Μία από τις πρώτες νικηφόρες μάχες των επαναστατημένων Ελλήνων στην Πελοπόννησο.
Το Λάλα είναι χωριό της ορεινής Ηλείας στο όρος Φολόη («Λαλαίος» ο κάτοικος του και «Λαλιώτης» ο καταγόμενος από αυτό). Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το κατοικούσαν οι Λαλαίοι ,οι οποίοι προέρχονταν από Αλβανούς που εξισλαμίστηκαν στα 1715, όταν συμπληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας από τους Τούρκους. Οι Χοττομαναίοι, άρχοντες της Γαστούνης, τους χρησιμοποίησαν για να επιβάλλουν την εξουσία τους στην περιοχή της Ηλείας. Έτσι οι Λαλαίοι άρχισαν να αποκτούν δύναμη και όταν παρουσιάστηκαν στα βουνά οι κλέφτες, αυτοί έπαιξαν το ρόλο του χωροφύλακα.
Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσουν τρομερή δύναμη, την οποία μετέτρεψαν σε τυραννία και καταδυνάστευαν όλη την Ηλεία. Λεηλατούσαν με αρπαγές και βιαιότητες όλη την γύρω περιοχή. Τις 3 Απριλίου του 1821 οι Λάλαιοι Τουρκαλβανοί λεηλάτησαν τον Πύργο και τότε αισθάνθηκαν τι είναι το λαλέικο τουφέκι. Την ίδια τύχη είχε στης 24 Απρίλη και η Αγουλινίτσα, ενώ λίγο αργότερα σε φονική μάχη στο Σμίλα σκοτώθηκε ο υπερασπιστής του Πύργου, Βιλαέτης.
Στην αρχή της Επανάστασης του '21, οι Λαλαίοι θεωρήθηκαν απειλή για την πορεία του Αγώνα. Γι' αυτό το λόγο, οι οπλαρχηγοί της Γορτυνίας ίδρυσαν στην ευρύτερη περιοχή στρατόπεδο για να αποτρέψουν τη φυγή τους προς την Τριπολιτσά, την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο των επαναστατών.
Στο στρατόπεδο των Ελλήνων επικρατούσαν δύο απόψεις όσον αφορά την αντιμετώπιση των Λαλαίων. Οι Επτανήσιοι, οι οποίοι αποτελούσαν την πιο οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, ήθελαν να επιτεθούν αμέσως εναντίον τους, ενώ οι ντόπιοι προτιμούσαν να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία.
Από την πλευρά τους, οι Λαλαίοι προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο και να διασπάσουν το ελληνικό στρατόπεδο, κυκλοφορώντας φήμες ότι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Στις 2 Ιουνίου 1821 ο κεφαλλονίτης Παναγής Μεσσάρης τους μετέφερε επιστολή των Επτανησίων αρχηγών Κωνσταντίνου και Ανδρέα Μεταξά, Ευαγγέλη Πανά, Παναγιώτη Στρούζα, Μιχαήλ Κουτουφά και Διονυσίου Σαμπρικού, που τους καλούσαν να καταθέσουν τα όπλα. Οι Λαλαίοι άρχισαν να κωλυσιεργούν, υποστηρίζοντας ότι την όποια απόφαση θα έπρεπε να πάρουν οι αρχηγοί τους, οι οποίοι απουσίασαν από το χωριό. Τότε οι επαναστάτες αποφάσισαν να δράσουν και να τους επιτεθούν από τρία σημεία, με επικεφαλής τον Γεώργιο Πλαπούτα, τους αδελφούς Μεταξά και τον Γεώργιο Σισίνη.
Από κακό συντονισμό, ο Πλαπούτας επιτέθηκε μόνος του στις 9 Ιουνίου και φυσικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μετά την αντεπίθεση των Λαλαίων. Μέσα στη σύγχυση και τον μεγάλο καύσωνα που επικρατούσε, ο Πλαπούτας άφησε την τελευταία του πνοή. 14 ακόμη Έλληνες έχασαν τη ζωή τους (11 Πελοποννήσιοι και 3 Επτανήσιοι). Αδιευκρίνιστες ήταν οι απώλειες των Λαλαίων.
