Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουµε ότι τα δύο τελευταία χρόνια συνέβη το σηµαντικότερο γεγονός του 21ου αιώνα έως σήµερα, που ξεπέρασε ακόµα και τη µεγάλη οικονοµική ύφεση του 2008. Η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιµέτωπη µε µια πανδηµία, την πρώτη σε ένα διάστηµα πέραν των 100 χρόνων, µε τις τελευταίες ενδείξεις να συνηγορούν προς µια έξοδο από την πανδηµία της COVID-19 ίσως και εντός του 2022.
Η επιστήµη θριάµβευσε, αλλά, όπως συµβαίνει σε όλα τα µεγάλα επιστηµονικά επιτεύγµατα, υπήρξε παραπληροφόρηση και πολλές επακόλουθες αποτυχίες στην πορεία. Θεωρώ πως, ως επί το πλείστον, το ευρύ κοινό απέκτησε µεγαλύτερη κατανόηση και εκτίµηση για τον κεντρικό ρόλο της επιστήµης για την ανάπτυξη και, ειδικότερα, για την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισµού όπως τον γνωρίζουµε. Και δεν διαθέτουµε “ούτε λεπτό για χάσιµο”.
Η νέα και σηµαντικότερη πρόκληση στο κατώφλι της ανθρωπότητας είναι εκείνη της Κλιµατικής Αλλαγής του πλανήτη. Παρά το γεγονός πως η αναγνώριση του ανθρωπογενούς παράγοντα στη δηµιουργία και εξέλιξη του φαινοµένου πραγµατοποιήθηκε στα µέσα της δεκαετίας του 1970, τα επιστηµονικά δεδοµένα ήταν ανεπαρκή, οι επικριτές ήταν πολλοί και οι οικονοµικές και κοινωνικές επιπτώσεις για τις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες, στον βαθµό που εκείνες θα µπορούσαν να εκτιµηθούν, ήταν πολύ οδυνηρές για να τις αναλογιστούµε. Ακολούθησαν, έτσι, τέσσερις δεκαετίες όπου το ζήτηµα έλαβε διαστάσεις πολιτικής εκµετάλλευσης, κάτι που ισχύει ακόµα και σήµερα, π.χ. η “κινεζική απάτη” (και άλλα παρόµοια επίθετα) σε κάθε γωνιά της Γης. Η δηµοσίευση της έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιµατική Αλλαγή του ΟΗΕ στις 6 Αυγούστου (https://www.ipcc.ch/report/sixth-assessment-report-working-group-i/), µε τίτλο “Climate Change 2021: The Physical Science Basis”, βάζει ένα τέλος στις αµφιβολίες για την ορθότητα της επιστηµονικής βάσης. Επιπλέον, ποικίλα κατακλυσµιαία γεγονότα, από καταστροφικές πληµµύρες έως ανεξέλεγκτες πυρκαγιές και υψηλές θερµοκρασίες-ρεκόρ σε κάθε γωνιά της Γης, θα πρέπει να πείσουν όσους/-ες διατηρούν ακόµη αµφιβολίες ότι η παγκόσµια θέρµανση ή “Κλιµατική Κατάρρευση” (όρος που εισήχθη από τον Yuval Harari) είναι µια πραγµατικότητα, είναι εδώ για να µείνει, και µπορεί µόνο να γίνει χειρότερη.
Οφείλουµε, συνεπώς, να αναρωτηθούµε: Πώς θα αντιδράσει η ανθρωπότητα σε αυτή την υπαρξιακή απειλή για την επιβίωσή της ως είδος;Οι προτάσεις για λύσεις αφθονούν. Από το θάψιµο του διοξειδίου του άνθρακος (CO2) στο έδαφος, τη χρήση κατόπτρων για την ανάκλαση της ηλιακής ακτινοβολίας στο Διάστηµα, την τροφοδότηση της ατµόσφαιρας µε σωµατίδια για τη δηµιουργία ανακλαστικών νεφών κ.λπ.
Επί της ουσίας, όλες οι προτεινόµενες λύσεις περιλαµβάνουν υψηλού επιπέδου, αλλά και υψηλού ρίσκου τεχνολογίες, καθιστώντας δύσκολη την πρόγνωση τόσο των βραχυπρόθεσµων όσο και των µακροπρόθεσµων συνεπειών τους. Αυτό το άρθρο δεν αποσκοπεί στην αξιολόγηση µέρους ή του συνόλου των προτεινόµενων λύσεων, παρά µόνο σε µία εξ αυτών: Την υπόθεση ότι, στο διηνεκές, η ανθρωπότητα θα µπορεί να µεταναστεύσει σε έναν άλλο πλανήτη, και συγκεκριµένα τον πλανήτη Άρη, ή ακόµα και σε έναν εξωπλανήτη κάποιου “κοντινού” πλανητικού συστήµατος που να προσοµοιάζει τα χαρακτηριστικά του γήινου συστήµατός µας.
Η Αµερικανική Υπηρεσία Διαστήµατος (NASA), όπως και άλλες υπηρεσίες ανά την υφήλιο, διενεργούν µελέτες για εξερευνητικές αποστολές µε ανθρώπινα πληρώµατα στον πλανήτη Άρη. Μια τέτοια αποστολή θα µπορούσε να γίνει εφικτή ύστερα από το έτος 2030. Είναι απαραίτητο, ωστόσο, να γίνει κατανοητή η διάκριση µεταξύ εξερεύνησης και µετανάστευσης ή µακροπρόθεσµων σχεδίων εποικισµού. Η πρώτη περίπτωση αφορά αποστολές µε ανθρώπινα πληρώµατα που θα πατήσουν στον πλανήτη και θα εξερευνήσουν το άµεσο περιβάλλον και το υπέδαφος, θα εξετάσουν τις δυνατότητες χρήσης υδάτινων και ορυκτών πόρων για την επιβίωση και για πυραυλικά καύσιµα, αντίστοιχα, τη δυνατότητα καλλιέργειας φυτών για παραγωγή τροφίµων κ.ά.
Αντίθετα, ο εποικισµός δεν αφορά µόνο την επιβίωση του ανθρώπου σε ένα περιβάλλον γεµάτο προκλήσεις, αλλά τη δηµιουργία των προϋποθέσεων για την εγκαθίδρυση ενός µακροπρόθεσµου οικοτόπου που θα επιτρέψει την επανάληψη ενός modus vivendi/operandi, στο οποίο το ανθρώπινο είδος έχει συνηθίσει στον πλανήτη µας: βιώσιµη ατµόσφαιρα, παραγωγή τροφής, εξόρυξη ορυκτών για τη δηµιουργία παραγωγικής βάσης, µέσα για την προστασία µας από τα στοιχεία της φύσης, συµπεριλαµβανοµένου του “διαστηµικού καιρού” που συνιστά ένα “κλίµα” σηµαντικά διαφορετικό κ.ά. Εν συντοµία, εποικισµός αναφέρεται στη δηµιουργία υποδοµών που θα µοιάζουν µε εκείνες που έχει δηµιουργήσει η ανθρωπότητα στον πλανήτη µας.
Πόσο εφικτή είναι, όµως, η µετανάστευση και επιβίωση µερικών δισεκατοµµυρίων ανθρώπων από τη Γη στον Άρη, αν µάλιστα αναλογιστούµε λίγες από τις προκλήσεις που απαριθµήθηκαν παραπάνω; Η σύντοµη απάντηση είναι πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, τουλάχιστον όχι για µερικές χιλιάδες χρόνια ακόµα.
Ας εξετάσουµε µερικά µόνο από αυτά τα ζητήµατα, µε βάση τα επιστηµονικά δεδοµένα για τον Άρη: η ατµόσφαιρα αποτελείται κυρίως από διοξείδιο του άνθρακα, ενώ η ατµοσφαιρική πίεση είναι µόλις το 0,6% της αντίστοιχης πίεσης στη Γη. Συνεπώς, τόσο η αναπνοή όσο και η βάδιση στην επιφάνεια του πλανήτη χωρίς τη χρήση εξειδικευµένης διαστηµικής ένδυσης θα ήταν αδύνατο να συµβούν. Επιπλέον, ο Άρης έχει απολέσει το µαγνητικό του πεδίο πριν από µερικά δισεκατοµµύρια χρόνια, κάτι που συνεπάγεται πως οι γαλαξιακές κοσµικές ακτίνες (ακτινοβολία υψηλής ενέργειας που προέρχεται έξω από το ηλιακό µας σύστηµα) “βοµβαρδίζουν” ανεµπόδιστες την επιφάνειά του µε ρυθµό 1.000 φορές µεγαλύτερο από τα επίπεδα της ακτινοβολίας που δέχεται η γήινη επιφάνεια.
