Η Παλμύρααποτελεί μια από τις πιο σημαντικές αρχαίες πόλεις της κεντρικής Συρίας, κτισμένη σε μία όαση 215 χλμ. ΒΑ της Δαμασκού και 120 χλμ. ΝΔ του Ευφράτη.
Για αιώνες ήταν ζωτικός σταθμός για τα καραβάνια που διέσχιζαν τη συριακή έρημο και ήταν γνωστή ως η «Νύμφη της Ερήμου». Το ελληνικό όνομα «Παλμύρα» αποτελεί μετάφραση του αρχικού αραμαϊκού ονόματος Tadmor, που σημαίνει «φοινίκια πόλη». Η σύγχρονη κωμόπολη, δίπλα στα αρχαία ερείπια ονομάζεται και πάλι Tadmor. Στη Βίβλο αναφέρεται ως Ταμάρ ή Θεδμόρ ή Θοεδμόρ ενώ στα αραμαϊκά Ταδμόρ ή Ταμμόρ και που λέγεται πως έκτισε ο Βασιλιάς Σολομών, ως πόλη σταθμό των καραβανιών μεταξύ Συρίας και Μεσοποταμίας.
Η αρχαία Παλμύρα
Η Παλμύρα έμεινε ονομαστή για τον πλούτο της κατά τη ρωμαϊκή εποχή, οπότε βασίλευσε και η θρυλική βασίλισσά της Ζηνοβία. Ωστόσο, μνημονεύεται για πρώτη φορά τη 2η χιλιετία π.Χ. Τότε ήταν ένας ακόμα κόμβος στο εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο που ένωνε τη Μεσοποταμία με τη βόρεια Συρία.
Η Παλμύρα έγινε τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας της Συρίας κατά τη βασιλεία του Τιβερίου (14 – 37 μ. Χ.). Συνέχισε όμως να αναπτύσσεται σταθερά ως σημαντικός εμπορικός σταθμός, που τώρα πια συνέδεε την Περσία, την Ινδία και την Κίνα με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το 129 μ.Χ. ο Αδριανός επισκέφθηκε την πόλη και γοητεύτηκε τόσο πολύ, ώστε την ανακήρυξε «ελεύθερη πόλη» και τη μετονόμασε σε Palmyra Hadriana.
Από το 212 μ.Χ. το εμπόριο μέσω της Παλμύρας μειώθηκε, καθώς οι Σασσανίδες Πέρσες κατέλαβαν την περιοχή γύρω από τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Ο Οδαίναθος, πρίγκιπας της Παλμύρας, διορίσθηκε από τον Βαλεριανό κυβερνήτης της Επαρχίας της Συρίας. Μετά την αιχμαλώτιση του Βαλεριανού από τους Σασσανίδες και τον θάνατό του σε αιχμαλωσία στη Βισαπούρ, ο Οδαίναθος εξεστράτευσε μέχρι την Κτησιφώντα (κοντά στη σημερινή Βαγδάτη) για εκδίκηση, εισβάλλοντας στην πόλη δύο φορές. Ο Οδαίναθος δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του Μακόνιο, οπότε η σύζυγος του, η Σεπτιμία Ζηνοβία ανέβηκε στην εξουσία, κυβερνώντας την Παλμύρα και για λογαριασμό του γιου της Βαβάλαθου. Η Ζηνοβία επαναστάτησε εναντίον των Ρωμαίων υπό τις συμβουλές του Λογγίνου και κατέλαβε τη Βασόρα και εκτάσεις μέχρι την Αίγυπτο. Στη συνέχεια επεχείρησε να κατακτήσει την Αντιόχεια προς το βορρά. Το 272 μ.Χ. ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αυρηλιανός τελικά αντεπιτέθηκε και τη μετέφερε αιχμάλωτη στη Ρώμη.
Γεννημένη στην Παλμύρα, η Ζηνοβία ήταν μια μελαχρινή γυναίκα εκθαμβωτικής ομορφιάς, σαγηνευτική, ευφυής, θαρραλέα και υπέρμετρα φιλόδοξη, ένα πλάσμα ακαταμάχητα χαρισματικό. “Ήταν μία από τις πιο μορφωμένες και γλωσσομαθείς γυναίκες της εποχής της – μιλούσε ελληνικά, λατινικά, αραμαϊκά, αιγυπτιακά και τις τοπικές διαλέκτους. Ήταν επιρρεπής στις απολαύσεις των αισθήσεων, αγαπούσε το θέατρο και παρακολουθούσε τα θεάματα στο ελληνικό θέατρο της πόλης.
Η Ζηνοβία, η οποία ισχυριζόταν ότι είχε την καταγωγή της από την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, κατέστησε τον εαυτό της βασίλισσα της Παλμύρας, παίρνοντας από μόνη της τον τίτλο της Αυγούστας. Αντίθετα με το δολοφονημένο σύζυγό της Οδαίναθο, η Ζηνοβία δεν ανεχόταν να παραμένει υποτελής στους Ρωμαίους. Το 269 μ.Χ. ξεκίνησε πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων, κατέλαβε πρώτα ολόκληρη τη Συρία και την Παλαιστίνη και στη συνέχεια την Αίγυπτο, κατόπιν κατέκτησε πολλές από τις ρωμαϊκές επαρχίες της Ανατολίας και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Ρώμη.
Η επανάσταση της Ζηνοβίας αναστάτωσε τη Ρώμη κι έτσι η Παλμύρα υποχρεώθηκε από την Αυτοκρατορία να γίνει στρατιωτική βάση για τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Ο Διοκλητιανός την επεξέτεινε έτσι ώστε να χωρά ακόμα περισσότερο στρατό και την περιτείχισε για να την προστατεύσει από την απειλή των Σασσανιδών. Η Βυζαντινή περίοδος προσέθεσε μόνο λίγες εκκλησίες και η πόλη παρήκμασε.
Η πόλη καταλήφθηκε από τους μουσουλμάνους Άραβες του Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ. Τον 6ο αιώνα, το κάστρο Φαχρεντίν ανεγέρθηκε στην κορυφή ενός βουνού πάνω από την όαση. Το κάστρο περιβαλλόταν από τάφρο. Η πόλη της Παλμύρας διατηρήθηκε ως είχε, αλλά καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό το 1089.
Τα λαμπρότερα από τα σωζόμενα ερείπια της Παλμύρας είναι εκείνα του Ναού του Ηλίου, οι τετράγωνοι επιτάφιοι πύργοι 3-5 ορόφων, το ρωμαϊκό θέατρο καθώς και τα θεμέλια των οδών και των κατοικιών. Σημαντικές επίσης είναι και οι ανευρεθείσες δίγλωσσες επιγραφές της Παλμύρας, στην ελληνική και παλμυρική διάλεκτο.
Οι καλλιτέχνες της Παλμύρας κατασκεύασαν σειρά μεγάλων ταφικών μνημείων. Αυτές οι κατασκευές,κάποιες από τις οποίες ήταν υπόγειες, είχαν εσωτερικούς τοίχους με σκαμμένα ή ανοιγμένα ταφικά διαμερίσματα όπου τοποθετούνταν οι νεκροί. Πλάκες από ασβεστόλιθο με προτομές (σε ρωμαϊκή ή παρθική-περσική τεχνοτροπία) σε έντονο ανάγλυφο σφράγιζαν τα ορθογώνια ανοίγματα των ταφικών αυτών διαμερισμάτων. Τα ανάγλυφα αναπαριστούσαν την «προσωπικότητα» ή την ψυχή του νεκρού και αποτελούσαν μέρος της διακοσμήσεως των τοίχων μέσα στον ταφικό θάλαμο.
Από τις σωζόμενες πλάκες που σφράγιζαν τα ταφικά αυτά διαμερίσματα ανακαλύπτουμε τις πριγκίπισσες της Παλμύρας, γυναίκες μοναδικής ομορφιάς, που όπως υποστήριζαν οι ίδιες ήταν απόγονοι των Πτολεμαίων Ελλήνων. Σε μερικές από τις πλάκες σώζονται Ελληνικές επιγραφές. Τα χαρακτηριστικά που τις κάνουν ξεχωριστές είναι τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, τονισμένα όπως και στην καθημερινότητά τους, με μαύρο χρώμα από στάχτη και σκόνη αντιμονίου στις βλεφαρίδες και τον περίγυρο του ματιού, τα μακρόστενα ελαφρώς ωοειδή πρόσωπα βαμμένα με λευκό χρώμα από κιμωλία και τα μικρά καλογραμμένα χείλη βαμμένα με ερυθρό χρώμα πορφύρας. Αν μιλούσαμε για φωτογραφίες τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βλέμμα τους είναι καρφωμένο στο φακό με περίσσια προσήλωση προσπαθώντας να τον γοητεύσουν.
Για τις γυναίκες της Παλμύρας το περιττό ήταν το πιο απαραίτητο στον καλλωπισμό τους. Μέχρι και στην τελευταία απεικόνισή τους, έχουν περίτεχνες κομμώσεις, σε συνδυασμό με πέπλα, μαφόρια, πορφυρές ταινίες και κεφαλόδεσμους, φορούν αέρινους λεπτούς μανδύες και χιτώνες και είναι φορτωμένες με βαρύτιμα κοσμήματα.
Η μόδα της εποχής απαιτούσε περίτεχνα χτενίσματα σε αντίθεση με την εποχή της αρχαίας Ελλάδας, που χαρακτηριζόταν από την απλότητα. Οι προτομές της Παλμύρας μαρτυρούν ότι οι γυναίκες είτε σήκωναν τα μαλλιά τους σε κοτσίδες πάνω από το μέτωπο, είτε τα άφηναν να πέφτουν χαλαρά στα μάγουλά τους, άλλοτε σε βοστρύχους και άλλοτε κυματιστά. Από όσο γνωρίζουμε από τις γραπτές πηγές της εποχής οι Ρωμαίες (και αργότερα και οι Βυζαντινές) συνήθιζαν να ξεριζώνουν τις άσπρες τρίχες, τις οποίες θεωρούσαν το λιγότερο αντιαισθητικές, παρά να προσπαθούν να τις καλύψουν με κάποιο χρώμα. Η απειλή «θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα – τρίχα» που χρησιμοποιείτε έως σήμερα, δεν τις φόβιζε, αρκεί να ήταν οι άσπρες!
Τα κοσμήματα είναι άκρως εντυπωσιακά. Μεγάλα κρεμαστά σκουλαρίκια – περπενδούλια, ταινίες με πολύτιμους λίθους σε μορφή κορώνας στο μέτωπο, τεράστιες πόρπες στο ύψος των ώμων και πλήθος περιδέραιων και δακτυλιδιών στο λαιμό και στα δάκτυλα αντίστοιχα.
* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πηγή: Π. Καμπάνης, CityCulture