Χριστούγεννα του 1809 ο Μπάιρον έφτασε στην Αθήνα. Ο εκ των κορυφαίων βιογράφων του, Αντρέ Μωρουά, γράφει για την άφιξή του στην πόλη της Παλλάδας: «Στις 24 Δεκεμβρίου 1809, αφού περιφέρθηκαν με τα άλογα ένα ολόκληρο πρωινό μέσα σε πεύκα και λιόδεντρα, ένας από τους οδηγούς φώναξε: Αφέντη! Αφέντη! Το χωριό!». Ήταν η Αθήνα. Έβλεπες την πεδιάδα, σε αρκετή απόσταση, μια πόλη συσπειρωμένη γύρω από έναν ψηλό βράχο και, πέρα από την πόλη, τη θάλασσα.
Ο οδηγός δεν είχε άδικο. Η Αθήνα ήταν τότε ένα μεγάλο χωριό. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την πόλη και, περισσότερο κατακτητές παρά διοικητές, την είχαν εγκαταλείψει στην τύχη τους. Στο μεγάλο καφενείο, κοντά στο Παζάρι, έβλεπες του αγάδες καθισμένους σταυροπόδι να καπνίζουν το ναργιλέ τους και να γελούν. Μια τουρκική φρουρά ήταν εγκατεστημένη στην Ακρόπολη.
Ο Μπάυρον και ο Χόμπχαουζ ανέβηκαν εκεί, και πρόσφεραν δώρα στον οθωμανό Διοικητή, ζάχαρη και τσάι. Έγιναν καλοδεχούμενοι από εκείνο τον αξιωματούχο που λιμοκτονούσε, μιας κι από το μισθό του των εκατόν πενήντα πιάστρων έπρεπε να πληρώνει και τους άντρες του. Τους οδήγησε ανάμεσα στα λευκά ερείπια των ναών.
«Αχ! Λόρδε μου», είπε ο υπηρέτης Φλέτσερ, «πόσα τζάκια θα μπορούσαμε να φτιάξουμε με όλο αυτό το μάρμαρο!» Ο Μπάυρον έδειξε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τις αναμνήσεις του Περικλή παρά για την ομορφιά του Παρθενώνα.
«Ε λοιπόν», είπε ο Χόμπχαουζ, «να κάτι πραγματικά μεγαλειώδες», «Μοιάζει πολύ με το Μάνσον Χάουζ», αποκρίθηκε ο Μπάυρον με ψυχρότητα». Στην Αθήνα, ο Μπάιρον και η συνοδεία του κατέλυσαν στο σπίτι του υποπρόξενου της Αγγλίας, Προκόπη Μακρή, στο οποίο διέμεναν η χήρα Μακρή και οι τρεις κόρες του. Το σπίτι βρισκόταν στη σημερινή οδό Αγίας Θέκλας, κοντά στην πλατεία Ηρώων στου Ψυρή.
Το πώς ένιωσε ο Λόρδος Βύρων στην Αθήνα, συναντώντας τους υπόδουλους Έλληνες, αποδίδεται σε μία σκηνή του θεατρικού έργου «Μπάυρον» του σπουδαίου συγγραφέα Αλέκου Πολίτη, με τη Μαίρη Μανωλίδου στο ρόλο της Κόρης των Αθηνών, την Κατίνα Παξινού στο ρόλο της Αυγούστας Λη και άλλους μετέπειτα μεγάλους ηθοποιούς.
Η πρώτη πράξη του έργου είχε ως δεύτερη εικόνα την επίσκεψη του Λόρδου Βύρωνα στο Παζάρι της Αθήνας, δηλαδή στο Μοναστηράκι, με τον υπηρέτη του Φλέτσερ και τον φίλο του Χόμπχαουζ.
Συμπεριλαμβάνονται οι ακόλουθοι διάλογοι:
«Ένας αγάς (προς Μπάυρον): Έμαθες, αφέντη, πως βρέθηκε το πτώμα ενός ραγιά στην παραλία της Καστέλλας (γελούν).
Μπάυρον: Μα είναι τόσο αστείο για να γελάτε;
Μπάυρον (προς Νικόλα Σαρρή): Άκουσες για τι πράγμα γελούσαν οι αγάδες;
Σαρρής: Τάκουσα Μπάυρον: Και τραβάς τον δρόμο σου; Σκύβεις το κεφάλι; Έλα, στάσου όρθιος. Στάσου σαν άντρας. Ξύπνα! Πως σας πήρε έτσι η κατρακύλα;
Σαρρής: Μας τσάκισε, Μυλόρδε, η σκλαβιά. Άκουσε, Μυλόρδε, αν κάποιος από εμάς σηκώσει το χέρι σε Τούρκο, δεν είναι αυτός μονάχα που θα χαθεί. Θα πάθουνε κι άλλοι αθώοι… θα πληρώσουνε και φίλοι που δεν έκαναν τίποτε. Κάθε φορά που σκοτώνεται ένας χριστιανός, οι Τούρκοι μας κοροϊδεύουν και λένε πως τον έφαγε η Λάμια. Μα σου το ορκίζομαι, Μυλόρδε, πως η Λάμια θ’ αρχίσει να τρώει και Τούρκους μεθαύριο.
Μπάυρον: Και όμως έχουν ψυχή!
Χόμπαουζ: Έχουνε ψυχή και «θα μπορούσαν να σπάσουν τις αλυσίδες τους». Κατά την περίοδο διαμονής του στην Αθήνα, ο Μπάιρον γνώρισε έναν από τους μεγαλύτερους έρωτες της ζωής του στο πρόσωπο της 14χρονης Τερέζας Μακρή, για την οποία έγραψε ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματά του με τίτλο «Κόρη των Αθηνών».
Η Κατάρα της Αθηνάς. Το ποίημα με το οποίο καταράστηκε τον Έλγιν
Η σχέση του Μπάιρον με την Αθήνα προϋπήρξε της επίσκεψής του στην πόλη της Παλλάδας, του Περικλή και του Παρθενώνα. Την είχε γνωρίσει μέσω της κλασικής του παιδείας στο Κολέγιο Τρίνιτι του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη, δεν είδε μόνο τον λεηλατημένο από τον Έλγιν ναό της Αθηνάς, έστρεψε τα μάτια και στον περίγυρο της τότε μικρής σε μέγεθος πόλης.
Όπως σ’ όλα τα ποιήματά του, έτσι και στο υπό τον τίτλο «Η Κατάρα της Αθηνάς» αρχίζει με την εικόνα ενός δειλινού στην Αθήνα (απόδοση Πάνος Καραγιώργος): «Μεγαλόπρεπα κι αγάλια ο ήλιος ανεβαίνει Πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη Όχι σαν εκεί στις χώρες του βορρά, σκοτεινιασμένος Αλλά αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή χρυσή αχτίδα Και το πράσινο χρυσώνει το ρυτιδωμένο κύμα Και στις Αίγινας το βράχο το αρχαίο και την Ύδρα Ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα».
Λίγοι συμπατριώτες μας γνωρίζουν ότι πρώτος ο Λόρδος Βύρων ύψωσε τη φωνή του κατά της λεηλασίας του Παρθενώνα από τον Λόρδο Έλγιν. Δύο αιώνες αργότερα, ο αμερικάνος συγγραφέας Kurt Vonnegut τάχθηκε υπέρ του Βύρωνα και απάντησε με τον εξής τρόπο στην έκκληση του Συνδέσμου «Μπάιρον»: