραστων. Των εραστών που υπερνικούν τις συνθήκες και καταλήγουν μαζί.
Πηγή: willowisps