Εικόνα © Αρχαία Ελληνικά
Μετά τη θριαμβευτική του νίκη στην Ισσό(333 π. Χ.), ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήθελε ούτε τον πόλεμο να τερματίσει, αλλά ούτε να επιτεθεί αμέσως εναντίον του Δαρείου πριν προλάβει να ανασυνταχθεί. Ήθελε να ολοκληρώσει το αρχικό το σχέδιο, να μην επιτρέψει δηλαδή στους Πέρσες να χρησιμοποιήσουν ως ναυτικές βάσεις τις πόλεις της Φοινίκης, ιδιαίτερα την Τύρο που ήταν τότε το ισχυρότερο λιμάνι της Μεσογείου. Πλέον ο Αλέξανδρος σκόπευε να καταλάβει και την Αίγυπτο, γιατί μόνο έτσι θα κάλυπτε τα νώτα του και θα μπορούσε να κινηθεί προς τη Μεσοποταμία.
Στον δρόμο για τη Φοινίκη, όπως γράφει ο Αρριανός, έσπευσε να προϋπαντήσει τον Αλέξανδρο ο Στράτων, γιος του Γηροστράτου, βασιλιά των Αραδίων και των γειτονικών στην Άραδο περιοχών. Στεφάνωσε με χρυσό στεφάνι τον Αλέξανδρο και του ανακοίνωσε ότι του παραδίδει την Άραδο(που ήταν νησί) και την αντικρινή πόλη Μάραθο, πόλη μεγάλη και πλούσια. Του παρέδωσε επίσης τη Σιγώνα, τη Μαρριάμη και όλες τις άλλες περιοχές που ανήκαν στην επικράτειά του. Η επιστολή του Δαρείου στον Αλέξανδρο
Ενώ ο Αλέξανδρος βρισκόταν στη Μάραθο, δέχτηκε δύο πρέσβεις του Δαρείου: τον Μενίσκο και τον Αρσίμα που μετέφεραν επιστολή του Μεγάλου Βασιλέως προς τον Μακεδόνα στρατηλάτη, με την οποία του ζητούσε να απελευθερώσει την οικογένειά του και εξιστορούσε τις σχέσεις των Περσών βασιλιάδων με το βασίλειο της Μακεδονίας.
Ο Αλέξανδρος απάντησε επίσης με επιστολή, την οποία μετέφερε στον Δαρείο ο Θέρσιππος, που πήγε στον Πέρση βασιλιά μαζί με τον Μενίσκο και τον Αρσίμα. Σ’ αυτήν ο Μακεδόνας βασιλιάς αναφέρει πρώτα την αδικία που έκαναν τον περασμένο (5ο π.Χ.) αιώνα οι Πέρσες καθώς επιτέθηκαν άδικα εναντίον της Ελλάδας. Συνεχίζει γράφοντας ότι ο ίδιος «των Ελλήνων ηγεμών κατασταθείς» ανέλαβε την εκστρατεία στην Ασία για να τιμωρήσει τους Πέρσες για όσα είχαν κάνει στο παρελθόν. Τους κατηγορεί επίσης ότι χρηματοδότησαν τις αντιμακεδονικές παρατάξεις στις ελληνικές πόλεις και έπαιξαν συντονιστικό ρόλο στις ενέργειες για τη δολοφονία του Φίλιππου, για την οποία μάλιστα πανηγύρισαν.
Επίσης κατά την παραμονή του στη Μάραθο ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε ότι ο Παρμενίων κατέλαβε τη Δαμασκό και πήρε τους βασιλικούς θησαυρούς των Περσών που βρίσκονταν στην πόλη. Αυτό αποτελούσε μια τονωτική ένεση για το μακεδονικό ταμείο και οι οικονομικές δυσκολίες που είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται μπορούσαν πλέον να αντιμετωπιστούν.
Στον δρόμο προς την Τύρο
Φεύγοντας από τη Μάραθο ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τη Βύβλο που του παραδόθηκε και ύστερα προς τη Σιδώνα, οι κάτοικοι της οποίας τον κάλεσαν οι ίδιοι, καθώς έτρεφαν έντονη αντιπάθεια προς τους Πέρσες και τον Δαρείο. Μετά απ’ αυτό ο Αλέξανδρος όπως συνήθιζε επέτρεψε στους κατοίκους της να διατηρήσουν το πολίτευμά τους, τη θρησκεία, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής τους. Η Σιδώνα γνώρισε μεγάλη ακμή τα επόμενα χρόνια.
Κατευθυνόμενος προς την Τύρο ο Αλέξανδρος συνάντησε πρέσβεις που είχε στείλει η πόλη για να του δηλώσουν ότι αποφάσισαν να δεχτούν τις εντολές του. Ο βασιλιάς Αζέμλικος έλειπε, καθώς πολεμούσε στο πλευρό του Πέρση ναύαρχου Αυτοφραδάτου, όμως στην πρεσβεία μετείχε ο γιος του. Ο Αλέξανδρος τους ζήτησε να πουν στους κατοίκους της Τύρου ότι ήθελε να μπει μέσα στην πόλη για να θυσιάσει στον ναό του Μέλκαρτ, που οι Έλληνες ταύτιζαν με τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής εθεωρείτο ως ο μυθικός πρόγονος της μακεδονικής δυναστείας και εύλογα ο Αλέξανδρος ήθελε να θυσιάσει όπου υπήρχε ιερό του.
Οι Τύριοι δεν του επέτρεψαν να κάνει κάτι τέτοιο λέγοντάς του πως δεν επέτρεπαν την πρόσβαση στο ναό ούτε στον ίδιο αλλά ούτε και στους Πέρσες. Όπως παρατηρεί ο Ulrich Wilcken στο βιβλίο του «Alexander the Great» (1931), αν οι Τύριοι πρέσβεις ικανοποιούσαν το αίτημα του Αλέξανδρου, αυτό θα σήμαινε ότι τον αναγνώριζαν σαν βασιλιά τους. Μάλιστα και ο δάσκαλος του Αλέξανδρου, Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά» (III, 1285b) του, εξετάζει τα αρχαία ελληνικά βασίλεια και λέει ότι μόνο οι βασιλιάδες τους είχαν το δικαίωμα να προΐστανται στις θυσίες. Πάντως οι Τύριοι πρότειναν στον Αλέξανδρο να θυσιάσει στο περίφημο ιερό του Μέλκαρτ που βρισκόταν στην Παλαιά Τύρο. Όμως εκείνος έξαλλος δεν δέχτηκε και έδιωξε τους πρέσβεις.
Σε ομιλία του προς τους αξιωματικούς του τόνισε ότι μοναδικός και άμεσος στόχος τους ήταν πλέον η κατάληψη της Τύρου. Ο Αρριανός σημειώνει ότι εκείνο το βράδυ ο Αλέξανδρος είχε δει ένα όνειρο το οποίο θεωρήθηκε προφητικό: πλησίασε στα τείχη της Τύρου ο Ηρακλής που του έδωσε το δεξί του χέρι και τον οδήγησε στην Τύρο. Ο μάντης Αρίστανδρος, τον οποίο εμπιστευόταν τυφλά ο Αλέξανδρος καθώς είχε πει στον Φίλιππο ότι θα γεννήσει λιοντάρι και βρισκόταν πάντα δίπλα στον νεαρό βασιλιά, έδωσε την εξής ερμηνεία: η Τύρος θα κυριευόταν με κόπο, όπως με μόχθο ο Ηρακλής πραγματοποίησε τους άθλους του: «Και γαρ και μέγα έργον της Τύρου η πολιορκία εφαίνετο».
Η Τύρος
Η Τύρος ήταν χτισμένη σε νησί που βρισκόταν 3,5 χλμ ΒΔ από την παλαιά Τύρο και εκτεινόταν παράλληλα προς την ακτή από την οποία απείχε στο νοτιότερο σημείο, κατά τον Διόδωρο, 700 μέτρα. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, η περιφέρειά της έφτανε τα 4 χλμ και είχε δύο λιμένες: τον Σιδώνιο προς τα ΒΑ και τον Αιγύπτιο προς τα ΝΑ. Τα σπίτια της ήταν πολυώροφα και κοντά το ένα στο άλλο για εξοικονόμηση χώρου. Περιβαλλόταν από πολύ ισχυρά τείχη, πολύ ψηλά σε όλες τις πλευρές, ιδιαίτερα στην ανατολική, απέναντι δηλαδή από την ακτή, όπου κατά τον Αρριανό το ύψος τους ήταν 150 πόδια, δηλαδή 50 μέτρα περίπου.
Η κατάληψη της Τύρου ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Επρόκειτο για νησί άριστα οχυρωμένο με ναυτική δύναμη από 80 τριήρεις κατά τον Διόδωρο και τους Πέρσες να είναι κυρίαρχοι στις θάλασσες, καθώς ο Αλέξανδρος δεν είχε ακόμα στόλο. Παράλληλα οι Τύριοι είχαν μεγάλο αριθμό πολεμιστών κυρίως μισθοφόρων, άφθονα μηχανήματα («δαψιλείαν καταπελτών και των άλλων μηχανών των προς πολιορκίαν χρησίμων») και πολλούς τεχνίτες-μηχανοποιούς. Επίσης πίστευαν ότι θα τους έστελνε βοήθεια και η παλαιά τους αποικία στην Αφρική, η Καρχηδόνα.
Η πολιορκία της Τύρου από τους Μακεδόνες ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 332 π. Χ. Οι Τύριοι πίστευαν ότι θα καθυστερούσαν πολύ τον Αλέξανδρο έτσι ώστε να ετοιμαστεί ο Δαρείος. Βασικό πλεονέκτημα της άμυνάς τους ήταν η απόσταση των 700 μέτρων από την ακτή. Πώς θα μπορούσαν χωρίς να έχουν πλεούμενα να φτάσουν στην Τύρο οι Μακεδόνες; Ας μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε σε μία εποχή 2.340 ετών πριν. Και εδώ όμως η μεγαλύτερη στρατιωτική ιδιοφυΐα όλων των εποχών, ο Έλληνας Μέγας Αλέξανδρος, βρήκε τη λύση σ’ αυτό το πρόβλημα!
Η Πολιορκία της Τύρου
Για να λύσει αυτό το πρόβλημα, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να κατασκευάσει μόλο, ένα είδος γέφυρας και να μετατρέψει το νησί σε χερσόνησο, ενώνοντας την Τύρο με την απέναντι ακτή. Η κατασκευή του μόλου όμως, ήταν ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Το βάθος της θάλασσας κοντά στο νησί έφτανε τις τρεις οργιές (περίπου 5,5 μέτρα), ενώ ισχυροί νότιοι άνεμοι προκαλούσαν τεράστια κύματα.
Για να βρεθούν μεγάλες πέτρες κατεδαφίστηκαν τα οικοδομήματα της Παλαιάς Τύρου, ενώ η προμήθεια της ξυλείας γινόταν από τον Αντιλίβανο. Αραβικές φυλές, δημιουργούσαν προβλήματα στους Μακεδόνες στρατιώτες που είχαν αναλάβει αυτή τη μεταφορά (Κούρτιος IV, 2, 24).
Ο Αλέξανδρος αφήνοντας ως επικεφαλής των εργασιών για την κατασκευή του μόλου τους Περδίκκα και Κρατερό, ηγήθηκε εκστρατείας εναντίον των Αράβων του Αντιλίβανου, οι οποίοι επιχειρούσαν επιθέσεις από τα βουνά στην πεδιάδα του Ορόντη. Υπέταξε μία φυλή, ενώ με τις υπόλοιπες κατάφερε να υπογράψει συμφωνία. Από τότε οι Άραβες δεν ενόχλησαν ποτέ ξανά τον Αλέξανδρο. Επιστρέφοντας στην Τύρο, ο Αλέξανδρος έβαλε και πολλούς ντόπιους να εργαστούν για την κατασκευή του μόλου. Μάλιστα, έδινε χρήματα στους πιο αποδοτικούς. Το έργο αυτό, από τεχνική άποψη, είχαν αναλάβει ο Διάδης ο Θεσσσαλός, αρχιμηχανικός του Αλέξανδρου με βοηθούς τους Χαρία, Ποσειδώνιο και Φίλιππο.
Οι Τύριοι αρχικά χλεύαζαν τον Αλέξανδρο, που όπως έλεγαν νόμιζε ότι θα φανεί ανώτερος από τον Ποσειδώνα. Όταν είδαν όμως ότι ο μόλος πλησίαζε το νησί τους θορυβήθηκαν ιδιαίτερα. Έστειλαν πολλά γυναικόπαιδα στην Καρχηδόνα, ενώ κινητοποίησαν όλους όσοι ήταν ικανοί να πολεμούν και τους προετοίμαζαν για ναυμαχία και τειχομαχία. Παράλληλα, με τους καταπέλτες και τις μηχανές που διέθεταν ενίσχυσαν την άμυνά τους, κυρίως προς την πλευρά του μόλου. Και όταν η κατασκευή του μόλου προχώρησε τόσο ώστε να βρίσκεται σε ακτίνα βολής από το νησί, τόσο από καταπέλτες μέσα από την πόλη όσο και με πλοία επανδρωμένα με τοξότες και σφενδονίτες, έβαλλαν εναντίον των εργαζομένων στον μόλο, προξενώντας τους σοβαρές απώλειες. Και πάλι όμως, ο Αλέξανδρος βρήκε τρόπο και απάντησε. Κατασκευάστηκαν και στήθηκαν στην άκρη του μόλου δυο κινητοί ξύλινοι πύργοι, ψηλοί όσο και τα τείχη της Τύρου και σ’ αυτούς τοποθετήθηκαν παραπετάσματα από δέρμα, ώστε να προστατεύουν και αυτούς που βρίσκονταν μέσα στους πύργους, αλλά και τους εργαζόμενους στο επίχωμα.
Οι πύργοι αυτοί, πιθανότατα ήταν οι ψηλότεροι που έχουν κατασκευαστεί ποτέ. Είχαν ύψος 45-53 μέτρα και 20 ορόφους. Ωστόσο οι Τύριοι δεν το έβαλαν κάτω. Γέμισαν με εύφλεκτες ύλες ένα ιππαγωγό (μεταφορικό πλοίο αλόγων) τους και το μετέτρεψαν σε πυρπολικό. Με τη συνοδεία και τη σύμπραξη πολεμικών πλοίων, πλησίαζαν στον μόλο και μετέδωσαν τη φωτιά στους πύργους. Παράλληλα τοξότες από τα πλοία χτυπούσαν αδιάκοπα όσους προσπαθούσαν να σβήσουν τις πυρκαγιές. Έτσι, πολλοί Τύριοι βρήκαν την ευκαιρία ν’ ανέβουν στον μόλο και να καταστρέψουν τις οχυρώσεις και άλλες μηχανές, διαλύοντας ουσιαστικά ό,τι είχε φτιαχτεί ως τότε. Και πάλι όμως ο Αλέξανδρος δεν πτοήθηκε. Κατάλαβε ότι έπρεπε ο μόλος να έχει μεγαλύτερο πλάτος για να μπορούν να τοποθετηθούν περισσότεροι πύργοι και μηχανές.
Ώσπου να γίνουν όλα αυτά, πήγε με τους υπασπιστές του και τους Αγριάνες στη Σιδώνα, για να μπορέσει να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες τριήρεις μπορούσε. Είχε καταλάβει ότι όσο οι Τύριοι κυριαρχούν στη θάλασσα, η κατάληψη της πόλης τους ήταν ανέφικτη. Πραγματικά, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό πλοίων.
Οι βασιλιάδες της Αράδου Γηρόστρατος και της Βύβλου Ένυλος, που πολεμούσαν στο πλευρό του Πέρση ναύαρχου Αυτοφραδάτη, μόλις έμαθαν ότι οι πόλεις τους κατέχονταν πλέον από τον Αλέξανδρο επέστρεψαν στις πατρίδες τους με τους στόλους τους και τους έθεσαν στη διάθεσή του. Το ίδιο έγινε και με τις τριήρεις των Σιδωνίων. Συνολικά 80 φοινικικά πλοία, αποτελούσαν πλέον του στόλο των Μακεδόνων. Ακολούθησαν 10 τριήρεις από τη Ρόδο, 3 από τους Σόλους και τους Μαλλούς, καθώς και 10 από τη Λυκία.
Σύντομα έφτασε και μία πεντηκόντορος από τη Μακεδονία με κυβερνήτη τον Πρωτέα του Ανδρονίκου. Ο μακεδονικός στόλος, απαρτιζόταν πλέον από 104 πλοία. Μια σημαντική ενίσχυση από 100 κυπριακά πλοία, ανέβασε τη δύναμη του στόλου σε 224 πλοία.
Όταν έφθασε στη Σιδώνα, ο Αλέξανδρος βρήκε να έχουν φτάσει ο Κλέανδρος ο Πολεμοκράτους με 4.000 Πελοποννήσιους μισθοφόρους. Ο στόλος ετοιμάστηκε και έφτασε πλέον η ώρα για την τελική πολιορκία της Τύρου…
Η τελευταία φάση της πολιορκίας
Μόλις ετοιμάστηκε ο στόλος, ο Αλέξανδρος επιβίβασε στα πλοία μέρος των υπασπιστών και απέπλευσε από τη Σιδώνα με κατεύθυνση την Τύρο. Στο δεξιό μέρος της παράταξης ήταν ο ίδιος με τους Φοίνικες και τους βασιλείς των Κυπρίων, εκτός από τον Πνυταγόρα που ήταν στο αριστερό μέρος με τον Κρατερό. Στην Τύρο, είχε επιστρέψει ο βασιλιάς της Αζέμιλκος.
Όταν οι Τύριοι είδαν το πλήθος των πλοίων του Αλέξανδρου, φοβήθηκαν να ναυμαχήσουν. Έκλεισαν τον στόλο στα λιμάνια τους και έφραξαν τις εισόδους τους με τριήρεις τη μία δίπλα στην άλλη. Ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή να αποκλειστούν και τα δύο λιμάνια της Τύρου. Ο ερχομός Φοινίκων και Κυπρίων στο πλευρό του, εκτός από όλα τα άλλα, είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί μηχανοποιοί και άλλοι τεχνίτες να προστεθούν στους ήδη υπάρχοντες και να κατασκευαστούν πολλές μηχανές, οι οποίες τοποθετήθηκαν σε ιππαγωγά πλοία και σε αργές τριήρεις και χρησιμοποιήθηκαν σε επιθέσεις εναντίον των τειχών της Τύρου. Οι Τύριοι απαντούσαν με πυρφόρα βέλη, ενώ για να εμποδίσουν τα πλοία με τις μηχανές, έριχναν πέτρες στη θάλασσα. Τελικά, τα πλοία του Αλέξανδρου, αφού αντικατέστησαν τα σχοινιά των αγκυρών με αλυσίδες, έδεσαν με βρόχους τις πέτρες και τις απομάκρυναν.
Οι Τύριοι επιχείρησαν επιδρομή εναντίον του στόλου των Κυπρίων καθώς οι ναύτες ήταν σκορπισμένοι στην ακτή, ενώ ο Αλέξανδρος που ήταν μαζί με τους Φοίνικες, αποχωρούσε στη σκηνή του. Με τρεις πεντήρεις, τρεις τετρήρεις και επτά τριήρεις, οι Τύριοι επιτέθηκαν στους Κύπριους, βυθίζοντας την πεντήρη του βασιλιά της Σαλαμίνας Πνυταγόρα, την πεντήρη του βασιλιά της Αμαθούντος Ανδροκλή και την πεντήρη του βασιλιά του Κουρίου Πασικράτη, ενώ άλλα πλοία τα ωθούσαν προς την ακτή και τα κατέστρεφαν.
Εκείνο το μεσημέρι ο Αλέξανδρος δεν πήγε στη σκηνή του και γύρισε σύντομα στον στόλο. Έτσι βρέθηκε στο πλοίο του όταν αντιλήφθηκε την επιδρομή των Τυρίων και επιτέθηκε εναντίον τους. Αφού έδωσε εντολή να αποκλεισθεί ο Αιγύπτιος λιμένας, με μια αιφνιδιαστική κίνηση επιτέθηκε εναντίον των Τυρίων που είχαν φέρει τους Κύπριους σε δύσκολη θέση και τους προκάλεσε μεγάλες καταστροφές.
Μόνο λίγα πλοία έμειναν αλώβητα, ενώ τα μέλη των πληρωμάτων που βυθίστηκαν, έφτασαν κολυμπώντας στην πόλη της Τύρου. Στην Τύρο άρχισε να επικρατεί πανικός. Πολλοί κάτοικοι είδαν ένα όνειρο (διαφορετικός ο τρόπος που το παρουσιάζουν ο Διόδωρος, ο Πλούταρχος και ο Κούρτιος). Όλοι συμφωνούν πάντως, ότι, στο όνειρο, ο Απόλλωνας είπε ότι θα φύγει από την Τύρο καθώς δεν του άρεσαν όσα συνέβαιναν τότε εκεί.
Οι Τύριοι έδεσαν το άγαλμα του Απόλλωνα με χρυσούς ιμάντες με τη βάση του πιστεύοντας ότι έτσι θα εμποδίσουν τη φυγή του. Κατά τον Κούρτιο, τύλιξαν το άγαλμα με χρυσές αλυσίδες στη βάση του και το πρόσδεσαν στον βωμό του Ηρακλή, στον οποίο ήταν αφιερωμένη η πόλη τους, ελπίζοντας ότι αυτός θα συγκρατούσε τον Απόλλωνα.
Από την άλλη πλευρά, και ο Αλέξανδρος, κατά τον Πλούταρχο είδε ένα όνειρο. Ένας σάτυρος περιγελούσε αρχικά τον Αλέξανδρο, εκείνος προσπάθησε να τον πιάσει, ο σάτυρος ξέφευγε, τελικά έπεσε στα χέρια του Αλέξανδρου. Οι μάντεις ερμήνευσαν το όνειρο αναλύοντας τη λέξη «σάτυρος», χωρίζοντάς την σε σα και Τύρος, δηλαδή «δική σου θα γίνει η Τύρος».
