Μέγας Αλέξανδρος Άορνος Πέτρα Ελλάδα: Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι τού 327 π.χ καί ο Αλέξανδρος εγκατέλειψε τή Βακτρία, καί διαμέσου τού περάσματος τού Shibar, διέσχισε τό Ινδοκούς.
Μέ πορεία δίχως ιδιαίτερα προβλήματα έφτασε στό σημερινό Begram.Βάδισε κατά μήκος τού ποταμού Κωφήνα (Καμπούλ), κι έπειτα σέ δύο παρατάξεις βάδισε κατά μήκος τού σημερινού δρόμου μεταξύ Καμπούλ καί Τζαλαλαμπάντ.
Mπροστά του τώρα υψώνεται η ύψιστη πρόκληση : η ΑΟΡΝΟΣ ΠΕΤΡΑ. ” Ο βράχος αυτός – γράφει ο Αρριανός - είναι ένα σημαντικό πράγμα σ`αυτόν τόν τόπο, καί υπάρχει σχετικά μ`αυτόν παράδοση ότι ούτε ο Ηρακλής, ο γιός τού Δία, δέν μπόρεσε νά τόν κατακτήσει. ” Η περιφέρεια μέν τού βράχου λέγουν ότι είναι 200 στάδια ( 23.000 μέτρα ), τό δέ ύψος αυτού,στό μέρος πού είναι τό πιό χαμηλό του σημείο, είναι έντεκα στάδια ( 1265 μέτρα ), ενώ γιά τήν ανάβαση σ`αυτόν υπήρχε έναμόνο στενό πέρασμα χειροποίητο καί κακοτράχαλο. Η πολιορκία ήταν αιματηρή καί η αντίσταση λυσσαλέα.
Οι πολιορκημένοι – γράφει ο Αρριανός – έμειναν έκθαμβοι μέ τήν απερίγραπτη τόλμη τών Μακεδόνων ” έπρεπε νά πραγματοποιηθεί πάση θυσία ” η εκπόρθηση.Επί επτά ημερόνυκτα έμάχοντο σκληρά οί Ελληνες προκειμένου νά εκπορθήσουν τό ” απόρθητο τούτο φρούριο”.
Ο διάσημος Άγγλος αρχαιολόγος Sir Aurel Stein περιγράφει στο παρακάτω άρθρο ένα δραματικό επεισόδιο, μια συγκλονιστική ανακάλυψη, που είχε συμβεί στις Ινδίες κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του προς χάριν των αρχαιολογικών ερευνών του.
«Όταν βρισκόμουν στα βορειοδυτικά σύνορα της Ινδίας, στην περιοχή του Σβατ, κάτω από τα δυτικά Ιμαλάια, άκουγα πάντα με εντεταλμένη προσοχή κάθε φορά που γινόταν λόγος για τον «Μεγάλο Σουλτάνο του Σικαντέρ», δηλαδή του μυθικού ήρωα της μωαμεθανικής έκδοσης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε τούτο τον τόπο, άλλωστε, ο τρανός Μακεδόνας Στρατηλάτης έδωσε μια από τις σπουδαιότερες μάχες του.
Σε μικρή απόσταση κείται η Μασσάγκα, η μεγαλύτερη πόλη της περιφέρειας, καθώς και η θρυλική Άορνος Πέτρα, η πιο οχυρωμένη περιοχή ολόκληρης της Ινδίας. Το αφιλόξενο, βραχώδες και σκληρό της έδαφος υπήρξε το θέατρο ενός από των κρατερότερων πολεμικών συγκρούσεων, που διεξήχθησαν ποτέ παγκοσμίως.
Η χώρα είναι στο μέρος τούτο άγρια, άξενη και εχθρική. Μέχρις εσχάτων οι αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή αυτή εμποδίζονταν από το μένος και την απειλή των ιθαγενών. Μα, ο σημερινός άρχοντας, ο Μιαγκούλ, κατόρθωσε με την αυστηρή, αλλά και δίκαιη διοίκησή του να αποκαταστήσει την τάξη και την ηρεμία.
Ο άρχοντας Μιαγκούλ είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για το έργο μου και έθεσε, μάλιστα, στη διάθεσή μου μια συνοδεία από εξήντα ένοπλους άντρες, για να με προστατεύουν εναντίον ενδεχόμενων ενοχλήσεων εκ μέρους των ορεσίβιων κατοίκων, που φημίζονταν για τις ληστρικές τους επιθέσεις. Θεωρούνταν βάρβαροι και δολοφόνοι.
Κι όμως, επικρατούσε απολυτή ησυχία και η σωματοφυλακή μου έμοιαζε περισσότερο με τιμητική φρουρά παρά με σώμα ασφαλείας.
Η τιμή αυτή, πάντως, έμελλε να αποβεί αργότερα επιβαρυντική. Διότι, στους άγριους εκείνους ορεινούς τόπους, η συντήρηση τόσων ανθρώπων αποτελούσε πρόβλημα δυσεπίλυτο. Παρατηρώντας με τεράστια ανησυχία τη μικρή μου φρουρά, έφερνα στη μνήμη μου τον Μεγάλο Αλέξανδρο με ακόμη μεγαλύτερο θαυμασμό, ο οποίος συνοδευόταν από τριάντα χιλιάδες άντρες και το ανάλογο υπηρετικό προσωπικό.
Αλλά, ως γνωστόν, οι Μακεδόνες ήταν ισχυροί και λιτοδίαιτοι άντρες. Μπορούσαν να επιβιώσουν με τα γλισχρότερα μέσα, ήταν συνηθισμένοι να κοιμούνται πάνω στη σκληρή γη και έδειχναν απίστευτη υπομονή και εγκαρτέρηση.
Όταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας εγκατέλειψε την Περσία, έστρεψε τα νώτα του προς τις Ινδίες και έφτασε στην εύφορη πεδιάδα του ποταμού Σβατ.
Στην εκστρατεία, η οποία διήρκεσε μόνο λίγους μήνες, ο Μακεδόνας Στρατηλάτης υπέταξε στο διάβα του μια ατελεύτητη σειρά από πόλεις μεταξύ του Πουσκαλαβάτι και Ινδού ποταμού, όπου και επιτέλεσε άθλο αντάξιο του Ηρακλή.
Κατέλαβε, λοιπόν, το άπαρτο φρούριο, το λεγόμενο Άορνος Πέτρα, το οποίο βρισκόταν πάνω στην κορυφή ενός βουνού κακοτράχαλου και απροσπέλαστου, ύψους άνω των 2.000 μέτρων, εκεί «που δεν υπήρχαν τα πουλιά» λόγω μεγάλου υψόμετρου, όπως είναι και η ετυμολογία της λέξης «άορνος». Το φρούριο αυτό νοούνταν ανάλωτο και απόρθητο.
Οι παλαιοί Έλληνες ιστοριογράφοι διηγούνταν με υπερηφάνεια την ιστορία του επικού τούτου κατορθώματος. Αλλά, οι νεότεροι ιστορικοί εξέφρασαν αμφιβολίες περί της αληθινής τοποθεσίας, στην οποία αναφέρεται η ένδοξη εκείνη μάχη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου και κατέλαβε εν τέλει το φοβερό άπαρτο φρούριο.
Κατόπιν μακράς και κοπιώδους πορείας κατά μήκος της πεδιάδας, η οποία εκτείνεται από τον χωρισμό των υδάτων Σβατ προς τον Ινδό ποταμό, άρχισα, αναχωρώντας από το χωριό Ουπάλ, τις έρευνές μου για την ανεύρεση του μυστηριώδους οχυρού. Αλλά ούτε στο Πατάν, ούτε στο Γκουμάρ κατάφερα να εντοπίσω μέσα στους λαϊκούς μύθους και στις τοπικές τους παραδόσεις την ελάχιστη μνεία στον Μεγάλο Σουλτάνο Σικαντέρ.
Όμως, μια μέρα, καθώς συνομιλούσα με τον οδηγό μου, τον Μαχμούτ, μου ανέφερε όλως τυχαίως το βουνό Ούνα, που ήταν η υψηλότερη κορυφή της οροσειράς Ουπάλ. Ούνα! Με κατέλαβε τεράστια συγκίνηση. Η λέξη «Ούνα», προφερόμενη με το ινδικό ν, που ομοιάζει με το ελληνικό ρ, θα μπορούσε κάλλιστα λοιπόν να αναφέρεται στη λέξη «Άορνος».
Μοναδικός σκοπός μου πια ήταν να φτάσω σε εκείνη την απομακρυσμένη περιοχή. Μια νύχτα, γύρω στα τέλη Απριλίου του 1926, πατήσαμε επιτέλους την αδιάβατη κορυφή. Σφοδρός άνεμος έπληττε τη σκηνή μου και δε με άφηνε να κοιμηθώ. Όταν ξημέρωσε η ποθητή αυγή, η αναζήτηση ξεκίνησε.
Μετά από τριήμερη έρευνα σχημάτισα την πεποίθηση ότι εντόπισα τη θέση όπου βρισκόταν τελικά η Άορνος Πέτρα. Και είναι καταπληκτική η ακρίβεια με την οποία συμφωνούν με την πραγματικότητα οι τοπογραφικές λεπτομέρειες, τις οποίες περιγράφει ο ιστορικός και γεωγράφος Φλάβιος Αρριανός σχετικά με την έφοδο κατά του φρουρίου.
Εδώ, πάνω στην κορυφή του όρους Ούνα, μπορούσα εύκολα να φανταστώ τον Πτολεμαίο και τις μακεδονικές στρατιωτικές δυνάμεις, με τις οποίες προσέβαλε το άπαρτο οχυρό στο ασθενέστερο σημείο του. Εκεί βρισκόταν το βάραθρο, όπου μέσα στους πυκνούς του θάμνους ο Αλέξανδρος αποφάσισε ευφυώς να κρύψει τους στρατιώτες του, προκειμένου να αιφνιδιάσει τους αντιπάλους του.
Όταν ανηφόριζα τα πρανή του απόκρημνου βουνού, προχωρώντας συχνά πάνω στα γόνατά μου και στηριζόμενος στα χέρια μου, αναλογιζόμουν τι θα σήμαινε για τους Μακεδόνες πολεμιστές με τις βαριές πανοπλίες τους η άνοδος αυτή.
Κανένας νεότερος στρατηγός δε θα αποτολμούσε ποτέ ένα παρόμοιο εγχείρημα, να επιτεθεί δηλαδή κατά θέσεως τόσο προστατευμένης και οχυρωμένης από την ίδια τη Φύση και δε θα πειθόταν εκ των προτέρων ότι μια τέτοια απόπειρα κατάληψης με έφοδο θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία και θα στοίχιζε ανωφελείς θυσίες σε ανθρώπινες υπάρξεις.
Αλλά ότι ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να καταλάβει το ανάλωτο φρούριο Άορνος Πέτρα είναι αναμφισβήτητο και ότι το φρούριο αυτό εντοπίζεται στην περιοχή του Πιρ-Σαρ αποδεικνύεται από τις τοπογραφικές λεπτομέρειες, όπως αυτές είχαν περιγραφτεί από τους ιστοριογράφους.
Επίσης, είναι αξιοθαύμαστη η ακρίβεια με την οποία η Ελληνική παράδοση διατήρησε τη μνήμη του συνταρακτικού για την εποχή πολεμικού άθλου για πεντακόσια ολόκληρα χρόνια μετά τη μνημειώδη πολιορκία, οπότε και καταγράφηκε από τον Φλάβιο Αρριανό».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», στις 11/05/1930 / strangepress.gr