Οι Λαλαίοι αναθάρρησαν και αυτοί, όταν είδαν να καταφθάνουν ενισχύσεις από την Πάτρα στις 11 Ιουνίου. Επικεφαλής 1.000 Τουρκαλβανών ήταν ο Γιουσούφ Πασάς. Ο Γιουσούφ ήθελε να ξεκαθαρίσει αμέσως την κατάσταση και στις 13 Ιουνίου επιτέθηκε με τους άνδρες του στη θέση Πούσι, όπου ήταν οχυρωμένοι οι Έλληνες. Βασικός του στόχος, να αποσπάσει πρώτα τα κανόνια που διέθεταν οι Επτανήσιοι και στη συνέχεια να τους πετσοκόψει με την ησυχία του.
Η μάχη δόθηκε σώμα με σώμα και η ανδρεία των Ελλήνων ανάγκασε τις δυνάμεις του Γιουσούφ να υποχωρήσουν και μαζί με τους Λαλαίους την επομένη να πάρουν τον δρόμο για την Πάτρα. Οι Έλληνες πολέμησαν γενναία και έχασαν 84 άνδρες (60 Πελοποννήσιοι και 24 Επτανήσιοι). Ανάμεσα στους πολλούς τραυματίες ήταν και ο κεφαλλονίτης Ανδρέας Μεταξάς, κατοπινός πρωθυπουργός της Ελλάδας. Την ίδια μέρα (14 Ιουνίου) οι επαναστάτες εισήλθαν στο έρημο χωριό και το πυρπόλησαν. Συνολικά, γύρω στα χίλια σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες.
Η νίκη των Ελλήνων σήμανε το τέλος της επιβολής των Λαλαίων στην περιοχή και άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς. Από την Πάτρα, όπου κατέφυγαν, αγωνίσθηκαν κατά της επανάστασης ως το τέλος και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν ως πρόσφυγες στην περιοχή του Πλαταμώνα της Μακεδονίας και αργότερα στη Βάρνα της Βουλγαρίας.
Η αγγλική «προστασία» των Επτανήσων
Η Επτάνησος, όταν εκδηλώθηκε η εθνεγερσία του 1821, παρ’ ότι διέθετε Σύνταγμα, κυβέρνηση, Βουλή και Γερουσία, τελούσε ουσιαστικά υπό αγγλική κατοχή• παρά την απατηλή ονομασία της προστασίας. Η δε αγγλική πολιτική ήταν και παρέμεινε τουλάχιστον μέχρι το 1825 φιλοτουρκική. Ο ύπατος αρμοστής σερ Τόμας Μαίτλαντ, ένας στρατιωτικός σκληρός και αυταρχικός, απείλησε και στη συνέχεια επέβαλε ποινές φυλάκισης, εξορίας και δήμευσης περιουσίας στους Επτανήσιους, που άμεσα ή έμμεσα, συνέδραμαν τον αγώνα των Ελλήνων επαναστατών.
Οι Κεφαλλονίτες και οι Ζακυνθινοί, που έφθασαν την άνοιξη του 1821 στην Ηλεία και συμπαρατάχθηκαν με τους ντόπιους οπλαρχηγούς, παρουσίαζαν συνεπώς δύο χαρακτηριστικά που τους ξεχώριζαν από αυτούς. Κατά πρώτον, τα κίνητρά τους δεν ήταν άμεσα αλλά συναισθηματικά, καθώς οι ίδιοι δεν τελούσαν υπό τον τουρκικό ζυγό. Κατά δεύτερον, δεν εξέθεταν σε κίνδυνο μόνο τη ζωή τους αλλά και την ευτυχία και το μέλλον των οικογενειών τους. Οι Κεφαλλονίτες και οι Ζακυνθινοί της μάχης του Λάλα δεν είχαν να κερδίσουν απολύτως τίποτα• αντίθετα, προθυμοποιήθηκαν να χάσουν τα πάντα.
Οι Μωραΐτες οπλαρχηγοί
Ηγετική προσωπικότητα στην Ηλεία ήταν ο Γεώργιος Σισίνης από τη Γαστούνη, ο μόνος στον οποίο αναφέρθηκαν οι Λαλαίοι στο γράμμα τους προς τους αδελφούς Μεταξά, αποκαλώντας τον «Ψευτογιώργη». Κοντά του ο Χαράλαμπος Βιλαέτης από τον Πύργο, που είχε υπηρετήσει στον αγγλικό στρατό ως λοχαγός με τον Κολοκοτρώνη και οι οπλαρχηγοί: Γεώργιος Πλαπούτας από τη Γορτυνία, Τζανέτος Χριστόπουλος από την Ολυμπία και Παναγιωτάκης Φωτήλας από τα Καλάβρυτα. Ο Βιλαέτης, που έφτασε από τη Ζάκυνθο με ένα σώμα 150 ανδρών, αναγνωρίστηκε αμέσως ως αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων της Ηλείας, αλλά σκοτώθηκε και αποκεφαλίστηκε στις 10 Μαΐου, στη διάρκεια μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης των Λαλαίων στο χωριό Λαντζόι.
Ιόνιοι πατριώτες στην επαναστατημένη Ηλεία
Ήδη από τον Απρίλιο είχε φθάσει στην Ηλεία ένα σώμα 100 Κεφαλλήνων υπό τον πλοίαρχο και Φιλικό Ευαγγέλη Πανά, με δύο σιδερένια κανόνια σε κιλλίβαντες. Το κυρίως όμως κεφαλλονίτικο εκστρατευτικό σώμα από 360 άνδρες αποβιβάστηκε στη Γλαρέντζα στις 9 Μαΐου, υπό τους κόμητες Κωνσταντίνο και Ανδρέα Μεταξά, με δύο ορειχάλκινα θαλασσινά κανόνια που μεταφέρονταν με μουλάρια. Το σώμα αυτό έφθασε με πλοίο των αδελφών Γεράσιμου και Αναστασίου Φωκά, εκ των οποίων ο Γεράσιμος πήρε μέρος και στην εκστρατεία.
Τα έξοδα ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, ενώ ο απόπλους επιτεύχθηκε χάρη στη μεσολάβηση του δεσπότη Αγαθάγγελου Τυπάλδου-Κοζάκη. Ο τελευταίος κατόρθωσε να αποπροσανατολίσει τον Άγγλο διοικητή Ρόμπερτ Τρέιβερς, με συνέπεια όταν έγιναν γνωστά τα γεγονότα του Λάλα ο δεσπότης να καθαιρεθεί και να μεταφερθεί δέσμιος στην Κέρκυρα. Με τους Κεφαλλονίτες συμπαρατάχθηκε λίγο αργότερα ένα μικρότερο σώμα Ζακυνθινών υπό τους Διονύσιο Σεμπρικό - Κατσιλίβα και Παναγιώτη Στρούζα.
Το επτανησιακό εκστρατευτικό σώμα στην Ηλεία δεν λειτούργησε απλά στην ενίσχυση• λειτούργησε και ως εμψυχωτικό πρότυπο. Οι Κεφαλλονίτες αρχηγοί, έχοντας την εμπειρία των γαλλικών και των αγγλικών στρατευμάτων κατοχής, φρόντισαν να οργανώσουν τους Επτανήσιους εθελοντές κατά τρόπον ανάλογο. Δηλαδή με σκοπιές, συνθήματα, επιθεώρηση σκοπιών, προσκλητήρια πρωί και βράδυ και σαλπίσματα που κατηύθυναν τις κινήσεις τόσο κατά τη στρατοπέδευση όσο και κατά τη μάχη.
Αν στα χαρακτηριστικά της πειθαρχίας, του συντονισμού και της ενιαίας διοίκησης, συνυπολογίσει κανείς και τη δύναμη πυρός των 4 κανονιών έχει την εικόνα του ρόλου που έπαιξε το επτανησιακό σώμα, ουσιαστικά και ψυχολογικά, στα γεγονότα του Λάλα.
Τί έχεις καϋμένε κόρακα που σκούζεις και φωνάζεις;
Μη δε διψάς για αίματα για Τούρκικα κεφάλια;
Σαν δε διψάς για αίματα για Τούρκικα κεφάλια,
πέρασε από του Μπαστηρά και από το πέρα Λάλα,
να δης κορμιά πως κείτονται, κορμιά δίχως κεφάλια,
Κι εκεί ν’ ακούσεις κλάματα, Τούρκικα μοιρολόγια,
Κλαίνε μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες