Το Ινδοελληνικό ή Ελληνοϊνδικόβασίλειο ήταν ελληνιστική ηγεμονία η οποία είχε στην επικράτειά της διάφορες περιοχές της νότιας Ασίας - κυρίως τις περιοχές που αντιστοιχούν στο σημερινό Αφγανιστάν και σημερινό Πακιστάν - κατά τους δύο αιώνες της ύπαρξής του.
Ιδρύθηκε όταν ο Δημήτριος Α´ ο Ανίκητος, βασιλιάς του ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής, εισέβαλε τον 3ο αιώνα π.Χ. στις περιοχές της βορειοανατολικής Ινδίας, τις οποίες τα ινδικά βασίλεια είχαν ανακαταλάβει υπό τον Τσαντραγκούπτα Μωρύα από το Σέλευκο στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Έτσι τα ελληνικά βασίλεια της κεντρικής Ασίας διαχωρίστηκαν σε αυτά του βασιλείου της Βακτριανής και της Ινδίας στην ανατολή, και αυτό των Σελευκιδών - από το οποίο και προέρχονταν αρχικά - στη δύση. Ο πλέον διάσημος Ελληνοϊνδός ηγεμόνας ήταν ο Μένανδρος ο Δίκαιος - ή Μιλίντα κατά την ινδική παράδοση -, ο οποίος είχε την πρωτεύουσά του στα Σάγαλα της Πενταποταμίας - σημερινή Σιαλκότ στο Παντζάμπ του Πακιστάν -.
Ο όρος Ινδοελληνικό βασίλειο περιγράφει γενικά έναν αριθμό από διάφορες τοπικές ηγεμονίες οι οποίες είχαν τις πρωτεύουσές τους στα Τάξιλα, Πουσκαλαβάτι και Σάγαλα. Υπήρχαν και άλλες πόλεις για τις οποίες γίνονται αναφορές, όπως για παράδειγμα η Θεοφίλα, την οποία αναφέρει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος στα Γεωγραφικά του και η οποία πιθανώς υπήρξε βασιλική έδρα.
Ο Ευθύδημος Α´ ήταν σύμφωνα με τον Πολύβιο Έλληνας από τη Μαγνησία. Ο γιος του, Δημήτριος Α´ ο Ανίκητος, υπήρξε ο ιδρυτής του ελληνοϊνδικού βασιλείου. Κατά τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας με τον Αντίοχο Γ´ το Μέγα, ο Δημήτριος παντρεύτηκε μια από τις κόρες του, η οποία είχε περσική καταγωγή κατά το ήμισυ. Η εθνικότητα των υπολοίπων ηγεμόνων είναι λιγότερο ξεκάθαρη.
Κατά τους δύο αιώνες της κυριαρχίας τους, οι Ινδοέλληνες βασιλείς συνδύασαν την ελληνική και τις ινδοϊρανικές γλώσσες και σύμβολα, όπως μαρτυρείται από τα νομίσματα της περιόδου, καθώς και τα θρησκευτικά έθιμα του Ινδουισμού, Βουδισμού, και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά τεκμήρια στις πόλεις τους. Υπήρξαν υποστηρικτές του Βουδισμού, τον οποίο συνδύασαν με ινδουιστικά και ελληνιστικά στοιχεία.[6] Ο πολιτισμικός αυτός συνδυασμός είναι συλλογικά γνωστός ως ελληνοβουδισμός και ελληνοβουδιστική τέχνη.[7]
Οι Ινδοέλληνες σταμάτησαν ως πολιτική οντότητα περί το 10 μ.Χ. μετά τις επιδρομές των Κουσανιτών και των Ινδοσκυθών, αν και υπήρξαν ομάδες ελληνικού πληθυσμού που πιθανώς παρέμειναν για αρκετούς αιώνες υπό την ηγεμονία των Ινδοπάρθων και των Κουσανιτών.[8]
Πηγή: el.wikipedia.org