Ακόµα, οι περιστασιακές, αλλά έντονες, ηλιακές εκρήξεις παράγουν υψηλής ενέργειας ακτινοβολία, ικανή να οδηγήσει τον άνθρωπο στον θάνατο µέσα σε διάστηµα µόλις λίγων ωρών από την έκθεση στο διαστηµικό περιβάλλον. Το περιβάλλον της Γης µάς προστατεύει από αυτά τα φαινόµενα: το ισχυρό της µαγνητικό πεδίο εκτρέπει το µεγαλύτερο µέρος αυτής της ακτινοβολίας, ενώ η πυκνή της ατµόσφαιρα ουσιαστικά καθιστά ακίνδυνες ακόµα και τις ακτινοβολίες υψηλής ενέργειας. Συµπερασµατικά, ανθρώπινος βιότοπος στον πλανήτη Άρη θα πρέπει να εγκατασταθεί περίπου ένα µέτρο κάτω από το έδαφος, µε τους ανθρώπους να διατηρούν περιορισµένη, βραχυπρόθεσµη πρόσβαση σε δραστηριότητες στην επιφάνεια.
Αν και στο παρόν άρθρο δεν αναλύθηκε το ζήτηµα της “απλής” µεταφοράς µερικών δισεκατοµµυρίων ανθρώπων σε αυτόν τον κοντινό προορισµό, τον Άρη, πρέπει να επισηµανθεί ότι η τυπική διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού, µε ανθρώπινο φορτίο ή χωρίς, είναι της τάξης των οκτώ µηνών. Ακόµα και µε προηγµένα πυραυλικά συστήµατα προώθησης, π.χ. πυρηνικούς κινητήρες, εάν και εφόσον αυτά γίνουν διαθέσιµα, η εκτιµώµενη διάρκεια του ταξιδιού δεν θα είναι µικρότερη από έναν µήνα. Και ένα ταξίδι στο πλησιέστερο εξωπλανητικό σύστηµα, π.χ. στον Άλφα του Κενταύρου, ακόµα και µε την ταχύτητα του φωτός (300.000 χλµ. το δευτερόλεπτο), θα διαρκούσε 4,4 χρόνια.
Για σύγκριση, µπορούµε να αναλογιστούµε πως το ταχύτερο ρομποτικό σκάφος, το “Voyager 1”, που βρίσκεται σήµερα εκτός του ηλιακού περιβάλλοντος σε µια απόσταση περίπου 22 δισεκατοµµυρίων χιλιοµέτρων από τη Γη και ταξιδεύει µε ταχύτητα 17 χιλιοµέτρων το δευτερόλεπτο, ή διαφορετικά είναι 17.647 φορές πιο αργό από το φως, θα χρειαζόταν περίπου 77.000 χρόνια για να φτάσει στον Άλφα του Κενταύρου, αν το “Voyager” κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση (κάτι που δεν συµβαίνει).
Επιστρέφοντας στην αρχική τοποθέτηση, η μεγαλύτερη πρόκληση για την ανθρωπότητα σήμερα, αλλά και για τις επόµενες δεκαετίες, είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη, µε πρώτο στόχο τη δραστική ελάττωση του διοξειδίου του άνθρακος και της µεθάνης.
Πιθανά αντίµετρα δεν είναι προφανή και δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από το σύνολο του πολιτικού και επιχειρηματικού φάσματος, αν και υπάρχουν ελάχιστες πλέον αμφιβολίες στον δηµόσιο διάλογο πως το ζήτηµα οφείλει να αντιµετωπιστεί άµεσα. Η ιδέα της “απόδρασής” µας σε έναν άλλο πλανήτη δεν συνιστά απλώς µια ψευδαίσθηση για τα σημερινά δεδομένα, αλλά πιθανό να παραμείνει έτσι και για αρκετούς αιώνες ακόµα. Η ανθρωπότητα δεν έχει στη διάθεσή της µία “Κιβωτό του Νώε”.
Η µόνη λύση είναι να σώσουµε το διαστημόπλοιο πάνω στο οποίο είμαστε συνταξιδιώτες: τον πλανήτη µας, τη Γη, τη “Γαλάζια Κουκκίδα, το µόνο σπίτι που γνωρίζουµε”, όπως έλεγε κι ο εκλιπών συνεργάτης µου στις αποστολές Voyager, Carl Sagan.
* Ο κ. Σταµάτιος Μ. Κριµιζήςείναι τακτικό µέλος της Ακαδηµίας Αθηνών – Johns Hopkins Applied Physics Laboratory
Πηγή: https://www.capital.gr