Χαράματα ξύπνησα πάλι και ήρθα στην taberna (1) μου να πιάσω δουλειά ο δύστυχος! Χρόνια τώρα έρχομαι σε τούτο το σκιερό το μαγαζί, ήλιος βγαίνει-ήλιος φεύγει. Είμαι ο πιο γνωστός χασάπης της Όστιας (2), ο Λεύκιος Τίτος Μacellarius (3) με το όνομα!
Τα καλύτερα και πιο φρέσκα κρέατα σε μένα θα τα βρεις, γι’ αυτό και οι τιμές μου είναι λίγο «τσιμπημένες». Έχω και παστά σε αλάτι, «απεξηραμένα» δηλαδή. Νόμιμα όλα βέβαια, μη παρεξηγηθούμε, όπως τα κάνει η κολλεγιά μου (4)!
Εικόνα 1: Ανάγλυφο με σκηνή κρεοπωλείου από την Όστια, 2ος αι. μ.Χ.
Εικόνα 2: Ζωγραφική απεικόνιση του αναγλύφου
Την καλή ποιότητα πρέπει να την πληρώνεις αδρά, ούτε σκόντα ούτε παζάρια! Γι’ αυτό, το ’χω και το παινεύομαι! Είμαι ο μαγαζάτορας με τους καλύτερους πελάτες στην πόλη, έχω δικούς μου τους πιο πλούσιους, την αφρόκρεμα των εμπόρων, των τραπεζιτών, των βιοτεχνών και των πολιτικών! Και ας είναι το κρεοπωλείο μου λίγο μακριά, στην άκρη του macellum (5).
Εικόνα 3: Κρεοπώλης. Ρωμαϊκό ανάγλυφο από την Όστια
Η πελατεία μου είναι σταθερή. Έρχονται το πρωί οι κύρηδες και ψωνίζουν ό,τι τους παραγγέλνουν οι γυναίκες τους. Μεταξύ μας, αυτές κάνουν κουμάντο στο τι και πόσο του σπιτιού. Μερικοί κύρηδες δεν ξέρουν καν να ξεχωρίζουν τα κρεμασμένα κρέατα, μπερδεύονται, και αγοράζουν άλλα αντ’ άλλων. Θέλουν παϊδάκια χοιρινά, κοιτάνε τα αρνίσια! Τους βοηθάω και γω, δείχνοντας τα πιο ακριβά! Το καλύτερο, όμως, είναι όταν δουν παραδίπλα κανένα γνωστό τους! Εε, τότε να τους δεις! Αγοράζουν επιπλέον και ας πηγαίνει χαμένο, μόνο και μόνο για να πουλήσουν μούρη με τον πλούτο τους! Τα δε λουκάνικα (6), τα παίρνουν πέντε-πέντε!
Εικόνα 4: ρωμαϊκό μετρικό σύστημα βάρους
Πιο κερδάτος είμαι όταν στέλνουν τους δούλους τους για ψώνια. Οι περισσότεροι είναι κάτι άξεστοι, αναιδείς τύποι που καμώνονται τους σπουδαίους στο όνομα του αφέντη τους. Και έρχονται όλο ύφος και πόζα να ψωνίσουν λες και τα χρήματα είναι δικά τους! Γι'αυτό και γω τους κλέβω στο ζύγι! Πέφτουν οι λίβρες (7) σύννεφο, αλλά το εμπόρευμα δε λιγοστεύει! Και ούτε που το καταλαβαίνουν οι χαζοί. Αλλά τι περιμένεις; Από τη Θράκη, την Κυρηναϊκή και τους Αιζανούς της Φρυγίας είναι οι περισσότεροι και πολλοί άλλοι, ποιος ξέρει από πούθε! Δεν τους ρωτάω. Δε με νοιάζει. Τα ασσάρια (8) να πέφτουν βροχή, να πλουτίζω και γω! Ποιος ξέρει! Αύριο μεθαύριο, μπορεί και γω να γίνω κύρης και να φτιάξω ένα ωραίο σπίτι, κατάδικό μου, να φύγω από την ίνσουλα (9) του Μάρκου Τίτου Ρούφου και τους βρωμιάρηδες γειτόνους μου!
Εικόνα 5: Αναπαράσταση μιας ίνσουλας (insula) της Όστιας
Εικόνα 6: Πρόπλασμα ίνσουλας του Σέραπι στην Όστια
Εικόνα 7: Όστια. Insula
Εικόνα 8: Insula του πρώιμου 2ου αι. μ.Χ. στην Όστια. Domus (οικία) των Δία και Γανυμήδη
Ωχ! πέρασε η ώρα! Γρήγορα - γρήγορα να φέρω καθαρό νερό από την κρήνη να πλύνω τους πάγκους, να σκουπίσω λίγο το μαγαζί και το δρόμο, να ακονίσω τους μπαλτάδες, να προλάβω να κόψω και το κρέας! Ξημέρωσε κιόλας! Έχω και να κρεμάσω τα κομμάτια στα τσιγκέλια! Άντε, προστάτη μου Μερκούρη (10), βάλε το χέρι σου να βγάλω ένα καλό μεροκάματο και σήμερα! Μην πάνε τα τσιμπήματα από τις μύγες και όλη η κούρασή μου τζάμπα!
Εικόνα 9: Κρήνη σε δρόμο της Πομπηίας
-----------------------------
(1) taberna-ae = μονόχωρα καταστήματα ρωμαϊκής εποχής μέσα σε στοές.
(2) Όστια = το λιμάνι της αυτοκρατορικής Ρώμης.
(3) Λεύκιος Τίτος Mακελλάριος (Lucius Titus Μacellarius) = Tρία ονόματα (tria nomina) συμπλήρωναν την ονοματοδοσία των Ρωμαίων πολιτών. Αποτελούνταν από το praenomen (το μικρό όνομα), το nomen gentilicium (το όνομα της οικογένειας ή της φυλής στην οποία ανήκε) και το cognomen (το όνομα του συγκεκριμένου κλάδου της οικογένειάς του) ή το agnomen (ένα χαρακτηριστικό προσωπικό όνομα που οφειλόταν σε κάποια ιδιότητα, ένα είδος παρωνυμίου δηλαδή).
(4) κολλεγιά = collegium-a. Eπαγγελματικές ενώσεις (collegia) ή σωματεία, που τελούσαν υπό την εποπτεία του κράτους και ενεργούσαν ως νομικά πρόσωπα, απέβλεπαν στην προστασία των συμφερόντων και την ενίσχυση της συνοχής των μελών τους, τη διατήρηση του ανταγωνισμού σε λογικά πλαίσια και τη μετάδοση τεχνογνωσίας (διά της μαθητείας), την εκπροσώπηση των διάφορων κλάδων ενώπιον των αρχών και τη διατήρηση της πολιτικής επιρροής τους. Ασφαλώς τα σωματεία, όσο δεν ήταν εξαρτημένα από ισχυρούς προστάτες ή την κεντρική εξουσία, αποτελούσαν φορείς πολιτικής πίεσης. Από τον 3ο αι. μ.Χ. και εξής, τα σωματεία αποτελούσαν υπολογίσιμο παράγοντα οικονομικής σταθερότητας και γι’ αυτό οι αρχές επιδίωκαν να προσδέσουν τους επαγγελματίες στη δουλειά τους, να επιτύχουν σταθεροποίηση των τιμών και να αποτρέψουν έλλειψη αγαθών στην αγορά.
(5) macellum = υπαίθρια αγορά της ρωμαϊκής εποχής, περιβαλλόμενη από στοές και άλλα πολυτελή κτήρια. Εξού και μακελάρης=χασάπης, σφαγέας, λέξη που απαντά στο Bυζάντιο ήδη από το 1635.
(6) λουκάνικα = τα λευκανικά (lucanicae) ή λουκάνικα της Λευκανίας ή Λουκανίας, περιοχής της Κάτω Ιταλίας, που έγιναν διάσημα στη ρωμαϊκή εποχή, ήταν καπνιστά και η γέμισή τους, σύμφωνα με τον Απίκιο, περιείχε διάφορα μυριστικά, όπως θρούμπι, δαφνοκούκουτσα, απήγανο, μαϊντανό, κύμινο, κουκουνάρι, πιπέρι σε κόκκους και άφθονο λίπος. Στο έργο του «De re coquinaria» αναφέρει πως για να γίνουν αυτά τα λουκάνικα χρειαζόταν καλό ζύμωμα του λεπτοκομμένου κρέατος μαζί με την περιβόητη σάλτσα liquamen, μια άγνωστη παρασκευή που ενδέχεται να μοιάζει γευστικά με τις ασιατικές σάλτσες ψαριού, που γνωρίζουμε σήμερα. Αυτή είναι και η πρώτη καταγραφή συνταγής λουκάνικου που διασώθηκε μέχρι την εποχή μας.
