Ο Σάιγκο Τακαμόριήταν ο τελευταίος σαμουράι, ο οποίος πέθανε γιατί δεν μπορούσε να ζήσει στην Ιαπωνία που ο ίδιος είχε επιλέξει.
Η αντίσταση των Ιαπώνων στη βίαιη εκδυτικοποίηση και εκχριστιανισμό της κοινωνίας είχε ήδη ξεκινήσει εδώ και τρεις αιώνες πριν από τη γέννηση του ανθρώπου που θα απογείωνε τον ευγενή αγώνα ενός έθνους να κρατήσει τα ήθη και τις παραδόσεις του απέναντι στην ομογενοποιητική δύναμη της δυτικής επιρροής.
Ο «πραγματικός τελευταίος σαμουράι», όπως αποκαλείται συχνά, θα μετατρεπόταν από υπερασπιστή της παλινόρθωσης σε ρέμπελο μαχητή, ενσαρκώνοντας έτσι την αντίσταση του πολεμιστή του παλιού καθεστώτος απέναντι στην ανηλεή πολιτική του εκδυτικισμού της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας.
Κι έτσι ο σαμουράι της αυτοκρατορίας μετατράπηκε σε αντάρτη, απογοητευμένος καθώς ήταν από την ξενοδουλεία της κεντρικής κυβέρνησης και του τουλάχιστον άβουλου αυτοκράτορα, και κάλεσε τους εναπομείναντες σαμουράι σε μια απέλπιδα μάχη κατά του σαρώματος των ηθών και των εθίμων της Ιαπωνίας, κάτι που θα σήμανε το τραγικό τέλος των τελευταίων υπερασπιστών της εθνικής παράδοσης.
Ο ευπατρίδης Τακαμόρι παραιτήθηκε έτσι από τα υψηλά κρατικά του αξιώματα, συγκέντρωσε γύρω του όσους σαμουράι αρνούνταν να ατιμαστούν και να ζήσουν όπως ήθελαν οι ξένοι επικυρίαρχοι και κήρυξε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, αν και γνώριζε το άδοξο τέλος που ερχόταν ολοταχώς.
Γιατί την ώρα που οι Δυτικοί είχαν οπλίσει τα χέρια του Αυτοκρατορικού Στρατού με την τελευταία λέξη στην πυρίτιδα της εποχής, οι σαμουράι του Τακαμόρι ήταν υποχρεωμένοι να παλέψουν με τα κατάνα τους, καθώς η κατοχή όπλων απαγορευόταν ρητά στους σαμουράι από τον φημισμένο κώδικα ηθικής τους, το Μπουσίντο.
Κι έτσι στην τελική μάχη του 1877, οι 40.000 επαναστάτες του Τακαμόρι, οπλισμένοι με τα παραδοσιακά σπαθιά τους, αντιμετώπισαν τους 60.000 πάνοπλους στρατιώτες του Αυτοκρατορικού Στρατού και τα υπερσύγχρονα όπλα τους, δωρεά των ξένων χριστιανών: οι σαμουράι ηττήθηκαν κατά κράτος, αλλά πέθαναν με τιμή, όπως πρόσταζαν οι ιεροτελεστικές παραδόσεις τους.
Όσο για τον τραυματισμένο 45χρονο Σάιγκο, αυτοκτόνησε με σεπούκου (χαρακίρι) όταν έχασε την τελευταία μάχη κατά των εκδυτικιστών της Ιαπωνίας, πεθαίνοντας ως ατιμασμένος προδότης μιας χώρας ξένης πια για τον ίδιο.
Κι έτσι η Ιαπωνία αποδέχθηκε την άνευ όρων δράση των χριστιανών προσηλυτιστών, εγκαινιάζοντας μια σαφώς πρωτόγνωρη περίοδο στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου…
Πρώτα χρόνια
Ο Σάιγκο Τακαμόρι γεννιέται στις 23 Ιουνίου 1828 στην Επαρχία Σατσούμα ως το μεγαλύτερο από τα 7 παιδιά ενός άπορου πια σαμουράι πολεμιστή. Παρά τη δεινή θέση που είχε περιέλθει ο πατέρας, μεγαλώνει τα παιδιά με τον αυστηρό τρόπο των σαμουράι, στέλνοντάς τα παράλληλα να βιώσουν τη σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση για την οποία ήταν εξάλλου γνωστή η Σατσούμα εκείνη την εποχή.
Αποφοιτώντας, ο Τακαμόρι θα υπηρετήσει σε κατώτατη κυβερνητική θέση στη διοικητική του περιφέρεια, αναλαμβάνοντας συχνά συμφιλιωτικό ρόλο μεταξύ των εκσυγχρονιστών και των παραδοσιακών τάσεων. Κι έτσι, έπειτα από 10 χρόνια κρατικών καθηκόντων, θα μετακινηθεί στο Έντο (σημερινό Τόκιο) για να ενταχθεί ως σαμουράι στη δούλεψη του άρχοντα της Σατσούμα.
Το 1853 πήρε μέρος στην ταραγμένη πολιτικά περίοδο που εγκαινίασε στη χώρα η έλευση του αρχιπλοίαρχου Matthew C. Perry στον Κόλπο του Έντο, με τις σχέσεις των λογής σογκουνάτων με την κεντρική αυτοκρατορική κυβέρνηση να φτάνουν σε ιστορικό χαμηλό. Ο φέρελπις Σάιγκο επιστρατεύεται από τον άρχοντα του σογκουνάτου της Σατσούμα ως μοχλός πίεσης στην αυτοκρατορική αυλή, αν και ο ίδιος κρατούσε πάντα κατευναστικό ρόλο στις συγκρούσεις που καραδοκούσαν.
Κι έτσι, όταν ο άρχοντας άρχισε να κυνηγά λυσσασμένα τους πολιτικούς του αντιπάλους αλλά και όσους αντιτάσσονταν στο σχέδιό του, ο αντικομφορμιστής Σάιγκο μπήκε στο στόχαστρο. Ο ίδιος προσπάθησε μάλιστα να αυτοκτονήσει πέφτοντας στη θάλασσα, σώθηκε όμως και εξορίστηκε σε γειτονικό νησί, όπου θα περάσει τα επόμενα 5 χρόνια (1859-1864). Εκεί θα παντρευτεί μια ντόπια και θα αποκτήσει δύο παιδιά. Η φαμίλια του έπρεπε όμως να μείνει πίσω όταν ο Τακαμόρι επιστρατεύτηκε εκ νέου το 1861, καθώς η σύζυγος ήταν μέλος της κατώτερης τάξης και δεν είχε καμιά δουλειά στα αυτοκρατορικά ανάκτορα.
Οι περιπέτειες του πάντα ετοιμοπόλεμου Σάιγκο θα του φέρουν και πάλι εξορία, όταν οι συμφιλιωτικές του προθέσεις παρερμηνεύτηκαν εκ νέου: ο σαμουράι πήγε στο Κιότο για να καταστείλει την εξέγερση που είχε ξεσπάσει εκεί, με την αυθόρμητη και μη εξουσιοδοτημένη κίνησή του να θεωρείται προδοσία: ο Τακαμόρι στέλνεται σε άλλο ένα νησί-αποικία φυλακισμένων ως κοινός εγκληματίας!
Όντας έγκλειστος, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις κλιμακώνονταν καθημερινά, κάτι που ανάγκασε πολλούς άτακτους σαμουράι να εγκαταλείψουν τη Σατσούμα για να εμπλακούν ευθέως στις κυβερνητικές ζυμώσεις. Βλέποντας την ανατροπή των σχεδίων του, ο άρχοντας της επαρχίας τού δίνει χάρη και τον ξαποστέλνει άρον-άρον στο Κιότο, καθώς ήξερε ότι μόνο ο Τακαμόρι μπορούσε να δαμάσει τους ταραξίες…
Υπερασπιστής της αυτοκρατορίας
Στο Κιότο, ο Τακαμόρι έπιασε αμέσως δουλειά: συμμάχησε με φίλα προσκείμενο πολέμαρχο (Aizu Domain) κατά του αντιπάλου Choshu, η επίθεση του οποίου είχε επεκταθεί μέχρι τις αυτοκρατορικές πύλες. Τον Αύγουστο του 1864, ο Τακαμόρι οδήγησε το εκστρατευτικό σώμα του σογκουνάτου του ως διοικητής και νίκησε τις δυνάμεις του αντιδραστικού πολέμαρχου, καταλήγοντας σε μια ιδιαιτέρως ευνοϊκή ειρήνη για τον ίδιο.
Η μάχη αυτή σηματοδοτεί έναν καταιγισμό ιστορικών γεγονότων που θα οδηγήσουν σε ραγδαίες κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές στη ζωή της Ιαπωνίας: η τριετία 1866-1869 σηματοδοτεί το τέλος της Εποχής Έντο και την έναρξη της Περιόδου Μεϊτζί (από τον ομώνυμο αυτοκράτορα), και είναι ακριβώς η συμμαχία στην οποία κατέληξε ο Τακαμόρι με τα αντίπαλα σογκουνάτα που ευθύνονται για την παλινόρθωση του Μεϊτζί. Ο διοικητής Τακαμόρι και οι σύμμαχοί του ορκίστηκαν πίστη στον νέο αυτοκράτορα και έκαναν τα πάντα για να περισώσουν την αυτοκρατορική παράδοση της Ιαπωνίας από τα ανεξάρτητα σογκουνάτα που την επιβουλεύονταν.
Ο Σάιγκο μέτρησε εμφατικές νίκες κατά των εχθρών τον Νοέμβριο του 1867, κλείνοντας έτσι μια και καλή το τελευταίο κεφάλαιο της Περιόδου Τοκουγκάβα: οι θρίαμβοι του Τακαμόρι αποδεκάτισαν τα αντίπαλα σογκουνάτα, έκαμψαν κάθε θύλακα αντίστασης και άφηναν έτσι τον νέο αυτοκράτορα ανενόχλητο να προωθήσει τη δική του υστερόβουλη ατζέντα.
Μετά την παλινόρθωση του Μεϊτζί, ο Σαϊγκό ήταν πια έμπιστός του αλλά και σύμβουλος σε στρατιωτικά θέματα. Ο Τακαμόρι πίεζε μάλιστα να εισβάλει ο Αυτοκρατορικός Στρατός στην Κορέα, ως ηχηρή απάντηση της Ιαπωνίας στην άρνηση των βασιλείων της Κορέας για έναρξη διπλωματικών επαφών, και τότε ακριβώς ήταν που φάνηκε η στρατιωτική υπεροχή των δυτικών κρατών και των συμμάχων τους, κάτι που ανάγκασε τον αυτοκράτορα να εγκαταλείψει το σχέδιο του συμβούλου του.
Ατιμασμένος ο Τακαμόρι, παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του και επέστρεψε στα πάτρια εδάφια με τις ορδές των πιστών σαμουράι του…
Η Εξέγερση της Σατσούμα και το τέλος
Με εχθρικά πια αισθήματα απέναντι στον στρατό που ο ίδιος είχε φτιάξει για την προστασία του αυτοκράτορα, ο Σάιγκο άρχισε να συγκεντρώνει ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές, άτακτους σαμουράι δηλαδή (ρόνιν), απογοητευμένους πολίτες αλλά και κάθε πολιτικό αντίπαλο της νέας κεντρικής κυβέρνησης.
Σε μια προσπάθεια να βρει στους παραμελημένους και άνεργους πια σαμουράι του απασχόληση αλλά και να εκπαιδεύσει τον άτακτο στρατό του, ο Τακαμόρι ίδρυσε εκατοντάδες στρατιωτικές ακαδημίες στην επαρχία του, που έδιναν έμφαση στον αυστηρό τρόπο ζωής των σαμουράι και τις ηθικές αρχές του Κώδικα Μπουσίντο. Συντηρητικός εξάλλου και παραδοσιακότατος κι ο ίδιος, δεν ήθελε κατά κανέναν τρόπο τη βίαιη εκδυτικοποίηση της χώρας του.
Κι έτσι ο μέχρι πρότινος κυβερνητικός διοικητής και οργανωτής των αυτοκρατορικών στρατευμάτων φάνταζε πια ο Νο 1 εχθρός του καθεστώτος, ο αδιαφιλονίκητης ηγέτης της εξέγερσης των σαμουράι! Όσο για τους δύο στρατούς, από τη μία ήταν ο παραδοσιακός τρόπος μάχης των Ιαπώνων με τα κατάνα και από την άλλη μια στρατιά χωρικών κυρίως, εξοπλισμένων ωστόσο με δυτικά όπλα και δυτικές στρατηγικές μάχης.
Τον Ιανουάριο του 1877, ο Τακαμόρι οδήγησε τους 40.000 άντρες του κατά των κυβερνητικών στρατευμάτων του νεότευκτου Αυτοκρατορικού Στρατού των «αγροτών με τα όπλα», όπως τους αποκαλούσαν περιπαικτικά οι σαμουράι. Κι όμως, η πυρίτιδα έμελλε να αποδειχθεί δυνατότερη από κάθε κώδικα ηθικής κι έτσι έπειτα από 6 εβδομάδες μάχης, οι σφαίρες της κρατικής στρατιάς είχαν αποδεκατίσει τους θαρραλέους μαχητές.
Ο τραυματισμένος Σάιγκο και οι τελευταίοι 400 άντρες του αποσύρθηκαν στο εσωτερικό της χώρας, με τον μεγάλο πολέμαρχο να δίνει τέλος στη ζωή του με το χαρακτηριστικό χαρακίρι των σαμουράι (σεπούκου). Ο επίλογος για τον Τακαμόρι γράφτηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1877. Παρά το γεγονός όμως ότι πέθανε ως αντάρτης και προδότης, ο μύθος του γιγαντώθηκε, καθώς ο λαός ήξερε ότι πολεμούσε για τα παραδοσιακά ιδεώδη της χώρας του και για την πλούσια ιστορία της.
Υπόδειγμα αρετής, ο Σάιγκο Τακαμόρι έχει περάσει πια στη λαϊκή παράδοση της Ιαπωνίας ως ο τελευταίος πραγματικός σαμουράι που πέθανε ακριβώς επειδή του αρνήθηκαν το δικαίωμα να ζει όπως είχε επιλέξει. Μαζί του ξόφλησε και η λαμπρή περίοδος των σαμουράι…