Ένας υπερφύαλος πειρατής που έφτιαξε δικό του βασίλειο στην Μήλο, ενώ όλο το Αιγαίο ήταν τούρκικο και η Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν πάνω στην ακμή της. Χρίστηκε βασιλιάς, έφτιαξε κράτος και μετά τον πελέκησαν οι Τούρκοι με ένα απλό κόλπο που εκμεταλλεύτηκε την αφέλεια και την μεγαλομανία του.
Ήταν το 1677, περίοδος βαθιάς και σκληρής τουρκοκρατίας, που στο πανέμορφο νησί της Μήλου -στο κέντρο του Αιγαίου- έγινε κάτι εκπληκτικό. Ένας άνδρας από το Λιδωρίκι της Φωκίδας που ονομαζόταν Ιωάννης Κάψης, αψήφησε τον πανίσχυρο σουλτάνο και εγκαθίδρυσε στο νησί βασιλευόμενη δημοκρατία. Είναι από τα παλαβά της ελληνικής ιστορίας όμως έγινε, αποδεικνύοντας ότι τίποτα στην πορεία των ανθρωπίνων κοινωνιών και στη δράση των ανθρώπων δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει.
Εκείνη τη ζοφερή περίοδο, η Μήλος ήταν μια ειδική περίπτωση ευδαιμονίας μέσα σ’ ένα Αιγαίο που ήταν κόλαση για τους κατοίκους και τους επισκέπτες του. Τούρκοι και Ενετοί πολεμούσαν για τον έλεγχο του αρχιπελάγους ρημάζοντας τα νησιά, ενώ στο ενδιάμεσο δεκάδες πειρατικά καράβια αποτελείωναν ότι άφηναν όρθιο οι δυο εμπόλεμοι.
Κι ενώ όλα τα νησιά έπλεαν τα λοίσθια με διαρκώς μειούμενους πληθυσμούς, η Μήλος στεκόταν στη μέση ανέγγιχτη και ευημερούσα. Ο λόγος ήταν απλός: Όλοι οι πειρατές ξεφόρτωναν στο νησί τη λεία τους και τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Ενετοί έμποροι αγόραζαν από το νησί την πραμάτεια τους για να κάνουν τη δουλειά τους. Ήταν λοιπόν η Μήλος ένα είδος ουδέτερης ζώνης εμπορίου, που τη χρειάζονταν όλοι. Κανένας δεν την πείραζε με αποτέλεσμα να γνωρίσει μια εκπληκτική ανάπτυξη. Το 1680 η Χώρα είχε 5.000 κατοίκους και ολόκληρο το νησί 20.000, ενώ καθημερινά δεκάδες πλοία προσέγγιζαν το λιμάνι της για να ξεφορτώσουν ή να φορτώσουν εμπορεύματα.
Ο Ιωάννης Κάψηςήταν ένας ορεινός απ’ τη Φωκίδα που βγήκε στη θάλασσα κι έγινε πειρατής. Έφτιαξε κανονικό στόλο, ήταν δαιμόνιος, εξαίρετος ναυτικός, μαχαιροβγάλτης απ’ τους χειρότερους, αδίστακτος και βασικά ρήμαζε τις περιοχές του, δηλαδή τις ακτές της δυτικής Στερεάς και της Πελοποννήσου. Όμως για να πουλήσει τα λάφυρα πήγαινε στη Μήλο, οπότε γνώρισε και παντρεύτηκε (με ποιο τρόπο, θα σας γελάσω) μια πλούσια κοπέλα του νησιού, τη κόρη του άρχοντα Αρμένη.
Εγκαταστάθηκε στην Μήλο ως σώγαμπρος, υπολόγισε τους τζίρους και τα κέρδη που διακινούνταν στο νησί, αποφάσισε ότι τον συμφέρει και μία ωραία πρωία το κατέλαβε με τους πειρατές του που ρεμπέλευαν στα καπηλειά του λιμανιού. Έσφαξε τους Τούρκους, έδιωξε τους προκρίτους και ζήτησε από τον απλό λαό να τον αποδεχτεί ως βασιλιά. Βρήκε έναν καθολικό παπά, τον Δον Αντόνιο Καμίλλο που τον χειροτόνησε, έκανε κανονική τελετή στέψης, φόρεσε στον λαιμό του μια χρυσή καδένα που έγραφε «βασιλεύς της Μήλου», έβαλε κορώνα στο κεφάλι της βασίλισσας, εγκαταστάθηκε σ’ ένα αρχοντικό που ονόμασε παλάτι κι άρχισε να κυβερνά.
Κυκλοφορούσε διαμαντοστολισμένος με τη συνοδεία 50 ενόπλων, έβγαζε νόμους, δίκαζε, οργάνωσε στρατό, χωροφυλακή και δικαστήρια. Μοίραζε δώρα στον κόσμο, έκανε χορούς και ιπποτικούς αγώνες και γενικώς είχε τη συμπεριφορά απόλυτου μονάρχη αλλά που είχε τον λαό μαζί του. Ο σουλτάνος Μωάμεθ Δ’ διέταξε να συλληφθεί ο παλαβός που είχε φτιάξει δικό του βασίλειο στην καρδιά της αυτοκρατορίας του, φαίνεται όμως ότι ο Καπουδάν-πασάς, ο αρχιναύαρχος του στόλου δηλαδή, φοβόταν τις ναυτικές επιδόσεις του Κάψη. Έτσι, αποφάσισαν να τον βγάλουν από τη μέση με την ανατολίτικη πονηριά, πατώντας πάνω στη μεγαλομανία του βασιλιά της Μήλου.
Ένα πρωί κατέφθασε στην Μήλο ένα τούρκικο πλοίο με επίσημη αποστολή, για να του ανακοινώσει ότι σουλτάνος τον αναγνώριζε ως βασιλιά και ζητούσε τη σύναψη σχέσεων μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Μήλου. Μπήκαν οι υπογραφές, έγιναν οι επίσημες τελετές, γλέντια και όλα τα προβλεπόμενα από το πρωτόκολλο, αλλά όταν ο Κάψης αποδέχτηκε πρόσκληση να πάει στο τούρκικο καράβι για ανταπόδοση των τιμών, οι πειρατές του τον προειδοποίησαν: “Μην πας εκει πάνω”. Αυτός πήγε.
Τον μπουζούριασαν αμέσως και απέπλευσαν. Τρεις μήνες αργότερα κρεμάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα τον λιάνισαν από τα βασανιστήρια. Μετά οι Τούρκοι επανήλθαν στο βασίλειο της Μήλου που δεν είχε αρχηγό και το αποδεκάτισαν προς παραδειγματισμό. Από τους 20.000 κατοίκους που είχε το 1680, μια καταμέτρηση που έγινε το 1776 έγραψε στους καταλόγους μόλις 200 κατοίκους.