Η κατάληψη της Τύρου
Ο Αλέξανδρος δοκίμασε να επιτεθεί αρχικά από την πλευρά του μόλου, όμως οι Τύριοι είχαν ενισχύσει την άμυνά τους εκεί και η επίθεση απέτυχε. Στη συνέχεια έκανε νέα προσπάθεια από τη θάλασσα, με φορτωμένα σε πλοία μηχανήματα στην πλευρά του τείχους προς τα ΒΑ, κι εκεί όμως χωρίς αποτέλεσμα. Μετέφερε τελικά τα πλοία με τα μηχανήματα στη νότια πλευρά του τείχους όπου πέτυχε ν’ ανοιχτεί ρήγμα. Τοποθέτησε σ’ αυτό γέφυρες κι επιχείρησε να το καταλάβει. Οι Τύριοι όμως απέκρουσαν εύκολα τις επιθέσεις των Μακεδόνων καθώς έγιναν με μικρές δυνάμεις.
Τρεις μέρες αργότερα και αφού επικράτησε νηνεμία, ο Αλέξανδρος επιχείρησε νέα επίθεση με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις στο ίδιο σημείο. Παράλληλα, έδωσε την εντύπωση ότι θα γίνουν επιθέσεις κι από άλλα σημεία. Στο μέρος του τείχους που είχε γκρεμιστεί, αγκυροβόλησαν δυο πλοία. Στο ένα είχαν επιβιβαστεί οι υπασπιστές, με επικεφαλής τον Άδμητο και στο άλλο οι πεζέταιροι του Κοίνου, που μετέφεραν γέφυρες στο γκρεμισμένο τείχος για να διευκολυνθεί η κατάληψή του. Παράλληλα οι Φοίνικες επιτέθηκαν στον Αιγύπτιο λιμένα και οι Κύπριοι στον Σιδώνιο, ενώ άλλα πλοία επανδρωμένα με τοξότες και εφοδιασμένα με καταπέλτες, περιέπλεαν το τείχος και στέκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση, χωρίς να φανερώνουν πού ακριβώς θα επιτεθούν.
Επίσης και στον μόλο επιτέθηκαν στρατεύματα του Αλέξανδρου για να απασχολήσουν τους Τύριους. Αυτό προκύπτει από τη διήγηση του Διόδωρου καθώς ο Αρριανός δεν το αναφέρει. Μόλις τοποθετήθηκαν οι γέφυρες στο γκρεμισμένο τμήμα του τείχους, ανέβηκαν οι υπασπιστές με επικεφαλής τον Άδμητο. Ακολούθησε ο Αλέξανδρος, που συνήθιζε να είναι μπροστάρης στις μάχες. Λίγο αργότερα, ο Άδμητος σκοτώθηκε από χτύπημα λόγχης, όμως ο Αλέξανδρος πλέον είχε καταλάβει το τείχος και σύντομα κυρίευσε τους πύργους και τα μεταπύργια. Με τους συμπολεμιστές του κατευθύνθηκε προς τα βασιλικά ανάκτορα.
Στο μεταξύ, οι Φοίνικες κατέλαβαν τον Αιγύπτιο λιμένα και κατέστρεψαν τα πλοία που βρίσκονταν εκεί, ενώ και οι Κύπριοι κατέλαβαν το Σιδώνιο λιμάνι. Οι Τύριοι βλέποντας ότι οι Μακεδόνες καταλαμβάνουν το ένα μετά το άλλο τα σημεία της πόλης, συγκεντρώθηκαν στο Αγηνόριο, ανασυντάχθηκαν και προσπάθησαν να αντεπιτεθούν.
Ο Αλέξανδρος επιτέθηκαν εναντίον τους και τους συνέτριψε. Στο μεταξύ μπήκαν στην πόλη οι πεζέταιροι του Κοίνου και άλλοι Μακεδόνες στρατιώτες. Ακολούθησε εξόντωση των Τυρίων σε μεγάλη έκταση: «οργή γαρ εχώρουν επί παν οι Μακεδόνες», γράφει ο Αρριανός. Είχε προηγηθεί όμως μία βάρβαρη πράξη των Τυρίων: ανέβασαν αιχμαλώτους στο τείχος, για να φαίνονται από το στρατόπεδο του Αλέξανδρου και αφού τους έσφαξαν, τους πέταξαν στη θάλασσα. Ωστόσο ο Αλέξανδρος σεβάστηκε το ιερό του Ηρακλή και άφησε ελεύθερους τον βασιλιά Αζέμιλκο, πολλούς επιφανείς Τύριους και θεωρούς(απεσταλμένους) Καρχηδόνιους που είχαν καταφύγει σ’ αυτό.
Τους υπόλοιπους όμως κατοίκους και μισθοφόρους, 30.000 περίπου, τους εξανδραπόδισε. Σύμφωνα με τον Αρριανό, οι Τύριοι είχαν 8.000 νεκρούς, ενώ οι Μακεδόνες τον Άδμητο και 20 υπασπιστές κατά την τελική επίθεση και 400 συνολικά στη διάρκεια της πολιορκίας. Μετά από επτάμηνη πολιορκία, τον Εκατομβαιώνα (Ιούλιο του 332 π.Χ., η Τύρος έπεσε στα χέρια του Αλέξανδρου. Όταν η τάξη αποκαταστάθηκε ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσία στον Ηρακλή και διοργάνωσε γυμναστικούς αγώνες και λαμπαδηδρομίες για να γιορτάσει τη νίκη του. Ανάλογο γεγονός στην αρχαιότητα με την πολιορκία της Τύρου , είχε να συμβεί από το 398 π.Χ. (πολιορκία της Μοτύης από τον Διονύσιο). Η πολιορκία της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (305 π.Χ.), αν και έγινε σε μεγαλύτερη κλίμακα, απέτυχε και άλλωστε δεν είχε τόσο μεγάλη στρατιωτική και πολιτική σημασία, όση αυτή της Τύρου.
Ο Διόδωρος (XVII, 46,4) γράφει ότι μετά την πολιορκία, ο Αλέξανδρος απαγχόνισε 2.000 νεαρούς Τύριους, ο Κούρτιος (IV, iv, 17) γράφει ότι τους σταύρωσε. Όμως ο Tarn στο έργο του «Alexander the Great» (και όχι «Megalekos»…) (τόμος II, σελ. 82) το αναιρεί. Τέλος, ο Κούρτιος μόνο (IV, iv, 16), γράφει ότι οι Σιδώνιοι από συμπόνια έσωσαν 15.000 Τύριους κρύβοντάς τους στα πλοία τους. Η ενέργεια αυτή δεν μνημονεύεται αλλού. Πάντως και ο αριθμός (15.000) φαντάζει υπερβολικός.
Υπήρχαν πολλές στιγμές, που ο Αλέξανδρος σκέφτηκε να εγκαταλείψει την πολιορκία της Τύρου και να φύγει για την Αίγυπτο. Γνώριζε όμως ότι το τελευταίο αυτό στήριγμα των Περσών στην περιοχή, είχε πολύ μεγάλη στρατηγική σημασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις μάχες του Γρανικού και της Ισσού έχασε λιγότερους στρατιώτες, ενώ στην πολιορκία της Αλικαρνασσού μόνο 40! Βασιλιάς της Τύρου, ορίστηκε ο, Σιδώνιος, φιλικά προσκείμενος προς τους Μακεδόνες Αβδαλώνυμος.
Ο Αλέξανδρος με τα στρατεύματά του κατευθύνθηκαν προς την Αίγυπτο. Οι πόλεις της Φιλισταίας τάχθηκαν με το μέρος του, ενώ μόνο η Γάζα που διοικούσε ο Πέρσης ευνούχος Βάτης αντιστάθηκε. Ίσως σε μελλοντικό άρθρο μας, ασχοληθούμε και με αυτή την πολιορκία που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον…
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. Δ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Β. ΓΚΑΦΟΥΡΟΦ – Δ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑ, 2003. J.F.C. FUCLER, «Η ΙΔΙΟΦΥΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ» ,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ, 2004. protothema