Η λέξη λουκάνικο που χρησιμοποιούμε στη σύγχρονη γλώσσα αντικατέστησε το ἀλλᾶς, -ᾶντος, το λουκάνικο στα αρχαία ελληνικά. Ο πληθυντικός αλλάντες χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει όλων των ειδών τα αλλαντικά, παρότι η ετυμολογία του δείχνει μάλλον πως περιγράφει τρόφιμο με γέμιση (άλλος + εντός). Κατά άλλη άποψη, προέρχεται από το άλς=αλάτι, επειδή το συστατικό αυτό ήταν απαραίτητο για την παρασκευή των λουκάνικων. http://karamanlidika.gr/tag/istoria/
(7) λίβρες = ρωμαϊκές μονάδες μέτρησης μάζας, που σε καθημερινή βάση ήταν αποδεκτές ως μονάδες βάρους (libra pondo ή libra όπως ονομαζόταν ο ρωμαϊκός ζυγός, η ζυγαριά δηλαδή, εξού και το σύμβολο lb. Ζύγιζε περίπου 320-327 γραμμάρια ή κατ’ άλλη άποψη 329 γραμμάρια. Υποδιαιρέσεις της libra: Uncia, Silicius, Sculupum, Obolus.
(8) ασσάριον το, ασσάρια = < as (λατ., γενική πτώση assis=ένας, μία). Η λέξη προήλθε από τη δωρική διάλεκτο του Τάραντα: "ας", "αις" = ένας. Ήταν κυρίως νομισματική μονάδα των παλαιότερων λαών της Ιταλίας, αλλά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και αργότερα. Ήταν χάλκινα, βάρους 11 γραμμαρίων και αποτελούσαν το 1/400 ενός χρυσού νομίσματος (aureus). Το ασσάριο, εκτός από νόμισμα, ήταν επίσης και υποδιαίρεση της λίβρας ως μονάδα μέτρησης βάρους, όπως και μονάδα μέτρησης μήκους (ίσο με 297 χιλιοστόμετρα), εμβαδού (ίσο προς 2.500 τετρ. μέτρα) και χωρητικότητας ( ίσο με 3 λίτρα και 23 εκατοστά).
(9) ίνσουλα = insula-ae λατ. (δηλαδή νησί, νησίδα, "island"). Σημαίνει και οικοδομικό τετράγωνο, αλλά και πολυκατοικίες με διαμερίσματα στα οποία στεγαζόταν η κατώτερη και μεσαία οικονομικά τάξη των κατοίκων των ρωμαϊκών πόλεων (plebs, πλέμπα). Στο ισόγειο της ίνσουλας στεγάζονταν μαγαζιά (tabernae) και επιχειρήσεις, ενώ στους ορόφους ήταν τα διαμερίσματα-κατοικίες. Συνήθως οι ίνσουλες έπαιρναν το όνομα του ιδιοκτήτη του κτηρίου. Οι πλούσιοι έμεναν σε ιδιόκτητες μεγάλες οικίες (domus) που μπορεί να περιλαμβάνονταν σε μία ίνσουλα.
(10) Μερκούρης = Μercurius στα λατινικά ο θεός Ερμής, προστάτης του εμπορίου (Mercury).
Πρόσθετες πληροφορίες:
Gregory S. Aldrete, Daily Life in the Roman City: Rome, Pompeii and Ostia, Greenwood Publishing Group, 2004.
Η. Blanck, Εισαγωγή στην ιδιωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
Σ. Πινγιάτογλου, «Τροφή και μαγειρική των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων», στο Χ. Γκατζόλης (επιμ.), Ο πολιτισμός στο τραπέζι, ΑΜΘ, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 39-50.
Α. Michailidou, Manufacture and Measurement: Counting, Measuring and Recording Craft Items in Early Aegean Societies, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 33, Athens 2001.
Μάντω Οικονομίδου, Ελληνική τέχνη - αρχαία νομίσματα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996
Peter R. Franke, Η Μικρά Ασία στους Ρωμαϊκούς χρόνους - τα νομίσματα καθρέφτης της ζωής των Ελλήνων, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
Βασιλική Χριστοπούλου, Αρχαιολόγος